ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ
WELCOME AND EΝJOY
WELCOME AND EΝJOY
12 April 2025
Λεωφορεία, "πιπιριλιά" και αλετράκια του χτες
by George Karageorgis
Τα λεωφορεία για τα χωριά δυτικά της Επαρχίας Λάρνακας ξεκινούσαν για την επιστροφή γύρω στις 1:30 μετά το μεσημέρι από την πλατεία του Αγίου Λαζάρου το ένα μετά το άλλο. Για την Αναφωτία αναχωρούσαν δύο, του Σταυράκη και του Αντρέα του Πετρολαά που μετέφεραν τους μαθητές μαζί με τυχόν επιβάτες και ακόμα ένα πιο αργά, το λεωφορείο του Ανδρέα του Πούμπα για να μεταφέρει τους εργάτες κατά τις 7:00 αργά το απόγευμα.
Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα ολόκληρου του χωριού κατά το 1970 ήταν κάπως λιγότερα από όσα έχει σήμερα ένα σπίτι στον περίγυρο του. Οι μαθητές είχαν μόνο δύο επιλογές για την μεταφορά τους στο Γυμνάσιο ή Λύκειο. Η προτίμηση καθοριζόταν από πολλούς παράγοντες, όπως οι φιλικές και συγγενικές σχέσεις των γονιών, με τον ιδιοκτήτη οι κουμπαρικές υποχρεώσεις ή ανάλογα με τα «απλήρωτα αγώγια» των παιδιών τους που εκκρεμούσαν την προηγούμενη χρονιά.
Το λεωφορείο του Πετρολαά ήταν συνήθως παρκαρισμένο μέσα στη Στοά του Κλεόπα και του Σταυράκη στο παζάρι το Τούρκικο. Αν σχολάγαμε πεντάωρο περπατούσαμε από το Λύκειο και περιμέναμε μέσα στο παρκαρισμένο λεωφορείο για να μην μας βασανίζει η πείνα μας από τις μυρωδιές των τόσον εδεσμάτων εκτός αν σπάνια μας τύγχανε να είχαμε λεφτά για ένα σαντουϊτς από τον Μανώλη ή σουβλάκια από την Σοφκιαλίνα που βρισκόντουσαν απέναντι στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και στην καλύτερη περίπτωση σουβλάκια και πέρκολα μέσα στο Τουρκικό παζάρι. Σε περίπτωση που το λεωφορείο δεν έπαιρνε μπρος κατά την εκκίνηση που αυτό συνέβαινε τακτικά υπήρχε και η εναλλακτική λύση της μανιβέλας για να γυρίσει η μηχανή.
Στην πρώτη στάση που ήτανε μπροστά στο περίπτερο της Αναστασίας έπρεπε να φορτωθούν μάτσες από τριφύλλι για τα κουνέλια στην πίσω κρεμαστή πόρτα και παραλαμβάνονταν οι νέες εφημερίδες. Το ταχυδρομείο στην μπεζ χρώματος σακούλα με την κλειδαριά από πάνω φρόντιζε ο οδηγός από ώρας να το κρατά δίπλα του για να το παραδώσει στο Συνεργατικό Παντοπωλείο. Επίσης πάντοτε στην οροφή του λεωφορείου υπήρχαν στοιβαγμένες σακούλες με λιπάσματα, τροφές, σπόροι, μποτίλιες με γκάζι και άλλες αναγκαίες προμήθειες. Κάναμε ιδιαίτερη χαρά εγώ και ο κολλητός μου όταν βλέπαμε αυτό το φορτίο γιατί θα το ξεφορτώναμε και θα είχαμε χρήμα την επομένη. Μέσα οι επιβάτες μετέφεραν τσάντες με ψώνια της πόλης ακόμα και άσπρες ζωντανές κότες με τα πόδια δεμένα κάτω από τις μαξιλάρες,
Αφού επιβιβάζονταν οι μερικοί μαθητές που είχαν την τύχη να σχολάσουν πιο νωρίς και μερικοί επιβάτες το λεωφορείο ξεκινούσε με βαρεμένη ταχύτητα την διαδρομή του. Δεύτερο σταμάτημα έξω από τον φούρνο του Νεόφυτου να βάλει μέσα την σακούλα με τα ζεστά μαλακά ψωμιά του Συνεργατικού για όσους δεν ζύμωναν ή γι’ αυτούς που τους «έλειψαν». Μέχρι να φτάναμε στις καμάρες από χέρι σε χέρι και εκτός της οπτικής ακτίνας που έπιανε το καθρεφτάκι του οδηγού "εξαφανίζαμε" ένα ή δύο για να καλμάρει η πείνα μας που από τις 7 το πρωί γινότανε 2 και μισή για να την χορτάσουμε.
