Ήτανε Ιανουάριος, ένας από εκείνους τους κρύους μήνες που αχνίζει η εκπνοή και τα χέρια ξεπαγώνουν. Είχαν περάσει έξι και κάτι χρόνια από τότε που η γέννηση του τέταρτου παιδιού στην εύφορη – και έμφορτη από αγάπη – οικογένεια, που επιτέλους έκανε τον γιο, μετά από τρία κορίτσια και που αμέσως μετά την εκφώνηση της μαμμούς ότι είναι παλικάρι, κεράστηκαν όλοι στην γειτονιά με γλυκό αμυγδάλου, με το ίδιο κουταλάκι,. Αυτό το αγόρι που έφερε περισσή χαρά ψυχή τε και σώματι ήμουν εγώ και κανένας άλλος.
Ο πατέρας που με είχε το καμάρι του χωρίς ποτέ να το διαλαλεί του άρεσε να με παίρνει μαζί του στο κοπάδι ίσως για συντροφιά, πιθανό και για να ξαλαφρώνει το σπίτι και την μάνα. Εκείνο τον χειμωνιάτικο μήνα οδηγούσαμε τα πρόβατα στον «φαρρά» που έτσι λέγαμε το φρέσκο χορτάρι σιτηρών που ήταν η ιδανική τροφή για να κατεβάζουνε περισσότερο γάλα οι προβαττίνες.
Μπροστά λοιπόν ο πατέρας με τον μαύρο σκύλο τον «καραπέτ» ακολούθως καμιά 60αρια πρόβατα και αρκετά μέτρα πιο πίσω ο κανακάρης του
Ξαφνικά βλέπω στο έδαφος ένα λάστιχο, δεμένο σε δερμάτινο γεμιστήρα - σαν αυτό που κρατούσαν τα άλλα αγόρια της ηλικίας μου και που εγώ δεν είχα γιατί απαγορευόταν αυστηρά στην οικογένεια.
Το παίρνω λοιπόν με μια ανείπωτη ικανοποίηση και βρίσκω μία μικρή πέτρα που ταίριαζε ακριβώς στη θήκη της λαστιχένιας σφεντόνας και φτάνω στο κυπαρίσι της «Ττοππουζούς», εκεί που ήδη τα πρόβατα είχαν απλωθεί στο χωράφι και βοσκούσαν.
Ο πατέρας, ξαπλωμένος πλάγια, απολάμβανε το δροσερό χορτάρι. Πάω αμέσως απέναντί του και του επιδεικνύω περήφανα το τεντωμένο στα δυο μου χέρια λάστιχο που μόλις απόκτησα. Μου φωνάζει να το πετάξω αλλά εγώ τον σημαδεύω και του λέω:
—Θα σε φτώσω!
Μου απαντά:
—Παρέτα.
Τον ξαναρωτάω, παίζοντας:
—Φτώνωσε;
Μου λέει πάλι, πιο αυστηρά:
—Παρέτα.
Τεντώνω περισσότερο το λάστιχο και τον απειλώ γελώντας:
—Θα σε φτώσω!
Μα το δερμάτινο μέρος ξεφεύγει από τα δάχτυλά μου και η πέτρα βρίσκει τον πατέρα ακριβώς στο μάτι.
Ο φόβος, βλέποντάς τον να γέρνει πίσω και να σπαράζει από τον πόνο, μου έβαλε φτερά στα πόδια. Σε λίγα λεπτά ήμουν πίσω στο σπίτι, σαν φοβισμένο σπουργίτι, έχοντας πετάξει στον δρόμο το "φονικό" όπλο.
Γιατί επέστρεψες με ρωτάει η μάνα και της αραδιάζω κάποιες φτηνές παιδικές δικαιολογίες.
Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και να σου ο πατέρας, σαν αφηνιασμένο θηρίο, μπαίνει στην πόρτα με μια βίτσα στο χέρι.
—Αυτή σε βλάπτει, αυτή σε ωφελεί!
Με έκανε «σημηθκιά» στο ξύλο.
Του ξέφυγα ευτυχώς για να παραμείνω ζωντανός. Και όντως, παραμένω μέχρι σήμερα, 60 χρόνια μετά.
Το βράδυ φοβόμουν να επιστρέψω στο σπίτι. Έκανε τσουχτερό κρύο. Πήγα στον στάβλο και κοιμήθηκα ανάμεσα στο «στρατούρι» του γαϊδουριού που είχαμε.
Κατά τα μεσάνυκτα ένοιωσα το μάγουλο μου να ακουμπά τον ζεστό ώμο του πατέρα μου. Προσποιήθηκα ότι κοιμόμουνα βαθιά καθώς με μετέφερε ήσυχα στο κρεβάτι μου.
Γιώργος Καραγιώργης
8 Απριλίου 2025
No comments:
Post a Comment