ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

28 March 2011

Σεντούτζι μεν τον κλείσεις

Ζωντάνεψεν η γειτονιά, δείλης Σαββάτου μέρα
Πο΄ Χάρης τζιαι η ʼΑννα μας , Αγγελικήν εφέραν
Επήασιν τζιαι ΄πειάσαν την, που το γεροκομείο
Γιατί παραπονέθηκε, πως εν τρελλοκομείο
Βουρήσαν οι γειτόνισσες , με το φαί στο κάζι
Ούλλες να βοηθήσουσιν , μα τζιαι να κάμουν χάζι
Πρόβλημα επροέκυψε , πως να την ξεφορτώσουν
Μα ΄φέραν φόρκλιφ ειδικό , να μεν την τσαφαλλώσουν
Βουρά πρώτη η Αντωνού, τζιαι πίσω η Τασούλλα
Ήρτεν ευτύς τζι΄ η Ολυμπού , πον΄ ειδική σε ούλλα
Φωνάξασιν τζιαι της Κουκλούς , για να εκφέρει γνώμη
Αν δεν τους εσυμβούλευκε, θα συζητούσαν ΄κομη
Να καταγράψει την σκηνή, έφτασε τζι΄η  Αντζέλλα
Ετράβαν τους το βίτεο , τζι΄εθώρεν τους τζιαι γέλαν
Με το μπαστούνι τζι΄ η Σαββού, να την παριορίσει
Τζι΄ είπε τους πόν να συφταστεί, που εν να κατουρήσει;
Τζιαι τότες επροέκυψε , πρόβλημα τζιαι μαράζιν
Γιατ΄ήτουν ο απόπατος , μες την αυλή στ΄ αγιάζιν
Την λύση με ΄να κινητό , την ήβρεν ο Νικόλας
Που΄ταν της μακαρίτισσας, τζιαι ΄φερεν τους το τζιόλας
Ούλλοι φέραν που κάτι τις , ένας πανιά ΄λλος γάλαν
Να ζήσει η γερόντισσα , έσσώ της τζι΄ όϊ Σκάλαν
Στο περιβάλλον πο ΄μαθεν , τον γέρον να τον φήσεις
Μεν τον πετάξεις ΄φρόντισ΄τον, σεντούτζι μεν τον κλείσεις

Θουκής 27 Μαρτίου 2011

25 March 2011

Μαρία Καραγιώρκη

Μιάν ιστορία θα σας πώ , του σιηλιαεφτακόσια
Που΄τουν ππαράς λίρες χρυσές, μπακκίρες με τά γρόσια
Σε ένα χωρκόν *Καλό Χωρκόν , παντρεύτηκε τζιαι πήεν
Η κόρη του Καραγιώρκη , μ΄ απόγονους εν΄ είεν
Καλώτατος τζι ο άντρας της , πασίγνωστος στα μέρη
Π΄ούλλα τα προϊόντα του , τ΄ Άγά ΄τουν να προσφέρει
Με τούτο το αντρόϊνο , όπως μου είπαν τζι΄άλλοι
Ο *μουσαφίρης της Τουρτζιάς, είσσιεν μια σχέση άλλη
Μπαινόβκαινε στο σπίτι τους, τζι΄ είχαν τον σαν αφέντη
Πάντα εδιασκέδαζαν , μαζί του ΄κάμνα γλέντι
Ούλλα περνούσα΄ν  όμορφα ,ως που ΄ρτεν το φιρμάνι
Τζι΄ ήτουν που τον Μεχμέτ Πασσιά, προς τον Αγάν Χασάνη
Του έγραφεν ξεκάχαρα , χωρίς πολλυλογία
Τα έσοδα εν λειψημιά , που την φορολογία
Τζι΄ επείγον ότι έπρεπε , να μεν καθυστερήσει
Στην Πόλη ίσια να βρεχεί, να τους το εξηγήσει
Φοϊτσιασμένος σκεφτικός, επήεν στην Μαρία
Γιατ΄η κελλεέ του θα ΄φταιέν , για τούντην φασαρία
Έκατσε τζιαι μολόησε , τζιαι είπεν της τα ούλλα
Τζιαι τζείνης εμπιστεύτηκεν , τους φόρους μια σακκούλλα
Έπιαεν στράτα μονομιάς , να πάει στο λιμάνι
Τζιαι δέκα χρόνια πέρασαν, τζιαι πίσω εν εφάνει
Σαν μια γεναίκα τίμια , πο΄ν΄ έθελε να κλέψει
Επήεν τζι ήβρεν τον παπά , για να την συμβουλέψει
Τζι΄ είπεν της ότι για λεφτά , εν πρέπει να αμαρτήσει
Τζι΄ εισήγηση της έδωσε , τρεις εκκλησιές να κτίσει
Τα λόγια του σεβάστηκε , τζιαι ΄καμε μιάλο τάμα
Τζιαι στάθηκε ποπανωδκιό , ως που τζιαι ΄μπήν καμπάνα
Την μια εις την Αναφωθκιά ,που ΄ταν το πατρικόν της
Την άλλην εις τον Μαζωτόν , που πήαινε στον θκιόν της
Τζι΄ η τρίτη απαράλλακτη , με πέτρα σκαλισμένη
Στον Άγιο Θεόδωρο , με μαστορκά κτισμένη
Όσα ριάλια έμειναν , έξερεν εν τα ρίζει
Εις στο Κουρούσιη τά΄φησε , για να την μακαρίζει

