Η διαδικασία ήταν απλή. Αγοράζαμε ένα κομμάτι ασετυλίνης (πέτρα καρβιδίου), συνήθως την περίοδο του Πάσχα και ειδικά το βράδυ της Ανάστασης. Ο εκκωφαντικός κρότος ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς – αλλά και επικίνδυνους – τρόπους εορτασμού των παιδικών μας χρόνων. Ήταν ένα από εκείνα τα παλιά, παραδοσιακά παιχνίδια, που συνδύαζαν την εφευρετικότητα της παιδικής φαντασίας με τη χαλαρότητα της εποχής απέναντι στην ασφάλεια.
Αποτελούσε ένα άτυπο έθιμο της κυπριακής νεολαίας, που περνούσε από γενιά
σε γενιά. Αν και σήμερα έχει εκλείψει, αφού αντικαταστάθηκε από εργοστασιακά –
και συχνά πιο επικίνδυνα – σκευάσματα, εκείνο είχε τη δική του μαγεία.
Η τεχνική ήταν πάντα η ίδια. Τοποθετούσαμε την πέτρα μέσα σε μεταλλικό
δοχείο – συνήθως ένα άδειο κουτί Νες Καφέ. Με μια σπόντα ανοίγαμε μια μικρή
τρύπα στο πίσω μέρος. Ρίχναμε πάνω της λίγο σάλιο ή νερό, ξεκινώντας έτσι τη
χημική αντίδραση: η πέτρα παρήγαγε ασετυλίνη, ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο αέριο που
γέμιζε το εσωτερικό του κουτιού. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, ανάβαμε ένα
σπίρτο στην τρύπα, και το καπάκι εκτοξευόταν με τρομακτικό θόρυβο, προκαλώντας
συνάμα ενθουσιασμό και φόβο. Όσο πιο δυνατή η έκρηξη, τόσο πιο πετυχημένο το
«μπαμ» της Ανάστασης. Αυτό ήταν το δικό
μας "παρών" στο «Χριστός Ανέστη».
Γύρω στο 1970, η οικογένειά μας είχε φυτέψει φασόλια – σε συνεταιρισμό με
τον Παπαγιώργη – στο χωράφι δίπλα στο κυπαρίσσι της «Ττοππουζούς». Οι
«στρούφοι» όμως, κατά χιλιάδες, καταστρέφανε την φυτεία. Στο Δημοτικό ακόμα
τότε, κατά της σχολικές διακοπές, ο
πατέρας μας έστελνε εμένα και τ' αδέλφια μου να διώχνουμε τα πουλιά. Κρατούσαμε
μεταλλικούς τενεκέδες και τους χτυπούσαμε δυνατά για να τα τρομάξουμε.
Γρήγορα επιστρατεύσαμε και τη μέθοδο της ασετυλίνης, που έδινε πιο δυνατούς και σταθερούς κρότους.
Έτσι γινόταν πιο αποτελεσματική η αποστολή μας.
Ένα καυτό απόγευμα του Αυγούστου, ήρθε η σειρά μου για βάρδια. Κάτω από τη
σκιά του τεράστιου κυπαρισσιού κάθισα πάνω σε μια πέτρα και άρχισα τη γνωστή
διαδικασία: φτύσιμο στην πέτρα μέσα στο κουτί, καλό σφράγισμα με το καπάκι, το
κουτί στο αυτί μέχρι να σταματήσει ο ήχος της αντίδρασης, τοποθέτηση στο
έδαφος, πάτημα με το πόδι, άναμμα του σπίρτου, επαφή της φλόγας στην τρυπίτσα
και… «μπουμ»! Ο κρότος ακουγόταν μέχρι το Σταυροβούνι. Ξανά και ξανά, χωρίς
σταματημό.
Καθώς έπεφτε το απόγευμα, μου είχε μείνει μόνο ένα σπίρτο. Πώς θα συνέχιζα
τον «πόλεμο» ενάντια στους στρούφους χωρίς πυρομαχικά; Η ανάγκη γέννησε...
ευρηματικότητα Τότε μου ήρθε η φαεινή
ιδέα: θα άναβα φωτιά, θα δημιουργούσα αναμμένα κάρβουνα, και θα πετούσα το
κουτί πάνω– αντί για σπίρτο. Και πράγματι, λειτούργησε. Συνέχισα έτσι να ρίχνω το
μεταλλικό δοχείο στη φωτιά, προκαλώντας εκρήξεις που τρόμαζαν τα πουλιά.
Κάποια στιγμή, το έριξα με αρκετή
δόση από σάλιο και η ατυχία χτύπησε. Το κουτί προσγειώθηκε σε κατεύθυνση στα
μούτρα μου. Το καπάκι εκτοξεύτηκε προς εμένα,
κτυπώντας με απευθείας στο μάτι. Έπεσα ανάσκελα κρατώντας το πρόσωπό μου και ουρλιάζοντας
από τον πόνο.
Εξήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε, και όμως εκείνη η παιδική αφέλεια μου
στοίχισε – για πάντα. Το φως στο αριστερό μου μάτι χάθηκε.
Γιώργος Καραγιώργης
8 Απριλίου 2025
No comments:
Post a Comment