Ζωντάνεψεν η γειτονιά, δείλης Σαββάτου μέρα
Πο΄ Χάρης τζιαι η ʼΑννα μας , Αγγελικήν εφέραν
Επήασιν τζιαι ΄πειάσαν την, που το γεροκομείο
Γιατί παραπονέθηκε, πως εν τρελλοκομείο
Βουρήσαν οι γειτόνισσες , με το φαί στο κάζι
Ούλλες να βοηθήσουσιν , μα τζιαι να κάμουν χάζι
Πρόβλημα επροέκυψε , πως να την ξεφορτώσουν
Μα ΄φέραν φόρκλιφ ειδικό , να μεν την τσαφαλλώσουν
Βουρά πρώτη η Αντωνού, τζιαι πίσω η Τασούλλα
Ήρτεν ευτύς τζι΄ η Ολυμπού , πον΄ ειδική σε ούλλα
Φωνάξασιν τζιαι της Κουκλούς , για να εκφέρει γνώμη
Αν δεν τους εσυμβούλευκε, θα συζητούσαν ΄κομη
Να καταγράψει την σκηνή, έφτασε τζι΄η Αντζέλλα
Ετράβαν τους το βίτεο , τζι΄εθώρεν τους τζιαι γέλαν
Με το μπαστούνι τζι΄ η Σαββού, να την παριορίσει
Τζι΄ είπε τους πόν να συφταστεί, που εν να κατουρήσει;
Τζιαι τότες επροέκυψε , πρόβλημα τζιαι μαράζιν
Γιατ΄ήτουν ο απόπατος , μες την αυλή στ΄ αγιάζιν
Την λύση με ΄να κινητό , την ήβρεν ο Νικόλας
Που΄ταν της μακαρίτισσας, τζιαι ΄φερεν τους το τζιόλας
Ούλλοι φέραν που κάτι τις , ένας πανιά ΄λλος γάλαν
Να ζήσει η γερόντισσα , έσσώ της τζι΄ όϊ Σκάλαν
Στο περιβάλλον πο ΄μαθεν , τον γέρον να τον φήσεις
Μεν τον πετάξεις ΄φρόντισ΄τον, σεντούτζι μεν τον κλείσεις
Θουκής 27 Μαρτίου 2011
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ
WELCOME AND EΝJOY
WELCOME AND EΝJOY
28 March 2011
25 March 2011
Μαρία Καραγιώρκη
Μιάν ιστορία θα σας πώ , του σιηλιαεφτακόσια
Που΄τουν ππαράς λίρες χρυσές, μπακκίρες με τά γρόσια
Σε ένα χωρκόν *Καλό Χωρκόν , παντρεύτηκε τζιαι πήεν
Η κόρη του Καραγιώρκη , μ΄ απόγονους εν΄ είεν
Καλώτατος τζι ο άντρας της , πασίγνωστος στα μέρη
Π΄ούλλα τα προϊόντα του , τ΄ Άγά ΄τουν να προσφέρει
Με τούτο το αντρόϊνο , όπως μου είπαν τζι΄άλλοι
Ο *μουσαφίρης της Τουρτζιάς, είσσιεν μια σχέση άλλη
Μπαινόβκαινε στο σπίτι τους, τζι΄ είχαν τον σαν αφέντη
Πάντα εδιασκέδαζαν , μαζί του ΄κάμνα γλέντι
Ούλλα περνούσα΄ν όμορφα ,ως που ΄ρτεν το φιρμάνι
Τζι΄ ήτουν που τον Μεχμέτ Πασσιά, προς τον Αγάν Χασάνη
Του έγραφεν ξεκάχαρα , χωρίς πολλυλογία
Τα έσοδα εν λειψημιά , που την φορολογία
Τζι΄ επείγον ότι έπρεπε , να μεν καθυστερήσει
Στην Πόλη ίσια να βρεχεί, να τους το εξηγήσει
Φοϊτσιασμένος σκεφτικός, επήεν στην Μαρία
Γιατ΄η κελλεέ του θα ΄φταιέν , για τούντην φασαρία
Έκατσε τζιαι μολόησε , τζιαι είπεν της τα ούλλα
Τζιαι τζείνης εμπιστεύτηκεν , τους φόρους μια σακκούλλα