Επόμενη στάση το Παγκύπριο Λύκειο δίπλα στο νοσοκομείο. Εδώ επιβιβάζονταν και οι μαθητές της Αμερικανικής Ακαδημίας, φυσικά αν είχαν εφτάωρο θα τους περιμέναμε για λίγο. Μετά στο δέντρο της Μητρόπολης για να πιάσουμε όσους πήγαινα στην Τεχνική σχολή και ακολούθως στην Δροσιά για να επιβιβαστεί η κυρία Παναγιωτού μάνα του ήρωα Μιχαλάκη Παρίδη, ακριβώς στο σημείο που την κατεβάζαμε το πρωί βαρυφορτωμένη με τσάντες «κανίσια» για να επισκεφτεί την κόρη της. Στην συνέχεια προς το Γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου να μπουν και οι τελευταίοι μαθητές.
Μέσα στο λεωφορείο υπήρχε μια άτυπη αλλά σεβαστή εθιμοτυπία για τις θέσεις, Οι μαθήτριες πάντα εισέρχονταν από την πόρτα δίπλα στον συνοδηγό και καθόντουσαν η μια διπλά από την άλλη στις δύο μπροστινές παράλληλες μαξιλάρες που έφτανα από παράθυρο σε παράθυρο. Από την πίσω πόρτα στα αριστερά μπαίνανε οι άρρενες μαθητές με θέση στην πίσω μαξιλάρα, και στις δύο πλευρικές. Στις μονές που βρίσκονταν στο μέσο προτεραιότητα είχαν οι ενήλικες επιβάτες. Στριμωγμένοι σαν σαρδέλες σε κουτί με συρόμενα παράθυρα να μην κλείνουν ποτέ καλά. Δεν λέω ότι ζεσταινόμαστε τον χειμώνα χωρίς θέρμανση αλλά τα πόδια μας σίγουρα πάγωναν από τον κρύο αέρα που εισερχόταν από τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος.
Στις καμάρες κατεβάζαμε τις Σαρμαλλούες κόρες του Σαρμαλλή που χρησιμοποιούσαν το λεωφορείο μας για το σχολείο. Πέρναμε τον δρόμο προς του Κρασά και το γερασμένο πέτ-φορτ επιτέλους ανάπτυσσέ ταχύτητα προς την Αναφωτία μέσω Αλεθρικού. Στο Αλεθρικό επίσης κατεβάζαμε μαθητές που προτιμούσαν τα δικά μας λεωφορεία για δικούς τους λόγους.
Ένας από τους πιο σταθερούς ηλικιωμένους επιβάτες που είχαμε ανάμεσα μας ήταν ο Δημήτρης Αντωνίου, ο γνωστός σε όλους «Μήτσιος». Ο Μήτσιος ήταν ένας γραφικός άνθρωπος με γραμμικό μουστάκι και γκρίζα μαλιά, πολύ αγαπητός στους συγχωριανούς του και ιδιαίτερα στους νεαρούς. Ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «ο ανηψιός» πιθανό γιατί περίπου όλους τους αποκαλούσε έτσι. Παρόλο που η ζωή του πέρασε χίλια μύρια κύματα και φουρτούνες πάντα διατηρούσε το χιούμορ και το χαμόγελο του. Ταπεινός φιλικός και πάντοτε ευγενικός . Αν και είχε χάσει ένα γιό του σε δυστύχημα και έζησε δυσάρεστες καταστάσεις προσπαθούσε με αξιοπρέπεια δυναμικά στην βιοπάλη ως εργάτης, λαικός τεχνίτης και ποιητής. Για πολλά χρόνια έπαιρνε το πρώτο βραβείο στα «τσιαττίσματα» στην πανήγυρη του Κατακλυσμού. Ζούσε μόνος όταν τον γνώρισα σε ένα τεράστιο σπίτι μετά από τον χωρισμό του, αφού τα παιδιά του μεγάλωσαν και πήραν τον δρόμο τους
Με τον Μήτσιο καθημερινό σχεδόν συνταξιδιώτη από την Αναφωτία στην Λάρνακα και πίσω, εμείς οι τότε μαθητές τον απολαμβάναμε. Μας έδινε σημασία και εμείς ανταγωνιζόμασταν ποιος θα τον προσπεράσει σε αστεία και πειράγματα.
