Οι δεκαετίες μέχρι το 1980, για όσους τις έζησαν, ήταν σκληρές. Η ζωή κύλησε
μέσα από κακουχίες, επιδημίες, πολέμους, ανομβρίες, ανταρτοπόλεμο, δικοινοτικές
διαμάχες, πραξικοπήματα, εισβολή και εκτοπισμούς. Όλα αυτά σε έναν τόπο με
ανύπαρκτες υποδομές και φτωχικά σπίτια, που μέχρι τη δεκαετία του ’70 τα χωριά
δεν διέθεταν ούτε τα βασικά: νερό, ρεύμα, ψυγείο, κουζίνα.
Το παράδοξο ήταν ότι, παρ’ όλες τις στερήσεις και την οικονομική ανέχεια,
οι περισσότερες οικογένειες έκαναν πάρα πολλά παιδιά. Ο αριθμός εννέα
θεωρούνταν η πληρότητα ενός ζευγαριού κατά την περίοδο της γονιμότητάς του – και
κάποιοι ξεπερνούσαν και αυτό το «όριο». Ίσως ένας λόγος γι’ αυτήν την
αντιφατική εικόνα να ήταν και το γεγονός ότι, χωρίς ηλεκτρικό φως, νύχτωνε
νωρίς, και χωρίς τηλεόραση και «λαστιχένιες» μεθόδους, ερχόντουσαν τα παιδιά…
Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι κριτές, πρέπει να συγκρίνουμε όλες τις
συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ώστε να κατανοήσουμε πραγματικά τις διαφορές σε
σχέση με το σήμερα.
Στην θεατρική σκηνή για του λόγου το αληθές θα επιχειρήσω με δύο οικογενειάρχες κομπάρσους και ένα πρωταγωνιστή σε αληθινή ιστορία που θα μας δώσει την δυνατότητα να κατανοήσουμε την επικρατούσα κατάσταση που αφορούσε όλο το νησί της Κύπρου την εν λόγω εποχή
Πρωταγωνιστής μας ο Αντρέας Ευσταθίου, ή αλλιώς ο «Σερταλής» – παρατσούκλι
προερχόμενο από την τουρκική λέξη Sertan, που περιγράφει έναν σκληρό, τραχύ,
ίσως και αυστηρό άντρα. Ο Αντρέας του Στάχη, όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι,
ήταν ένας γεροδεμένος, σχετικά ψηλός άντρας με αυθεντικό χαρακτήρα. Μονάχα που
τα πόδια του τον πρόδιναν λιγάκι στο βάδισμα, μα η δυνατή, γυαλιστερή και
καψαλισμένη του ματτσούκα από μοσφιλιά –«μαγκούρα» τη λένε οι Καλαμαράδες–
κάπως ισορροπούσε την κατάσταση.
Φορούσε πάντα φαρδιά παντελόνια που, μέσα σε πέντε λεπτά, κατέβαιναν κάτω
από τη μέση του, αποκαλύπτοντας τη φουσκωμένη του κοιλιά. Κι αν τύχαινε να
σκύψει, το θέαμα από πίσω ήταν κάπως... απρεπές. Το δε πουκάμισό του
διαμαρτυρόταν έπειτα από κάθε φαγοπότι, έτοιμο να εκσφενδονίσει τα κουμπιά.
Ήταν, βλέπεις, και γερό ποτήρι στη ζιβανία.
Γραφική, παραδοσιακή φιγούρα, με έμφυτο χαμόγελο και «μελισσιά» ματιά, που
έκρυβε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία, ειδικά όταν αστειευόταν. Την όλη του παρουσία
συμπλήρωνε το καραφλό του κεφάλι, στολισμένο με μια γκριζαρισμένη, πατριωτική
μουστάκα – διπλής μινιατούρας ανάποδης ουράς αλεπούς. Κατά βάθος, ήταν
καλοσυνάτος, ευσεβής και τίμιος, ένας αυστηρός αλλά δίκαιος παραδοσιακός
οικογενειάρχης.
Διατηρούσε κι αυτός κοπάδι με πρόβατα, κάπως μεγαλύτερο από των άλλων
βοσκών. Ως απόγονος του προύχοντα Στάχη, κατείχε και σημαντική περιουσία –
κυρίως στα «Κατσίματα» – όπου είχε διάτρηση πόσιμου νερού που χρησιμοποιούσε
για να καλλιεργεί φθαρτά.