Έπιαεν στράτα μονομιάς , να πάει στο λιμάνι
Τζιαι δέκα χρόνια πέρασαν, τζιαι πίσω εν εφάνει
Σαν μια γεναίκα τίμια , πο΄ν΄ έθελε να κλέψει
Επήεν τζι ήβρεν τον παπά , για να την συμβουλέψει
Τζι΄ είπεν της ότι για λεφτά , εν πρέπει να αμαρτήσει
Τζι΄ εισήγηση της έδωσε , τρεις εκκλησιές να κτίσει
Τα λόγια του σεβάστηκε , τζιαι ΄καμε μιάλο τάμα
Τζιαι στάθηκε ποπανωδκιό , ως που τζιαι ΄μπήν καμπάνα
Την μια εις την Αναφωθκιά ,που ΄ταν το πατρικόν της
Την άλλην εις τον Μαζωτόν , που πήαινε στον θκιόν της
Τζι΄ η τρίτη απαράλλακτη , με πέτρα σκαλισμένη
Στον Άγιο Θεόδωρο , με μαστορκά κτισμένη
Όσα ριάλια έμειναν , έξερεν εν τα ρίζει
Εις στο Κουρούσιη τά΄φησε , για να την μακαρίζει
Εν ιστορί΄ αληθινή, σ΄όποιον την εκτιμήσει
Που μου ΄πεν ο Παπάγιωρκης, πριχού αποδημήσει
1. *Λάρνακας
2.*φιλοξενούμενος
ΟΣΟΙ ΘΕΛΕΤΕ ΟΛΗΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΤΙΑΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ ΜΕΤΑ ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΔΩ
Γεώργιος Καραγιώργης 25 Μαρτίου 2011
22 March 2011
Ο Μήτσιος
Πιάνουσιν που τες βούτσιες της, μέλι τζιαι κουβαλούσιν
2. Όπως την Αίτνα που τζιηλά, η λάβα σαν καμίνι
Έτσι το γαίμα μου χογλά , άμα βρεθώ με τζιείνην
3. Όσους γιατρούς έσιει η γή ,ούλλους αν τους συνάξουν
Εν μου γιανίσκουν την πληγή, τζιείνης αν μεν φωνάξουν
4. Είσαι αντίκα πρωτινή, με πέτρα θκιαμαντένη
Τζι΄ερκουνται τζιαι θαυμάζουσε , τζιαι τόπατζιοι τζιαι ξένοι
5. Το όμορφο σου το κορμίν
εν μυρισμένο γιασουμίν
π΄άννοίει το ξεφώτιν
τζιαι την ψυσιήν μου να μου πείς
ζήτα την μεν με αντραπείς
γιαλλόου σου διώ την
6. Ένας σεισμός εις το Περού, είπασιν πως εγίνην
Εν τ΄αναστέναγμα μ΄ο μέν , παφής αγκρίστην τζiείνη
7. Ηά μ΄έχουσιν πάς το λαμπρόν , τζιαι ζωντανός να παίρνω
Ως πόν τα σιείλη μου γερά, εν να την συναφέρνω
8. Τζιείν το φιλί που μούδωκες, να πούν να το ζυάσουν
Ζύιθκια καντάρκα ΄να κοπουν , πιλάτζες εν να σπάσουν
9. Τα στήθη μου να σιήσουσιν, το γαίμα μου να τρέξει
Το όνομα της εν να γραφτεί , να μεν λείπει μια λέξη
10. Νύκτα πισσούριν σκοτεινά
που δαχαμέ να ρέξει
Κάθε παθκιάν πον να περνά
ο τόπος εν να φέξει
11. Είσαι μια βρύση που νερό ,ποτζιείνες πον θολώνουν
Τζιαι τα πουλιά θκιού σου γυρόν , πίνουσιν τζιαι μερώνουν
12. Όσο γρουσάφιν έσιει η γή , θκιαμάντιν τζιαι ασήμιν
Νάρτουν να μου το φέρουσιν , εν τη αρνιούμαι τζιείνην