Το Λεωφορείο σταματούσε στην πλατεία του χωριού και αμέσως τρέχαμε να δώσουμε την πόστα στον Ευστάθιο που ήταν διαχειριστής του Συνεργατικού παντοπωλείου για να διαβάσει δυνατά τα ονόματα που αφορούσαν τον κάθε παραλήπτη. Εμείς συνεχίζαμε τα αστεία με τον Μήτσιο ακόμα και στον δρόμο. Μετά το διάβασμα όποτε βρίσκαμε χρόνο τον συντροφεύαμε στην βεράντα του σπιτιού και μύλου του θείου του, του Κουσκουτή που ήταν διπλά στο δικό του. Εδώ μ΄ ένα σκεπάρνι πελεκούσε τα ξύλα περισσεύματα κατασκευής επίπλων που μάζευε από τα πελεκανιά της Λάρνακας και τα μετέφερε καθημερινά σπίτι του. Άλλωστε η επίσκεψη του στην πόλη ήτανε αυτό που λέμε «με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια». Μέχρι το επόμενο πρωί με τα αποκόμματα των ξύλων έφτιαχνε μινιατούρες αλετράκια σκαλισμένα με λεπτομέρεια, δείγματα αυθεντικής λαϊκής τέχνης. και τα μετέφερνε στην πόλη για να τα πουλήσει. Ήτανε τόσο όμορφα και κομψά, σκέτη λαϊκή καλλιτεχνία που τα ξεπουλούσε με ευκολία και μετά ξαναγύριζε τους πελεκάνους να μαζέψει υλικό για την επόμενη δόση ανακύκλωσης που θα έφτιαχνε το απόγευμα.
Εκεί ακριβώς μπροστά του με τα χέρια στα μαγουλά και γουρλωτά τα μάτια μικροί και περίεργοι ρουφούσαμε όποια ιστορία μας ξεφούρνιζε και τον πιστεύαμε γιατί τον πιστώναμε για την αυθεντικότητα του.
Ο Μήτσιος για μας δεν ήταν απλά φίλος αλλά και προμηθευτής - «ππιριλιών». Για τα Δωδεκάχρονα και δεκατριάχρονα την εποχή μας το καλύτερο παιχνίδι ήταν τα «ππιριλιά» (οι βόλοι). Στις τσέπες μας μέσα πάντα κυκλοφορούσαμε με αυτά. Υπήρχε ένας ανταγωνισμός μεταξύ μας στο ποιος θα αποκτήσει τα περισσότερα τα πιο όμορφα και τα πιο σπάνια.. Όταν συναντιόμαστε όλο και κάποιο καινούργιο απόκτημα θα επιδεικνύαμε στον συνομήλικο μας, Ακόμη και μέσα στο ιερό της εκκλησίας που σφαζόμαστε ποιός θα μπει για να πιάσει τα εξαπτέρυγά αντί για Πάτερ ημών εμείς οι μικροί δείχναμε στον διπλανό τον πολύχρωμο φανταχτερό «κίττο» που μας πούλησε ο Μήτσιος
Το παιχνίδι των «ππιριλιών» (των βόλων) ήταν σκέτη μαγεία και πολύ ενδιαφέρον. Στήναμε τα «“ππιριλιά”» σε γραμμή κάτω στο χώμα. Ρίχναμε από απόσταση το κάπως μεγαλύτερο που ονομάζαμε «κίττο» και όταν τα κτυπούσε σκόρπιζαν πέρα δώθε. Στην συνέχεια γονατούσαμε και με δύο δάκτυλα κτυπούσαμε τον «κίττο» προς κάποιο βόλο. Αν τον «κουτσιούσαμε» (δηλαδή τον πετυχαίναμε) όπως λέγαμε που προήλθε ίσως από το αγγλικό good shot, τότε ο βόλος ήταν απόκτημα μας και ο άλλος παίκτης τον έχανε. Έτσι λοιπόν οι καλοί παίκτες είχαν πολλά «“ππιριλιά”». Οι αδέξιοι συνεχώς αγόραζαν από τον Μήτσιο.
