ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

8 April 2025

Το λεωφορείο της Αναφωτίας 1960 - 1975

 

Το λεωφορείο του Σταυράκη ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Αυτή τη φορά, γεμάτο. Αλλά η εκκίνηση θα γινόταν έξω από το σπίτι του οδηγού, στην πάνω γειτονιά, και όχι από την πλατεία. Προορισμός: αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Όλοι μέσα: οι γείτονες, οι συγγενείς, η μάνα, ο πατέρας και τα οκτώ παιδιά. Όλοι είχαν βάλει τα καλά τους, σαν να ’ταν γιορτή.
Τους τελευταίους μήνες έγιναν όλα όσα έπρεπε να γίνουν. Μπήκαμε σε ένα εννιαθέσιο ταξί από τη Λάρνακα για το Βαρώσι, για πρώτη φορά, για να πάνε όλα τα παιδιά για εξέταση από γιατρό της πρεσβείας. Είδαμε για πρώτη φορά τον φακό της φωτογραφικής μηχανής για τις φωτογραφίες που θα συνόδευαν τα έγγραφα, και ο πατέρας μας μάς αγόρασε και παγωτό. Όλα έγιναν με πρόγραμμα και με καθοδήγηση από τον Τελεβάντο – αδελφό της θείας και, ως πρωτευουσιάνος, γνώστη των γραφειοκρατικών.
Δεν είμαι σίγουρος μέχρι σήμερα τι ώθησε τους γονείς μας να πάρουν αυτή την απόφαση. Ίσως οι πολλές επιστολές, που κάθε βδομάδα τους ικέτευαν, ότι δεν έχουν παιδιά και πως θα ήθελαν πολύ να στηρίξουν ένα κοριτσάκι από τα τέσσερα μας. Ίσως οι δυσκολίες να ανατραφεί η πολυμελής οικογένεια. Ίσως η μεσολάβηση τρίτων. Τελικά, με δισταγμό, πείστηκαν οι γονείς μας και ενέδωσαν σε μια βουτιά προς το λάθος.
Ο δρόμος προς τη Λευκωσία έμοιαζε πορεία προς το άγνωστο. Στο λεωφορείο επικρατούσε μια νεκρική σιωπή, που έσπαγε κάπου κάπου με κάποιο ανούσιο σχόλιο – και ξανά ησυχία. Έτσι φτάσαμε τελικά στο πολυτελές αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Κατεβήκαμε τριάντα άτομα και ένα κορίτσι με μια τεράστια βαλίτσα. Ο Τελεβάντος ήταν εκεί για να μας συνοδεύσει στον έλεγχο των διαβατηρίων. Ακολούθησαν αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα, και το κοριτσάκι μας προχώρησε στην αίθουσα των επιβατών. Εμείς ανεβήκαμε στον εξώστη, κι από ψηλά αντικρίσαμε ένα παιδάκι, μέσα σε πλήθος κόσμου, ολομόναχο, να μας κοιτάζει χαμένο και φοβισμένο.
Στα μάτια του είδαμε αυτό που μας κυνηγούσε για τα επόμενα 16 χρόνια — και στα μετέπειτα, κάπως πιο ελαφρά: ένα τεράστιο «γιατί». Γιατί προχωρήσαμε σε αυτή την πράξη;
Το κορίτσι, εννέα χρονών, προχώρησε προς την έξοδο για το αεροπλάνο και χάθηκε από τη ζωή μας για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Ούτε γράμμα, ούτε φωτογραφία, ούτε τηλεφώνημα.
Επιστρέψαμε στο χωριό. Δεν μιλούσαμε για ώρες. Θλίψη και σιωπή. Ο καθένας στη συνέχεια του και στο καθήκον του. Έπρεπε να πάω στα κατήφορα, να διώξω τα σπουργίτια από τη φυτεία με τα φασόλια για να μην τα φάνε. Η μόνη διέξοδος: το τεράστιο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς», που ανεβοκατεβαίναμε όλα τα παιδιά. Ανέβηκα στην κορυφή με ταχύτητα. Κάθισα πάνω σε γερό κλώνο και κοίταξα τον ορίζοντα, που είχε πάρει πορφυρό χρώμα προς τη δύση. Και έκλαψα πολύ — πάρα πολύ. Ένιωσα μόνος, χωρίς το άλλο μου μισό.
Αύγουστος 1970, στο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς».

No comments:

Post a Comment