13. Μ΄ ένα φιλίν της ημπορώ , τρείς αστοσιές να ζήσω
Μήτε φαίν μήτε νερό , να μεν σας ηζητήσω
14. Ήρτεν στην Σκάλα σήμερα , τζι΄ έφκην να παρπατήσει
Τζι΄ έγυρεν κάθε φοινιτζιά , πάνω της για να τζίσει
15. Έσβησεν η ηλεκτρική , μια νύκτα στην Δειτζέλεια
Τζι΄επείεν τζιείνη τζιέφεγγεν , χωρίς στύλλους τζιαι ττέλια
16. Το φως μου τέλεια να χαθεί , χωρίς να πασπατέψω
Μες τούν τον κόσμο να σταθεί, τζιείνης εν να κοντέψω
17. Όπως το κλάμα του πουλιού ,το ταίρι του που χάνει
Τα σωτικά μου έτσι λοούν , που δεν μου συντηχάνει
18. Στην πόρτα της να στέκεται τζιαι να μου πεί , ελά ΄σσω
Τζιείνη φιλίν τζι΄ έγιώ ψυσιήν, να δέχεται άλλάσω
19. Όπως τ΄ αρνί που λαχταρά , την ώρα που το σφάζουν
Έτσι τζι΄εγιώ ΄να λαχταρώ, αλλού άμα σε τάζουν
20. Για να μου που οι βούτσιες σου, ψατζιή πως έχουν πάνω
Άμα δεκτείς φιλώ σου τες . τζι΄ας γύρω να πεχάνω
21. Πάνω στο ξυλοκρέβατο , στον τάφο να με παίρνουν
Τα σιείλη μου τα νεκρικά, εν να σε συναφέρνουν
Από την πλούσια ποιητική συλλογή του λαϊκού ποιητή Δημήτρη Αντώνη Κωνσταντή (Μήτσιου ) Ο Δημήτρης Αντώνη Κωνσταντή (Μήτσιος ) γεννήθηκε στην Αναφωτία Λάρνακας το 1/121923 ασκούσε το επάγγελμα του λαϊκού τεχνίτη και έγραφε λαϊκή ποίηση . Λάμβανε τακτικά μέρος σε διαγωνισμούς και πολλά ποιήματα του έχουν βραβευτεί. Ως φόρο τιμής και μνήμης φιλοξενώ στο blog μου βραβευμένα δίστιχα του
George karageorgis 23/3/2011
11 March 2011
Δεν είν΄ ο έρωτας τρελλός
τώρα έχει πτυχίο
έπαψεν να΄ναι πια τυφλός
να ξύνει το λαχείο
Το βέλος του προσεκτικά
στοχεύει να καρφώσει
μ΄ άριστα μαθηματικά
τι παίρνει τι θα δώσει
Δεσμοί σκέτοι λογαριασμοί
και αίσθημα απάτη
Να ΄χα και΄ γω κάποια λεφτά
και ανοικτό αμάξι
περιουσία και τ΄ αυτά
να΄μουνα συν στην πράξη
Να΄χα και μια καλή δουλειά
κι΄ ο κόσμος να το ξέρει
θα μ ΄έντυνες με τα φιλιά
θα ΄χα εσένα ταίρι
έπαψεν να΄ναι πια τυφλός
να ξύνει το λαχείο
Το βέλος του προσεκτικά
στοχεύει να καρφώσει
μ΄ άριστα μαθηματικά
τι παίρνει τι θα δώσει
Δεσμοί σκέτοι λογαριασμοί
και λογιστής αγάπη
συμφέρον όλοι οι θεσμοίκαι αίσθημα απάτη
και ανοικτό αμάξι
περιουσία και τ΄ αυτά
να΄μουνα συν στην πράξη
Να΄χα και μια καλή δουλειά
κι΄ ο κόσμος να το ξέρει
θα μ ΄έντυνες με τα φιλιά
θα ΄χα εσένα ταίρι
Θουκής 11 Μαρτίου 2011
7 March 2011
Θυμήθηκεν αρκοελιάν
Ήτουν Δευτέρα καθαρά , τζι΄ είπαν πέντε κοπέλια
Εις τες *λακκούφες για να παν , τζιαι να ΄βρούσιν αγρέλια
Έτσι όπως περπάτησαν, χαζίρι ΄ναν *προστάθιν
Ο ένας που΄ταν ειδικός, αμέσως κοντοστάθην
Επήεν ο νους του στα παλιά , πίσω για πέντε ράτσες
Θυμήθηκεν αρκοελιάν ,
Που΄σσιεν που κάτω αγρελιάν
Τζι΄ έκοφκεν δέκα μάτσες
Τζιαι ούλλοι τους εππέσασιν , πουταπισόν του Σταύρου
Τζι΄ αρκίνεψαν το ψάξιμο , τούντην ελιά για να΄βρουν
Μπορεί να τζείνη κατωδκιόν , ίσως τζιαι ναν΄ η άλλη
Φκάλαν μια γλώσσα πιθαμή, τζι΄η κούραση τους μιάλη
Περπάτησαν χωρίς παμόν, σε όχτους τζιαι λαγκάθκια
Σαν να τζιαι ψάχναν θησαυρό
Ένα *λασάνι καθαρό
Χωρίς κλαθκιά τζι΄αγκάθκια
Περνούσαν δίπλα π΄αγρελιές , τζι΄εν δκιούσαν σημμασία
Γιατί τες μάτσες της ελιάς , βάλαν στην φαντασία
Που το πολλύν περπάτημα, τους πόνεσεν η κόξα
Τζιαι στο χωρκόν εστράφησαν, τζιαι τίποτ΄ εν εκόψαν
*Προστάθι = 3600 τ.π
*λακκούφες = ονομασία περιοχής
*λασάνι= δύο τετραγωνικά μέτρα με χορτικά
Θουκής 7 Μαρτίου 2011
Συγχώρα τους
Τζι΄ έβριξες τζιαι κατάπιες τα , μα μέσα έτζισε σου
Μεν απαντάς τα ίδια, στους ζωντανούς καρκίνους
Συγχώρα τους τζι΄αγνάα τους ,να μεν γίνεις σαν τζείνους
Θουκής 5/3/2011
Ένα εγιώ εν να σου πω , τζιαι λάβε το υπόψη
Βάλε να ΄κούει το ' να σου ,τζιαι τ΄άλλο να τα δκιώξει
Άμαν ο νούς εν λειψημιός , τα λόγια εν φαρμάτζι
Κατζιάρα είναι η καρκιά, τζι΄η γλώσσα ένα κουρπάτζι
Που μαστιγώνει τες ψυσιές , να βρίξουν να πονήσουν
Τζιαι να γεμώνουσιν πληγές , που δύσκολα θα σβήσουν
Γι΄ αυτόν αν ψάχνεις λογική , τον εαυτό ζορίζεις
Που πλάσματα φακκόλοα , πρέπει να πογυρίζειςΜεν απαντάς τα ίδια, στους ζωντανούς καρκίνους
Συγχώρα τους τζι΄αγνάα τους ,να μεν γίνεις σαν τζείνους
Θουκής 5/3/2011
Νεκατσιώ με
Σ΄ άλλο πλανήτη μακριά, πάρε με να μ΄ αφήσεις
Γιατί στον κόσμο προκαλώ, την απειλή , τον τρόμο
Θωρού με πουρίζουν με , τζιαι πιάνουν άλλο δρόμο
Νομίζουν είμαι εκπομπή , μ΄ αντινακτές πατάτες
Αν αναφέρω τίποτε, λαλούν μου εφαάτες
Ένας στον άλλον ψιουψιουρά , άμπας τζιαι ππέσει θύμα
Να γλέπετε να σσιέπετε , να μεν του γράψω πoίμα
Αρκέψαν τζιαι ΄ποφεύκουν με, σαν να΄μαι κόλασή τους
Γνωστοί μου φίλοι, συγγενείς , με τρέμει η ψυσσιή τους
Θέλουν να με φιμώσουσιν , τα σιέρκα να μου δείσουν
Να μεν μπορώ να εκφραστώ, την σκέψη να μου σβήσουν
Τα νέα τζιαι τα΄πίκαιρα , να μεν ξανασυντάξω
Την έμμετρη την κριτική , που μένα να πετάξω
Τες χειροπέδες βάρμουτες , αμέσως αστυνόμε
Αφού ούλλοι φοούνται μαι , τζιαι γιώνι νεκατσιώ με
Subscribe to:
Posts (Atom)