Μέρα-νύχτα, πατέρας και παιδιά δούλευαν στα περβόλια και στα «κτηνά». Για
τη μετακίνηση από και προς τα κτήματα –τα οποία βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα,
τρία περίπου χιλιόμετρα ανώμαλου χωματόδρομου με ανηφοριές και κατηφοριές–
χρησιμοποιούσαν αρχικά γαϊδούρι. Αργότερα, κατάφεραν και απόκτησαν τρακτέρ με
καρότσα. Τα καλοκαίρια διανυκτέρευαν επιτόπου, κάτω από τις χαρουπιές
–«τερατσιές»– ώστε να αυξήσουν τις ώρες εργασίας και να εξοικονομήσουν καύσιμα
από τα πήγαινε-έλα. Η πιστή του σύντροφος, η Μαρία, φρόντιζε καθημερινά να
φτάνει εκεί με το ζώο, για να τους βοηθήσει και να μαγειρέψει.
Τον συναντούσα αραιά – κι αυτό γιατί, πρέπει να ομολογήσω, τον απέφευγα
όταν τον έβλεπα από μακριά. Όχι επειδή δεν τον συμπαθούσα· κάθε άλλο, τον
εκτιμούσα βαθύτατα. Όμως, ήταν εκ φύσεως ακατάπαυστο πειρακτήρι. Ό,τι κι αν τον
απασχολούσε, το έβαζε στην άκρη. Εκείνη την ώρα, προείχε το πώς θα περάσει
ευχάριστα μαζί σου.
Αν η επαφή ήταν αναπόφευκτη, πάντα μου έλεγε τον ίδιο προβληματισμό – με
μια δόση ειρωνείας και αρκετή δόση χιούμορ:
— Ρεεε Κόκο…
(σημείωση: δεν υπήρχε παπαγάλος τριγύρω – έτσι λένε τον Γιώργο στην Κύπρο)
«Ίνταλως να σας νεώσουμε; Εγώ, ο Πετρής τζι’ ο Πισσίας (εννοώντας τον
πατέρα μου), εκάμαμεν 25 κοπελλούθκια. Τι να σας κάμουμεν;»
Με τέτοιες ατάκες με πυροβολούσε πάντα, μετατοπίζοντας την ευθύνη πάνω μας – ότι τάχατες εμείς φταίμε που μας έκαναν! Δεν του ανταπαντούσα από σεβασμό. Μέσα μου, αυτό το πείραγμα είχε λειτουργήσει ως ένα είδος παιδικού ψυχολογικού «μπούλινγκ».
Τα επαναλάμβανε αυτά με το ίδιο στυλ, κι ύστερα ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Τα
πρόβατά του σάστιζαν και ο σκύλος του άρχιζε να γαβγίζει προς εμένα.
Μια μέρα, σε μια απρόσμενη συνάντηση, πλησίασε κοντά μου. Έβγαλε νωχελικά
–ως έμπειρος καπνιστής– το πακέτο Craven A από την τσέπη του πουκαμίσου. Το
άνοιξε, έβγαλε ένα από τα είκοσι τσιγάρα, το κτύπησε ρυθμικά στο κουτί για να
συμπιεστεί ο καπνός και το άναψε με σπίρτο. Ρούφηξε βαθιά, ώσπου το πυρακτωμένο
κάρβουνο μεγάλωσε ένα εκατοστό, κι αφού ξεκάπνισε όλο του το πρόσωπο –ακόμα και
η μύτη του–, με μια έκδηλη σοβαρότητα είπε:
— Ρεε… Κόκο, εσκέφτηκα τζι’ ήβρα τη λύση… Ο Πετρής εννιά κοπελλούθκια, ο
Πισσίας άλλα εννιά, εγιώ εκοψα πίσω με εφτά. Να πάμε τζι’ οι τρεις πας τον «Στραχαλά»
να χορέψουμε τον χορό του Ζαλόγκου. Πρώτος να δώκει ο Πετρής, πον μιτσής τζιαι
σβέρτος… ταπισών ο Πισσίας, τζι’ άμαν δώκουν τζι’ δκυο κάτω, εγιώ να σηκωστώ να φύω!
Δεν πρόλαβε να τελειώσει και τα μάτια του τον πρόδωσαν – έλαμπαν από
σκανταλιά, κι έσκασε στα γέλια. Ακόμα και τα μουστάκια του έμοιαζαν να γελούν.
Στο βάθος, όμως, των λόγων του υπήρχε μια δόση αλήθειας: η έγνοια για την
ανατροφή τόσων παιδιών μέσα στη μιζερή φτώχεια. Ίσως αυτές οι πικρόγλυκες
ατάκες να ήταν μια εσωτερική αναζήτηση λύτρωσης.
Στα αυτιά μου ηχεί ακόμη η φωνή του, κάθε φορά που τον φέρνω στη μνήμη:
— Ρεε… Κόκο…
Γιώργος Καραγιώργης
15 Απριλίου 2025
No comments:
Post a Comment