Εν ιστορί΄ αληθινή, σ΄όποιον την εκτιμήσει
Που μου ΄πεν ο Παπάγιωρκης, πριχού αποδημήσει

1. *Λάρνακας
2.*φιλοξενούμενος




ΟΣΟΙ ΘΕΛΕΤΕ ΟΛΗΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΤΙΑΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ ΜΕΤΑ ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ , ΕΔΩ  ΚΑΙ  ΤΕΛΟΣ ΕΔΩ

Γεώργιος Καραγιώργης 25 Μαρτίου 2011

22 March 2011

Ο Μήτσιος


1. Στην στράτα της που παρπατά, οι μέλισσες πετούσιν
Πιάνουσιν που τες βούτσιες της, μέλι τζιαι κουβαλούσιν

2. Όπως την Αίτνα που τζιηλά, η λάβα σαν καμίνι
Έτσι το γαίμα μου χογλά , άμα βρεθώ με τζιείνην

3. Όσους γιατρούς έσιει η γή ,ούλλους αν τους συνάξουν
Εν μου γιανίσκουν την πληγή, τζιείνης αν μεν φωνάξουν

4. Είσαι αντίκα πρωτινή, με πέτρα θκιαμαντένη
Τζι΄ερκουνται τζιαι θαυμάζουσε , τζιαι τόπατζιοι τζιαι ξένοι

5. Το όμορφο σου το κορμίν
εν μυρισμένο γιασουμίν
π΄άννοίει το ξεφώτιν
τζιαι την ψυσιήν μου να μου πείς
ζήτα την μεν με αντραπείς
γιαλλόου σου διώ την

6. Ένας σεισμός εις το Περού, είπασιν πως εγίνην
Εν τ΄αναστέναγμα μ΄ο μέν , παφής αγκρίστην τζiείνη

7. Ηά μ΄έχουσιν πάς το λαμπρόν , τζιαι ζωντανός να παίρνω
Ως πόν τα σιείλη μου γερά, εν να την συναφέρνω

8. Τζιείν το φιλί που μούδωκες, να πούν να το ζυάσουν
Ζύιθκια καντάρκα ΄να κοπουν , πιλάτζες εν να σπάσουν

9. Τα στήθη μου να σιήσουσιν, το γαίμα μου να τρέξει
Το όνομα της εν να γραφτεί , να μεν λείπει μια λέξη

10. Νύκτα πισσούριν σκοτεινά
που δαχαμέ να ρέξει
Κάθε παθκιάν πον να περνά
ο τόπος εν να φέξει

11. Είσαι μια βρύση που νερό ,ποτζιείνες πον θολώνουν
Τζιαι τα πουλιά θκιού σου γυρόν , πίνουσιν τζιαι μερώνουν

12. Όσο γρουσάφιν έσιει η γή , θκιαμάντιν τζιαι ασήμιν
Νάρτουν να μου το φέρουσιν , εν τη αρνιούμαι τζιείνην

13. Μ΄ ένα φιλίν της ημπορώ , τρείς αστοσιές να ζήσω
Μήτε φαίν μήτε νερό , να μεν σας ηζητήσω

14. Ήρτεν στην Σκάλα σήμερα , τζι΄ έφκην να παρπατήσει
Τζι΄ έγυρεν κάθε φοινιτζιά , πάνω της για να τζίσει

15. Έσβησεν η ηλεκτρική , μια νύκτα στην Δειτζέλεια
Τζι΄επείεν τζιείνη τζιέφεγγεν , χωρίς στύλλους τζιαι ττέλια

16. Το φως μου τέλεια να χαθεί , χωρίς να πασπατέψω
Μες τούν τον κόσμο να σταθεί, τζιείνης εν να κοντέψω

17. Όπως το κλάμα του πουλιού ,το ταίρι του που χάνει
Τα σωτικά μου έτσι λοούν , που δεν μου συντηχάνει

18. Στην πόρτα της να στέκεται τζιαι να μου πεί , ελά ΄σσω
Τζιείνη φιλίν τζι΄ έγιώ ψυσιήν, να δέχεται άλλάσω

19. Όπως τ΄ αρνί που λαχταρά , την ώρα που το σφάζουν
Έτσι τζι΄εγιώ ΄να λαχταρώ, αλλού άμα σε τάζουν

20. Για να μου που οι βούτσιες σου, ψατζιή πως έχουν πάνω
Άμα δεκτείς φιλώ σου τες . τζι΄ας γύρω να πεχάνω

21. Πάνω στο ξυλοκρέβατο , στον τάφο να με παίρνουν
Τα σιείλη μου τα νεκρικά, εν να σε συναφέρνουν



Από την πλούσια ποιητική συλλογή του λαϊκού ποιητή Δημήτρη Αντώνη Κωνσταντή (Μήτσιου ) Ο Δημήτρης Αντώνη Κωνσταντή (Μήτσιος ) γεννήθηκε στην Αναφωτία Λάρνακας το 1/121923 ασκούσε το επάγγελμα του λαϊκού τεχνίτη και έγραφε λαϊκή ποίηση . Λάμβανε τακτικά μέρος σε διαγωνισμούς και πολλά ποιήματα του έχουν βραβευτεί. Ως φόρο τιμής και μνήμης φιλοξενώ στο blog μου βραβευμένα δίστιχα του

George karageorgis 23/3/2011

11 March 2011

Δεν είν΄ ο έρωτας τρελλός

Δεν είν΄ ο έρωτας τρελλός
τώρα έχει  πτυχίο
έπαψεν να΄ναι πια τυφλός
να ξύνει το λαχείο

Το βέλος του προσεκτικά
στοχεύει να καρφώσει
μ΄ άριστα μαθηματικά
τι παίρνει τι θα δώσει

Δεσμοί σκέτοι λογαριασμοί
και λογιστής αγάπη
συμφέρον όλοι οι θεσμοί
και αίσθημα απάτη

Να ΄χα και΄ γω κάποια λεφτά
και ανοικτό αμάξι
περιουσία και τ΄ αυτά
να΄μουνα συν στην πράξη

Να΄χα και μια καλή δουλειά
κι΄ ο κόσμος να το ξέρει
θα μ ΄έντυνες με τα φιλιά
θα ΄χα εσένα ταίρι

Θουκής 11 Μαρτίου 2011

7 March 2011

Θυμήθηκεν αρκοελιάν



Ήτουν Δευτέρα καθαρά , τζι΄ είπαν πέντε κοπέλια
Εις τες *λακκούφες για να παν , τζιαι να ΄βρούσιν αγρέλια
Έτσι όπως περπάτησαν, χαζίρι ΄ναν *προστάθιν
Ο ένας που΄ταν ειδικός, αμέσως κοντοστάθην

Επήεν ο νους του στα παλιά , πίσω για πέντε ράτσες
Θυμήθηκεν αρκοελιάν ,
Που΄σσιεν που κάτω αγρελιάν
Τζι΄ έκοφκεν δέκα μάτσες

Τζιαι ούλλοι τους εππέσασιν , πουταπισόν του Σταύρου
Τζι΄ αρκίνεψαν το ψάξιμο , τούντην ελιά για να΄βρουν
Μπορεί να τζείνη κατωδκιόν , ίσως τζιαι ναν΄ η άλλη
Φκάλαν μια γλώσσα πιθαμή, τζι΄η κούραση τους μιάλη

Περπάτησαν χωρίς παμόν, σε όχτους τζιαι λαγκάθκια
Σαν να τζιαι ψάχναν θησαυρό
Ένα *λασάνι καθαρό
Χωρίς κλαθκιά τζι΄αγκάθκια

Περνούσαν δίπλα π΄αγρελιές , τζι΄εν δκιούσαν σημμασία
Γιατί τες μάτσες της ελιάς , βάλαν στην φαντασία
Που το πολλύν περπάτημα, τους πόνεσεν η κόξα
Τζιαι στο χωρκόν εστράφησαν, τζιαι τίποτ΄ εν εκόψαν

*Προστάθι = 3600 τ.π
*λακκούφες = ονομασία περιοχής
*λασάνι= δύο τετραγωνικά μέτρα με χορτικά
Θουκής 7 Μαρτίου 2011

Συγχώρα τους

Είπες μου ήντα σούπασιν, τζιαι κακοφάνηκε σου
Τζι΄ έβριξες τζιαι κατάπιες τα , μα μέσα έτζισε σου
Ένα εγιώ εν να σου πω , τζιαι λάβε το υπόψη
Βάλε να ΄κούει το ' να σου ,τζιαι τ΄άλλο να τα δκιώξει
Άμαν ο νούς εν λειψημιός , τα λόγια εν φαρμάτζι
Κατζιάρα είναι η καρκιά, τζι΄η  γλώσσα ένα κουρπάτζι
Που μαστιγώνει τες ψυσιές , να βρίξουν να πονήσουν
Τζιαι να γεμώνουσιν πληγές , που δύσκολα θα σβήσουν
Γι΄ αυτόν αν ψάχνεις λογική , τον εαυτό ζορίζεις
Που πλάσματα φακκόλοα , πρέπει να πογυρίζεις
Μεν απαντάς τα ίδια, στους ζωντανούς καρκίνους
Συγχώρα τους τζι΄αγνάα τους ,να μεν γίνεις σαν τζείνους

Θουκής 5/3/2011

Νεκατσιώ με


Παρακαλώ σε πλάστη μου, εμένα να΄ ξορίσεις
Σ΄ άλλο πλανήτη μακριά, πάρε  με να μ΄ αφήσεις
Γιατί στον κόσμο προκαλώ, την απειλή , τον τρόμο
Θωρού  με πουρίζουν με , τζιαι πιάνουν άλλο δρόμο
Νομίζουν είμαι εκπομπή , μ΄ αντινακτές πατάτες
Αν αναφέρω τίποτε, λαλούν μου εφαάτες
Ένας στον άλλον ψιουψιουρά , άμπας τζιαι ππέσει θύμα
Να γλέπετε να σσιέπετε , να μεν του γράψω πoίμα
Αρκέψαν τζιαι ΄ποφεύκουν με, σαν να΄μαι κόλασή τους
Γνωστοί μου φίλοι,  συγγενείς , με τρέμει η ψυσσιή τους
Θέλουν να με φιμώσουσιν , τα σιέρκα να μου δείσουν
Να μεν μπορώ να εκφραστώ, την σκέψη να μου σβήσουν
Τα νέα τζιαι τα΄πίκαιρα , να μεν ξανασυντάξω
Την έμμετρη την κριτική , που μένα να πετάξω
Τες χειροπέδες βάρμουτες , αμέσως αστυνόμε
Αφού ούλλοι φοούνται μαι , τζιαι γιώνι νεκατσιώ με

Θουκής 5 Μαρτίου 2011