ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

30 September 2010

Η κούππα η άπαννη

Άραγες του ξεφεύκουσιν, για θέλει τζιαι λαλεί τα;
Ο πρόεδρος του άριστα , σήμερα πήρε βήτα

Ίσως να που τα αγγλικά, που τώρα τα μαθαίνει
Τζι΄ έτσι γκάφες ο σύντροφος, συνέχεια παθαίνει

Με τούντη ομιλία του ,τους τα΄ πεν όλα χύμα
Τζι΄ εξίσωσεν μας την Τουρτζιάν,τον θύτη με το θύμα

Φταίσιν είπεν τζι΄οι Έλληνες, το ίδιο τζι΄ οι Τούρτζιοι
Τζι΄ εμείς η κούππα άπαννη, τζιαι πάντοτες τζουνούρκοι

Οι μάνες μας στο παρελθόν ,με τα παιδκιά τα βάλαν
είχαν ευθύνη τζιαι οι δκυό, αφού μαζί εισβάλαν

Ακούουν τον τζιαι σιαίρουνται , τζι΄ οχτροί μας κάμνουν μίλλες
Τζιαι στην Ευρώπη σύντομα , Θα βάλουν τους Αττίλες

Ο Θουκής 30 Σεπτεμβρίου 2010

29 September 2010

Στην φύση του Τροόδους

Την πόρτα πίσω μ΄ έκλεισα,κι΄όλοι βαθειά στον ύπνο
κι΄ούτε που μ΄ ένοιωσε κανείς ,ήταν βαρύ το δείπνο

Το φεγγάρι μόλις΄γνεψε στον ήλιο για ν΄ ανάψει
την μέρα στον ορίζοντα,μας έχει ήδη γράψει

Του Φθινοπώρου πρωινό,στο δάσος περπατάω
το μονοπάτ΄ακολουθώ ,και σιγοτραγουδάω

Τα βήματα μου ρυθμικά, σε ξεραμένα φύλλα
στις αποχρώσεις του καφέ , με σχήματα ποικίλα

Τα λουλουδάκια του βουνού,ορθάνοικτα μυρίζουν
πυκνά του πεύκου τα κλαδιά,χαδευτικά βουίζουν

Της βλάστησης οι μυρωδιές,απλώνονται ως πέρα
πραγματική απόλαυση,του καθαρού αέρα

Η πέρδικα ακούστηκε,πρώτη να κακαρίζει
και το πουλάκι το μικρό,κελάδισμα αρχίζει

Ο κότσυφας ετρόμαξε,πέταξε σαν βολίδα
ένοιωσε ίσως απειλή,μόνο σκιάν του είδα

Νότες μέσα στην σιωπή,στην φύση του Τροόδους
στο άγχος και στην πίεση,χαλάρωσης εφόδους

Ξαλάφρωσα κ΄επέστρεψα τους άλλους να ξυπνήσω
για να προλάβουν φαγητό,προτού γυρίσουν πίσω


Εξόρμηση με διανυκτέρευση στον Αμίαντο
Θουκής 27 Σεπτεμβρίου 2010

24 September 2010

ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ (νέα έκδοση)

Ο λίμπουρος εγύριζε,στο δάσος μιάν ημέραν
γιατ΄ έψαχνε τον Αίσωπο,με κοφτερήν μασσιαίραν
Άπου τα νεύρα τα πολλά,εζόφωνεν το δείν του
Είσσιεν στον νου του φονικό,άμα πλαστεί καρτζίν του
Πρώτα δκυό *βυζουνόπατσους,θα του χαϊλατούσε
Μες τα *ριζόφκια μονομιάς,αντάν τον συναντούσε
*πουρούλλες του να πεταχτούν,που την κελλέν να φύουν
Γιατί οι πελλάρες πό΄γράψε,σήμερον εν ισχύουν
κατάγνωτον΄ναγέλαστον,ποιός έσσιει ξανακούση
γουρσούζης καλοπέρασην,τζι΄ο δουλευτής  να κρούσει
Γιατί κατακαλότζαιρα,σύναεν ούλλο ξύλα
Τζιαι φάκαν του ο λάλλαρος,τζιαι μόνος παραμίλα
Είσσιεν τα με τον ζίζιρον,που πάντα τραουδούσεν
Τζιαι ζούσε μέσα στην χλιδή,τζιαι τον επροκαλούσε
Με μερσεντές τζιαι γκόμενες,τζι ΄ούλλον πολυτελείες
Μέρα τζιαι νύκτα γύριζε,Καφέ τζιαι παραλίες
Η μόνη του παρηόρκα,ήτουν αμά θα βρέξει
Ο φίλος ο ττεμπερχανάς,καθόλου εν θ΄αντέξει
Έφυεν το φθινόπωρο,τζι΄ήρτασιν τζιαι τα σιόνια
Τζ΄ έσσο εβαόθηκεν , σαν έκαμνε για χρόνια
Τζι΄ αντί που τον περίμενε, νάρτει να δκιακονίσει
με ρούχα εδκιανεύκετουν, τζι΄ας βρέξει τζι΄ας σιονίσει
πάρκαρεν έξω με καγιέν, τζιαι παίζει τες πουρούες
κτυπά του πόρτα τζιαι καλιεί, για σκι με τες κορούες
τζ αμέσως συλλογίστηκε , τζιαι εν ιβρίσκει λόγια
κατάλαβε μόνο πελλοί , δουλεύκουν τζιαι ρολόγια
………………………………………
Συνέχισε το ψάξιμο, με τεντωμένο νεύρο
Τζιαι συνοπλάστην μ΄ αλεπούν, που κάτω πό' να δέντρο
Γίνειν πετσί τζιαι κόκκαλο , πολλά ελυσσιοπείναν
Στον ύπνο της στο ξύπνιο της,θωρεί να τρώει σσήναν
Λαλεί του ψάχνω τον τζιαι γιώ,εκδίκηση για νά΄βρω
Που μ΄ έβαλεν τζιαι έπλεξα,με κόρακα τον μαύρο
Τώρα εσιεϊττανεύτηκε,εβώβωσε θαρκέται
Το κρέας ούλλο τρώει το,τζιαι ποιόν εν ξεγελιέται
Τράβα να πάμε γλήορα , τον άσχετον να βρούμε
Να πάει ευτύς να κρεμαστεί ,μαζί να του το πούμε

*βυζουνόπατσους=για να βουίζουν τα αυτιά
*ριζόφκια=κατω από τα αυτιά
*πουρούλλες=βολβός των ματιών
*λάλλαρος=πολύ ζέστη

Ευχαριστίες στην Άγγελλα Ευαγγέλου για το θέμα

Θουκής 25 Σεπτεμβρίου 2010

23 September 2010

Είναι καιρός να παντρευτείς Μιχάλη


Στο σπίτι έχεις βολευτεί
Και δεν σου δρώνει το αυτί
Καθόλου

Σου αραιώσαν τα μαλλιά
Ώριμος είσαι σαν ελιά
Του Βόλου

Είναι καιρός να παντρευτείς
Και συ να νοικοκυρευτείς
Μιχάλη

Γυναίκα όμορφη να βρείς
Πρόοδο στην ζωή να δείς
Μεγάλη

Για να χαρεί και η μαμά
Ντόπιας να βάλεις προτιμά
Την βέρα

Και να σου μοιάζουν τα παιδιά
Δική σου ναν κάθε βραδιά
Και μέρα

Βάλε πορεία στο μυαλό
Για το δικό σου το καλό
Στο λέω

Κορίτσια ψάχνουν για γαμπρό
Σαν και εσένα νεαρό
Κι΄ ωραίο

Θουκής 23/09/2010

13 September 2010

Τα δέκα κυριόττερα

Τα πράματα που αγαπώ,είπουν σειρά να βάλω
Τζ΄ αν δω τζιαι χαχανίσετε,εν να΄το αναβάλω
Πρώτο για μένα μέλημα,με υπογραφή τζιαι βούλλα
Έχω την οικογένεια,ψηλόττερα πο΄ ούλλα
Το δεύτερον σημαντικόν, που θέλω να τονίσω,
εν η δουλειά μου φυσικά, που κάμνω για να ζήσω.
Το τρίτον εν το ίντερνετ, που κάθουμαι τζιαι πνάζω,
τζιαι βρίσκω τόσα θέματα, τζιαι μ΄ άλλους κουβεντιάζω
Τέταρτο εν φανατικό , άμαν ο Ήλιος δύσει
Η φωτογράφηση για μεν,τα χρώματα τζι΄η φύση
Το πέμπτο εν σαν έρωτας,που μ΄ οργασμόν τελειώνει
Εν του μυαλού μου παντρειά ,ποίηση μ΄εκτονώνει
Το έκτο κάθε πρωινό,μετά που τες εννέα,
εν η εφημερία μου, για να θωρώ τα νέα.
Έβδομο το λουβί χλωρόν,βραστό με κολοκούι
Με φρέσκο λάϊ της ελιάς,τζιαι λίον κρομμυούιν
Όγδοον το΄χω στη καρκιά,τζ΄οσον παιρνούν οι χρόνοι
Ο καφενές τζιαι το Χωρκό,πολλά με χαλαρώνει
Έννατο στις διακοπές,να ερευνώ τον τόπο
Σ ΄Ελληνικά μόνο νησιά,ξυάννω ευτύς τον κόπο
Τζια δέκατο να΄σιει σιονιάν,να βρέσσει με χαλάζι
στο κρεβάτι κτλ,κάμνω πολλά ΄γιώ χάζι


Θουκής 14 Σεπτεμβρίου 2010

9 September 2010


Σαν να΄τουν ένα έγκλημα, μεγάλη αμαρτία

Να΄ρωτευτείς εις το χωρκόν

Βκάλλα σε στο καμπαναρκόν

Στήννασε σε πλατεία

 

Δκυό νεοι ετολμήσασιν, τζιαι εν εφοηθήκαν

Αλλάσσασιν γλυτζιές μμαδκιές

Τζι΄ανάφκα μεσα τους φωδκιές

Κρυφά αγαπηθήκαν

 

Η κοπελιά ήταν μιτσιά, δεκατεσσάρων κάτι

Όμορφη π ΄άρκοντογενιάν

Με όνομα στην γειτονιάν

Χαρούμενη κεφάτη

 

Ο νέος αν τζι΄ ήταν φτωχός, είσσιεν δικές του χάρες

Τα μάδκια του΄ τουν γαλανά

Τα όνειρα του ζωντανά

Εν έκαμνε πελλάρες

 

Όπου εδείκλαν η κορού, μπροστά της τον θωρούσεν

Με την παρέα που μακρά

Μετάδιδεν της την χαρά

Τζι΄ ουλλό της τραγουδούσεν

 

Κανένας εν τον έθελεν, στην ράτσα για γαμπρό τους

Ποιός ιμπορεί ν΄ ανεχτεί

Η κόρη τους να παντρευτεί

Με ένα μισταρκό τους

 

Άμαν τζιαι διαδόθηκεν, το λακκιρτίν ραγδαία

Αρκέψαν το κουτσομπολιό

Ήτουν να γίνει ματζιελιό

Τζι΄αρρώστησε η νέα

 

Πολλοί καυκάες γίνηκαν, κάποιος την είπε λέσσιειν

Τζ΄έπαθε ψυχολογική

Αρρώστια ανορεκτική

Τζιαι γιατρειά εν έσσιει

 

Ο νέος αποσύρθηκεν, στην πόλη να΄συχάσει

Γιατι είσσιεν μεσα του πληγή

Τζιαι σκέφτηκε να απαλλαγεί

Πέρκιμο την ξεχάσει

 

Εκάμαν της ευχέλαιο, γιατί ΄ταν να πεθάνει

Εγίνει τρίαντα κιλά

΄Εν εμπορούσε να μιλά

Τζ΄ ούτε΄θελε να γιάνει

 

Τα μάλια τους ξεπούλησαν, τζιαι πέψαν την Αθήναν

Εβάλα τα με τους οχτρούς

Τζιαι στους καλλύτερους γιατρούς

Πολλούς ππαράες δίναν

 

Εκλείσαν την στην κάμαρη, ράγος πας το κρεβάτι

Τζ΄ έκλαιαν ούλλοι στον γυρόν

Παρακαλούσαν τον θεόν

Να γιάνει την σιονάτη

 

Στη σκάλα εν αρκήσασιν, να πάσιν τα μαντάτα

Χωρίς να χάσει ΄να λεπτόν

Έτρεξε όπως τον πελλόν

Τζι΄ έκλαιε μες στην στράτα

 

Έξω που το ξεπόρτι της, έφτασε μεσομέρι

Τζι΄ αντάκωσε της τραουδκιά

Τζιαι απορούσαν τα παιδκιά

Ποιός θα τον συνεφέρει

 

Φωνή του η λυπητερή, έφτασεν εις τα ΄φτια της

Αφήστε με να σηκωστώ

Να πάω λίο να τον δω

Ζήτησε που την θκιά της

 

Ούλλοι σταυροκοπήθηκαν, στην πόρτα πώς θα πάει;

Σαν ήτανε του θανατά

Σηκώστηκε τζιαι περπατά

Τζιαι ζήτησε να φάει

 

Τότες΄ γονιοί κατάλαβα, γιατί παλιοί λαλούσιν

Ο έρωτας ο μαχητής

Στο τέλος βκαίνει νικητής

Οι δκυό μαζί νικούσιν

 

Την τζυρκατζή λογιάσαν τους, βάλα τα ούλλοι κάτω

Κάποιοι χαρήκασιν πολλά

Άλλοι το είδασιν θολά

Πο ΄μάθαν το μαντάτο

 

Έτσι ζευκάρι ταιρκαστό, στα χρονικά εν είαν

Ήτανε κρίνο στην αυγή

Που ήβρεν ήλιο εις τη γή

Τζιαι λάμπαν με μαγεία

 

Η ποιό αξέχαστη στιγμή, με σύγκριση καμία

Δώκαν το πρώτο τους φιλί

Αμερικανική σχολή

΄μπρος στην ακαδημία

 

Όμως μετά που πόλεμο, νεά ζωή αρχίζει

Πρέπει να φτιάξουν σπιτικό

Να φύουν απ΄ το πατρικό

Τζ΄ Ιθάκη συνεχίζει

 

Μετά που όσα πέρασαν, είχαν ριάλια λλία

Τζι΄η κριτική τους αδικεί

Πιέζαν τους τζιαι οι δικοί

Τζιαι πήαν Αυστραλία

 

Μέναν με άλλους συγγενείς, στα μακρυνά τα μέρη

Δεν είχανε τα επαρκή

Τι ετραβήσαν στην αρκή

Μόνο Χριστός το ξέρει

 

Τα βάσανα ήταν πολλά, πολλές τζι΄οι αγγαρείες

Με ένα μωρό εις την τζοιλιάν

Τζιαι μέρα νύκτα στην δουλειάν

Φτώσσια τζι΄ απενταρίες

 

Ποτές της έν εδούλεψε, στου τζύρη της το μάλι

Τα σιέρκα της τωρά θωρεί

Ήταν γραφτό της απορεί

Να φτάσει σ΄έτσι χάλι

 

Μα όμως τα ξεπέρασαν, τα δύσκολα τα χρόνια

Με πείσμα τζιαι υπομονήν

Τζ΄αγάπη στην διαδρομήν

Κάμαν παιδκιά τζι΄ εγγόνια

 

Τούτη εν νέα έκδοση, Ρώμαιου τζι΄Ιουλιέττα

Στον έρωταν αναφορά

Χωρίς καμιά διαφορά

Έτσι απλά τζιαι σκέττα

Θουκής Πέμπτη, 9 Σεπτεμβρίου 2010


7 September 2010

Παιδκιά του Καραγιώρκη


Ήτουν τα χρόνια της σκλαβκιάς,ήτουν Τουρκοκρατία
Τρία αέρκια πάντρευκαν,στην Πάφο την Μαρία
Ήταν η μόνη τους αρφή,με περισσή αγάπη
Κοπέλα όμορφη ψηλή,μουζούρα αεράτη
Ο γάμος στο ξεφάντωμα,εν πρόλαβε να φτάσει
Πάνοπλος μπήκε ο Αγάς,την ράτσα ν’ ατιμάσει
Αφού ΄ταν η απαίτηση,του τύραννου τ΄αφέντη
Την νύκτα με την νιόπαντρη,πρώτος να κάμει γλέντι
Ποιός να τού αντισταθεί,τζιαι ποιός να μπεί ομπρός του
Κρεμάζει κοφκεί τζιαι κκελλές, όποιος φάνει οχτρός του
Τζιαι την φρουρά διάταξε,που ήρτεν που τα όρη
Την νύμφη στο δωμάτιο,να φέρουν με το ζόρι
Κλαίει η κόρη άδικα,το νυμφικό της βρέκτην
Την νύκτα τη περίμενε,με τζείνο πο΄ ρωτεύτην
Αρφούες εν το χώνεψαν,για την τιμή τζιαι μόνο
Φκάλλαν που μέσα τους φωδκιές ,θέλαν να κάμουν φόνο
Ορκίστηκαν στην Παναγιά ,τζιαι εις τον Άη Γιώρκη
Γιατί ΄ταν ράτσα μ΄ όνομα,παιδκιά του Καραγιώρκη
Στα σκοτεινά χαθήκασιν,που πίσω ετρυπώσαν
Τον Τούρκο εμασιέρωσαν,τζιαι τον εθανατώσαν
Τζια αμέσως φύασι κρυφά,με οδηγό φεγγάρι
Πριχού το πάρουν μυρωδκιά,τζιαι να βρουν τον τομάρι
Μετά τους εντοπίσασιν, τζιαι βάλαν τους του βούρου
Τζ΄ αφού τους εξεφύασιν,εφτάσαν στου λατούρου
Τζιαμαί εις την Αλαμινό,μεσά στον καλαμιώνα
Εκρύφκουνταν προσεκτικά,τζιαι βκάλαν το σιημώνα
Τζιοι τρεις βοσσιοί εγίνηκαν , τζ΄ είχασιν τζιαι τραούλλους
Ο ένας ει τον Μαζωτό,τζι΄ο άλλος εις τους Τρούλλους
Τον τρίτον τον μιτσότερο,αφήκαντον τζιαι φύαν
Αφού τον επατρέψασιν,μες την Αναφωτίαν
Επλώσασιν απόγονους,οι γιοί του Καραγιώρκη
Λάρνακα ως Λευκόνοικο,Λονδίνο νέα Υόρκη
Τζ΄ αν είναι το επίθετο,τζιαι σένα Καραγιώρκη
Την καλοσύνη έσσιεις την,μες την καρκιάν σου γιόρκιν

Εν ιστορία αληθινή,τζ΄είπε την ο Κουρούσσιης
Στον Γιώρκο τον Καράγιωρκη,΄γκονι του Σταυρακούσιη

Αγάς: τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας

Γιώρκος Καράγιωρκης 7 Σεπτεμβρίου 2010

6 September 2010

Να με φωνάζεις μάταμ

Άκου κοπέλλα να σου πω, στοιχίζεις μας καμπόσα
Τον μήνα διάκοσια ευρώ ,και δεν θα βγάζεις γλώσσα
Έξι η ώρα το πρωί,σε θέλω να αρχίζεις
Έξω η πρώτη σου δουλειά, τα φύλλα θα σκουπίζεις
Μετά για όλους πρόγευμα, ζεστό θα ετοιμάζεις
Και μες΄ στις τσάντες των παιδιών, το κολατσιό θα βάζεις
Θα στρώνεις τα κρεβάτια μας , με καθαρά σεντόνια
Πουθενά σκόνη να μην δώ, ούτε εις τα μπαλκόνια
Ύστερα στο πλυντήριο, όλα τα λερωμένα
Μέχρι νωρίς τ΄ απόγευμα, να΄ναι σιδερωμένα
Το σπίτι της μανούλα μου ,που έχει μείνη χήρα
Θα το φροντίζεις διαρκώς, για χάρη της σε πήρα
Έτοιμο θα΄ χεις φαγητό ,γύρω στο μεσημέρι
Στρωμένο πιάτο καθαρό, πιρούνι και μαχαίρι
Δύο φορές περίπατο, θα παίρνεις και την σίσι
Την όμορφη σκυλίτσα μας ,μέχρι που να ουρήσει
Στο μαγαζί θα έρχεσαι, για να το καθαρίζεις
Καθ΄μερινά να μην ξεχνάς , τον κήπο να ποτίζεις
Μάθε μετά το βραδινό , έχουμε προτιμήσεις
Θέλουμε κάτι ελαφρύ, μετά απ΄ τις ειδήσεις
Ρεπό δεν πρόκειται να δείς, ποτέ μην μου ζητήσεις
Θα σε πληρώνω κάτι τις , να μην μου ξεστρατίσεις
Να το τηράς το πρόγραμμα, να μην βρεθείς στην στράτα
Και για να δείχνεις σεβασμό , να με φωνάζεις μάταμ

Το θέμα είναι φανταστικό σε μια φανταστική χώρα τυχόν συσχετισμός πρόκειται για τέλεια σύμπτωση

Θουκής 6 Σεπτεμβρίου 2010