ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

31 October 2009

Μοναξιά


Πάλι με ζώνεις μοναξιά
Μέσα μ’ απλώνεις ερημιά
Μόνος με μένα νε μιλώ
Με κάνεις να παραμιλώ
μέσα μου να ψιθυρίζω
Την ζωή να σεργιανίζω
Σκέψεις μου φέρνεις στο μυαλό
Βάσανο σε αποκαλώ
Πώς να σε πνίξω απορώ
Ένας να μένω δεν μπορώ
να έχω θέλω συντροφιά
να’χει η μέρα μ΄ ομορφιά
Να’χω παρέα συνεχώς
Ποτέ μη μένω μοναχός
Μ’ αν θέλω να ησυχάσω
Κοντά να’σε μην σαι χάσω

Θουκής 31/10/09 αφιερωμένο στις μοναχικές ψυχές

27 October 2009

Την κάρτα μου την έχασα


Την κάρτα μου την έχασα
Που πήα στην Ζυρίχη
Κάπου εν να την ξέχασα
Χαράς την έτσι τύχη

Στο φεστιβάλ το είπαμε
Σίουρα μου την πήρα
Π'εγιώ τζι’ ο Τσίπας ήπιαμε
Ένα βαρέλι μπύρα

Θα πάρω τον μπαπάκι μου
Για να μου βκάλει άλλη
Πονά το κεφαλάκι μου
Απ’ την μεγάλη ζάλη

Εν τζιαιν η πρώτη η φορά
Που χάνω πράματα μου
Πρέπει να αλλάξω 'γιώ τωρά
Να φέρω τα μυαλά μου

Τζ’ έμεινα γιώ χωρίς λεφτά
Μέσα εις την Αγγλία
έσσιει τωρά μέρες εφτά
Η πόστα απεργία






Θουκής 27/10/09

21 October 2009

Παρκάρισμα , ογδονταπέντε λίρες


Ο κόσμος ποιόν εχάλασε , τζιαι το γνωρίζουν όλοι
Αφού υπάρχουν άγγελοι , υπάρχουν τζιαι δκιαόλοι
Εν εν καχόλου δύσκολο , να σε επισκεφτούσιν
Σαν αστραπή παρκάρουσιν , γράφουν τζ’ούτε ρωτούσιν
Βάλλουν λαπόρτο στο γυαλί , οι μαύροι σατανάες
μ' ακούουν πόθεν βκήκασιν , τζι'ακούουν τζι’ οι μανάες
Ήτουν κοντά μεσάνυκτα , τζι’ είπουν για να παρκάρω
Μπροστά που το κατάστημα , ποσκούπια να πάρω
σε δέκα δευτερόλεπτα , επλάστηκε να γράψει
πως πάρκαρα παράνομα , λαμπρό που να τον κάψει
Την ράτσα του τον καπηλέ , σ’ ενα έρημο δρόμο
Επλάστηκε στα σκοτεινά , να εφαρμόσει νόμο
Α! που να πα στ’ ανάθεμα , τζιαι να τον φάσιν φτύρες
Ένα λεπτό παρκάρισμα , Ογδονταπέντε λίρες
Θουκής 21/10/09

17 October 2009

Κάνε μια νέα αρχή

Φίλε μου χρόνια να σε δω
Όσ'άκουσες πέρασες κι' ειδές
φήκαν στο πρόσωπο ρυτίδες
κι'η πίκρα σ ‘φερε εδώ


Δείχνεις πόσα 'χεις τραβήξει
Στα δικαστήρια θαμώνας
Σαν κλέφτης σαν απατεώνας
κεί που μοίρα σ’έχει ρίξει


Μου λες σου φέρθηκαν σκληρά
Ποτέ αγάπη δεν σου δείξαν
Γυναίκα και παιδιά σε ρίξαν
άχρηστον μέσα στην πυρά


Το μίσος πιά κυριαρχεί
Βάλε το παρελθόν στο πλάι
Γρήγορα η ζωή περνάει
Κάνε μία νέα αρχή



Οποιαδήποτε σχέση με αληθινή ιστορία είναι εντελώς τυχαία
Θουκής 18/10/2009

4 October 2009

Εν φήκαν καμπανάρι.


Φάττσισεν το τηλέφωνο , τζι’ ειπούν να απαντήσω
Κάλιο να τόχα μυριστεί , τζι’ αμέσως να το σβήσω

-Έλα λαλεί μου ο Παντελής , είμαι που την Σκαρίνου
Βαστώ κινέζους μια κοπή , τζιαι πάω προς Κοφίνου

-Επιθυμώ να είμαστε , εξηγημένοι φίλοι
Αφού μου ζητήσαν να δουν , πρωτή φορά σταφύλι

-Τζι’ είπουν να ρέξω που τζιαμέ , τ’ αμπέλι σου να δούσιν
Πριχού πάσιν στην χώρα τους , να το φκαριστηχούσιν.

Αντράπικα ο λειψιμιός , σσιεϊτανιά που νάχω
λαλώ του φέρτους άσκεφτα , ήντα που τουν να πάχω

Σαν συνεργείο τρυγισμού , που ξέρει τα τταράφκια
Έναν τριάντα πλάσματα , με τα σσιηστά τους μάδκια

κατέβηκαν τζι’ απλώσασιν , μέσα εις το αμπέλι
όπως που νάταν σπίτι τους , χίττσιν να μεν τους μέλλει

Τζι’ εδώκαν μέσα σαν πελλοί , τζιαι στην δική τους γλώσσαν
Ετρώασιν , εκόφκασιν , τζιαι τσιάντες εγεμώσαν

Άκκανα γιώ που πάνω μου, έχασα βάρος μίλλα
Στο άψε σβήσε κάμαντες , κουζούλες με τα φύλλα

Στον όχτον έχω μια συττζιά , πούσιεν τζιαι λία σύκα
Τζιαι τζείνα μυριστήκαν τα , τίποτε εν αφήκα

Τζιαμέ που ελοάρκαζα , τωρά να το πουλήσω
Ένα πενήντα το κιλό , τα χρέη να ξοφλήσω

Λαλεί μου τζι΄ ένας χωρκανός Σταυρή μου να προσέξεις
Γιατί του Γιάννη του Μηνά , σίουρα να του ρέξεις

Ήντα καϊσσι έπαχα , τζιαι έχω το τζιαι καμάρι
Κανίσσιη για τους φίλους μου , εν φήκαν καμπανάρι.


Θουκή 03/10/2009