Τζι ούλες οι
χήρες χαίρουνται τζι΄ούλες χαρά δκιεβάζουν
τζι η άρκα σιήρα
των χαρκών ποτέ χαρά δεν είσεν,
Προξένια τζι έν'
που πέψασιν τζι΄από τον Βαβύλώναν
v' αρμάσουσιν την
Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα
- Τζ έλα, μανά,
ν' αρμάσουμε την Αρετήν στα ξένα,
- N' αρμάσουμεν, γιε μου, την Αρετήν, την
Αρετήν στα ξένα,
Τζι αν μου 'ρτει
πλήξη γιά χαρά, ποιος έννα μου την φέρει;
Τζι έλα, μανά, v΄ αρμάσουμεν την Αρετήν στα ξένα
τζι αν σου 'ρτει
πλήξη γιά χαρά, εγιώ 'ννά σου την φέρω!
Τζι αρμάσασιν την
Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα.
Που 'ρτεν ο
χρόνος δίσεχτος τα 'ννιά παιδκιά πεχάναν
τζι ούλα τα
μνήματα 'κλαιεν τζι ούλα 'κκληόιές τα 'χτίσεν.
Το μνήμαν του
Κωσταντά χτίζει το μαναστήριν
τζι από το κλάμαν
το πολλύν τον ανεστεναγμόν της,
γίνην ο τάφος
άλογον τζι η στράτα χαλινάριν.
Τζι ανήφορα,
κατήφορα τζι ο Κωσταντάς 'πό πάνω καβαλλάρης.
Άμε να πας
επήασιν ως τζει στο Βαυλώναν
τζι έμπλασεν τζαι
της Αρετής τζι επάαιννεν τον γάμον.
- Τζαι πέζα,
πέζα, Αρετή, στην μάναν μας να πάμεν,
- Τζι είντα με
χέλ' η μάνα μου τζι εμήνυσεν να πάω;
Τζι αν ένι χαρά
της μάνας μου, να πάω ξαλλαμένη
τζι αν έν' πλήξη
της μάνας μου, να πάω ζουρωμένη.
Πίσω καχίσκ' ο
μαύρος του, πίσω του την καχίσκει,
άμε να πας,
επήασιν ι-μνιαν καχέρκαν βρύσην,
να πάν να πιει ο
μαύρος του τζαι να ποκαματίσει.
Τζι ο Κωσταντάς
που 'τουν νεκρός γύρνει τζαι ποτζσιμάται,
στο γόνατόν της
τον έβαλεν για να τον ι-φτερίσεί,
Τζειαμαί νεφάναν
δκυο πουλιά που την Ανατολούλλα
τζι αρκέψασιν τζι
ελέγασιν μ' αγγελικήν φωνούλλαν.
- Δοξάζω σε, καλέ
Θεγέ, που 'σαι στα ψηλωμένα,
που τα γινώσκεις
τα κρυφά με τα φανερωμένα,
που συντυχάννουν
τα ζωντανά πκιον με τα ποθαμμένα.
-Τζι΄αδε πελλήν
που σε κρατώ τζι΄αδε χαμένη που΄σαι
τζαι τα πουλιά
που κελαδούν έπιασες τζαι χροικάς τους
- Θαμμάζουμαί το,
Κωσταντά, στα λόγια που μου λέγεις
ως τζαι τα ρούχα
που φορείς έν' ανεολλιασμένα.
- Γεναίτζες τζαι
που πήραμεν έτσι τα κάμνουν τώρα.
- Θαμμάζουμαί το,
Κωσταντά, στα λόγια που μου λέγεις,
ως τζαι τα ρούχα
που χωρείς εδώσαν θανατία,
- Που τον τζαιρόν
που τα χορώ τζι εκάμαν πιτυρία,
Πίσω καχίσκ' ο
μαύρος του, πίσω του την καχίσκει
τζι άμε να πας
επήασιν ως τζει στο μονοπάτιν.
Τζαι ηκιάσ' το
τούτον το στράτιν, τούτον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν
βκάλλει σε της μάνας μας το σπίτιν,
Που τον τζαιρόν
που δεν ήρτα μα ξήχασα την στράταν.
- Τζαι πκιάο' το
τούτον το στρατίν, τούτον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν
βκάλλει σε της μάνας μας το σπίτι
τζι εγιώ χρωστώ τ'
Αγιού Τζερκά, να πά' να του τα πάρω.
Τζαι ηκιάννει
τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν
Στην μάναν της
τζαι πάει.
Χροικά του τάφου
π' άννοιξεν, του τάφου που σφαλίστην,
διπλόν στραππήδιν
έδωκεν, στην μάναν της τζι επήεν.
Π΄αππέξω βάλλει
της φωνήν, π' αππέσω πολοάται:
-Τζ αν ένι ο
δκιάβος ας δκιαβεί, περά του τζε ας περάσει
Τζι΄αν έν' ο πικροχάροντας
ας μπει 'οσω καβαλλάρης
Μα 'ν τζι έχω
τζαι τον Κωσταντάν τζι ήρτεν να μου τον πάρει
έμεινέν μου η
Αρετή τζι η Αρετή στα ξένα.
- Τζι΄άννοιξέ,
μά', άννοιξε, μάνα μου, τζι είμαι η Αρετή σου
Τζι΄έφερέν με ο
Κωσταντάς, το πρώτον μου αέρφιν.
Διπλόν στραππήδιν
έδωκεν τζι επήεν τζι άννοιξεν της.
Τότε αγκαλιαστήκασιν
τζι εξέβην η ψυόή τους.
Τζι΄ επκιάσαν
τζαι τες βάλασιν τες δκυο έναν τζιούριν
η μια βλάστησεν
λασμαρκά τζε η άλλη μαντζουράνα
τζι εγύρναν τζι
εφιλούσασιν που 'τουν πεθυμισμένα!
Δημοτικό Κυπριακό
τραγούδι