Ήτουν Τέταρτη το πωρνό, του Νιόβρη στες δεκάξι
η δεύτερη του τζυνηγιού, μάσιετουν να χαράξει
Ο τζυνηός μας ο
Φαιδρής, πον τζυνηός με βούλλα
τζιαι κάθε του
εξόρμηση, παίζει τζιαι μια σακούλλα
ζώστηκε που τες
τέσσερεις, τα συνακλίκκια ούλλα
Πάει τραβά εις
τα κρυφά, στα φτέρη της Μεννόγειας
Να βρει λαούς
που χάμνησαν, της εκτροφής της σόγιας
Είσσιεν τζιαι
πληροφόρηση, μάλιστα εκ των έσσω
είπαν του τόπο,
τζι αριθμό, που το χωρκό αππέσσω
Τρεις σιύλλοι
που εκπαίδευκε, τζιαι τάϊζε τους μάννα
επάχαν οπώς του
πελλούς, στην μαλαϊν που πιάννα
Έβαλεν στον
σιεπέττο του, δάκτυλο στην σκάνταλη
τζιαι στόχευκεν
στο τζεί, τζιαι δα, τζι ολόϊσια καπάλι
Είσιεν τζιαι
κάμερα βαρτήν, που πάνω στα πουμπούρκα
να καταγράψει
την σκήνη, που σιηπεδκιάν στην βούρκα
¨Ανταν τζιαι
μεσομέρκασε, ο Φαίδρος ΄γινει πτώμα
τζι΄ εν είεν
ίχνος πέρτικου, με του λαού το χρώμα
Νευριασμένος
δύσποιρος τζιαι φωνακλάς σαν πάντα
«Ατε κανεί για
σήμερα» λαλεί τζιαι δκιά αμάντα
Τζιαι πήεν στ΄
αυτοκίνητο, τζι σίυλλοι του εκλαία
που είαν τον
κουμπάρο του, τον Κώστα Βασιλέα
«Τούτος
εποτζιημήθηκε …», εσκέφτηκε τζιαι είπε
«Κουμπάρε
στράφου τζι εννοια σου, πο΄ έτσι τζυνήϊν λείπε»
«Αλώνισα τούντα
βουνά, τα πλεύρη, τα χωράφκια
Άκου μου τίποτε
εν έσσιει, τα ξέρω τα τταρράφκια
Σούζει του,
νάκκο την κελλέ, τζι ο Κώστας όκτον πιάνει
τζιαι πριν
σταρτάρει ο Φαιδρής, ξυκάπνισε την κάννη
Στο μονοπάτι που
΄ρεξε, ο Φαίδρος τελευταίος
ένας λαάτσος
έππεσεν, στην γή ακαριαίος
Σηκώνει πάνω το
κτηνό, σαν ήρωας στην Τροία
τζιαι πιάνει τον
σκουλαρικά
που τον μαρκάρα
ειδικά
με ένα έξι τρία
Ο Φαίδρος πιον
παραμιλά, «τον δκιάλον τον μαύρο»
ήνταλως τζιαι εν
άπλεψα, τούντο λαό για να΄βρω
P.S Μάθαμε τζιαι νεώττερα, απου τον Κόντ΄
Αλέξη
Ο Κώστας καμν΄
εξόρμηση, με σσιύλλους δεκαέξι
Ένας ΄πο τούτους
σήκωσε, το πισινό του πάνω
Τζιαι του λαού
κατούρισε, στην μούρη που πάνω
Τζιαι το αζό εν
άντεξε, την μυρωδκιά του ούρου
την κούτσην εξαπόλησε,
τζιαι κόπηκεν του βούρου
Μπορεί ναν΄τζιαι
αλήθκεια του, ίσως να εν τζιαι ψέμα
πάντως στες
γλώσσες τες κατζιές, γίνει μεγάλο θέμα
Θουκής 24/11/22