Ο Μήτσιος όμως ακρίβωσε τα “ππιριλιά” του και μας δυσαρέστησε. Ψάχναμε να βρούμε ευκαιρία να του την φέρουμε δηλαδή να τον εκδικηθούμε
Μια μέρα λοιπόν που καθόμαστε γύρο του μας λέει ότι μια κυράτσα στην Λάρνακα του ζήτησε να της πουλήσει ωραία μεγάλα σύκα. Αμέσως ανταποκριθήκαμε να του τα φέρουμε και να μας πληρώσει με τόσα «“ππιριλιά”». Δέκτηκε και η συμφωνία έκλεισε.
Παίρνουμε το κατήφορο και πάμε στο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς» που βρισκόταν μια συκιά με μεγάλα μαύρα σύκα αλλά όχι αρκετά για να γεμίσει ένα κιβώτιο. Προσέξαμε δίπλα στο κυπαρίσσι ο Αντώνης Μιχαήλ (Ττάππος) ο οποίος έκανε κοντραμπάντα με γαιδάρους είχε μερικούς δεμένους στο διπλανό χωράφι. Και τότε μας ήρθε η έμπνευση. Πάμε κοντά τους και μαζεύουμε μεγάλα μαύρα απορρίμματα των γαϊδουριών αντί για σύκα και γεμίζουμε σχεδόν το κασόνι. Βάζουμε και το πάνω επίπεδο με τα πιο μεγάλα και όμορφα σύκα και πάμε στον φίλο μας. Αυτός τα βλέπει, εντυπωσιάζετε και μας δίνει τα “ππιριλιά” ως αντίτιμο.
Την άλλη μέρα, μέσα στο λεωφορείο, κουνώντας το χέρι και γελώντας όπως μόνο αυτός ήξερε, μας λέει:
«Τώρα, τώρα...» «Εννά σας σάσω...»
Δεν ξέρουμε αν τελικά το είπε σοβαρά ή για να μας τιμωρήσει με άλλη αύξηση στα "ππυριλιά". Ξέρουμε μόνο πως εκείνη τη μέρα που προβήκαμε σε αυτή την γελοία πράξη, εκτός από “ππιριλιά”, είχαμε αποκτήσει κι ένα μικρό μυστικό — απ’ αυτά που κρατάς για μια ζωή, γιατί μέσα τους χωράει ολόκληρη η παιδική αθώα σου ηλικία.
Πέρασαν 23 χρόνια και η πορεία μου από μετανάστης με έφερε ακριβώς απέναντι από την πρώτη στάση του λεωφορείου να φτιάχνω καφέδες. Όλα άλλαξαν ακόμα και το Λεωφορείο της Αναφωτίας έγινε πολυτελείας αλλά τώρα ‘έπαιρνε μόνο μαθητές και όχι π.χ. τριφύλλια και άλλα. Σχεδόν όλοι έχαν το δικό τους αυτοκίνητο. Ο Μήτσιος γέρος πια, σαν κουρδισμένο ρομπότ, ακόμα συνέχιζε αυτό που ήξερε να κάνει καλά για να έχει η ζωή του ουσία και η τσέπη του μερίδιο στο χρήμα. Αλλά τώρα η διαδρομή του άλλαξε και δεν ήταν από τον Άγιο Λάζαρο προς της Φοινικούδες αλλά από τον σταθμό των λεωφορείων της ανατολικής επαρχίας της Λάρνακας κατάληγε στου Αγίου Λαζάρου σχεδόν κάθε μέρα. Ο λόγος ήταν ότι παντρεύτηκε για τρίτη φορά στο Αυγόρου και ζούσε εκεί στην ίδια ρουτίνα. Έμπαινε στο καφέ με τα καλλιτεχνήματα του χαμογελαστός όπως πάντα, καθότανε να ξεκουραστεί για λίγο, να δει και κανένα συγχωριανό, να πουλήσει σε καμιάς τουρίστρια ένα αλετράκι και να τον κεράσω καφέ.
Πάντα μου θύμιζε γελώντας
«Ρε ανηψιές δεν ξεχνώ το τι μου κάνατε και θα σας ξεπληρώσω μια μέρα που θα μου πάτε;
«Και αυτή η συνεχιζόμενη υπενθύμιση ακουγότανε καλλιτεχνικά στα αυτιά μας. Όπως ένα αλετράκι του Μήτσιου.»
Γιωργος Καραγιώργης
12 Απριλίου 2025
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment