ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

26 March 2025

Επιμνημόσυνο

 


Άδεια στην φύση  η φωλιά , κι η πέρδικα απούσα

Νεκρή σκηνή στον άνεμο και άλαλη η μούσα

Το έφαγες το ταίρι μου και τα αυγά επίσης

Μαύρη κατάρα να σε βρεί την σίκλα να κλωτσίσεις

Σε τί φταίξαμε  πέρδικες κι΄ όλοι  μας κυνηγάνε

Μέρα και νύκτα προσπαθούν  το γένος μας να φάνε

Χρόνο με χρόνο ύπαρξη στον πληθυσμό μας  μείον

Αρνητική καταγραφή στης ΘΗΡΑΣ το ταμείον

Τάση μη ανατρέψιμη  το πεπρωμένο τάχα

Θα μείνουμε ζωγραφιστές Σε πίνακες μονάχα

Θουκής 26/03/2025

13 March 2025

Τα Εικοσιθκυό Λόγια



Ένα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Ένας Θεός μας έπλασεν, τζιαι μιας ημέρας γέννα τζιαι μιας ημέρας βάφτισμαν, ήτουν Θεού γραμμένα.

Δύο του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δκυό μάθκια τ’άχεις λυερή, τζιαι τες καρκιές μαρένεις τζι’άδικα να με τυρανείς, τζιαι δεν με αποθαίνεις.

Τρία του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τρεις χάρες σού’δωσε ο Θεός, σαν την Αγιά Τριάδαν στα κάλλη τζιαι στην ομορκιάν, τζι’ούλλην την νοστιμάδαν.

Τέσσερα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τεσσαρακάντουνος σταυρός, κρέμεται στον λαιμόν σου τζι’ούλλοι φιλούσιν τον σταυρό, τζι’εγιώ το μάουλλο σου.

Πέντε του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Πέντε φορές λιώννουμαι, γιανί μου την ημέρα, δκυό το πρωί δκυό το βραδύ, τζιαι μιαν ντ’α γύρει μέρα.

Έξι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Έξι κομμάθκια να γινώ, που τον μισόν τζιαι κάτω αν βουληθώ τζιαι σ’αρνηστώ, μήλον μου μυρωδάτον.

Εφτά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζι΄στους εφτά επήαμεν, μαζί σ’ένα σκολείον σε μια τάξην εκάτσαμεν, στο ίδιο θρανίον.

Οκτώ του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζι΄στους οκτώ αγάπη μου, είχα σε στο πλευρόν μου τζιαι σου εθκιάβαζα συχνά, γιατ’είχα τον σκοπόν μου.

Εννιά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Εννιά μήνες σε βάσταχνε, η ακριβή σου μάνα σ’ανάγιωσε σ’ανάθρεψε, να ππέφτουμεν αντάμα.

Δέκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

 Δεκάτιζε τα λόγια σου, λάλε τα δέκα-δέκα μεν πάεις ως τα εκατόν τζιαι παίρνω σε γεναίκα.

Έντεκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Έντεκα ήρταν τζ’ήπαν σου, πολλύν κακόν για μένα τζι’εκρώστεις τους αγάπη μου, τζι’αρνήστηκες με μένα.

Δώδεκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δώδεκα αηδόνια κελαηδούν, που κάτω στον λαιμόν σου κοίταξε κόρη τζι’έπαρε, τον αγαπητικόν σου.

Δεκατρία του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκατρία μερόνυχτα, γυρίζω ν’άβρω κλίμαν να μας ιστεφανώσουσιν να φκούμεν πό’να κρίμαν.

Δεκατέσσερα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκατεσσάρριν φράντζικον, σου στέλλω το χαπάριν τζι’αν είσαι ταίριν σπλαχνικόν άλλον πο’μέν μην πάρεις.

 Δεκαπέντε του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Στους δεκαπέντε λέω σου, έχεις την άδειαν μου για να σκεφτείς τζιαι να μου πεις, να σάσσω τον νοτάν μου.

Δεκαέξι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Η εληκία σου εν μικρή, λαλείς στους δεκάξι καμμιά δεν επαντρέφτηκε, που την δική σου τάξην.

Δεκαεφτά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Επάνω στους δεκαεφτά, να το ενζωγραφίσεις γιατ’ήρτεν πλέον ο τζαιρός, που θα με τυρανίσεις.

Δεκαοκτώ του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκαοκτάραν αγαπώ, πον’άσπρο περιστέριν τζιαι μοιάζει της αγάπης μου, τζιαι να γινούμεν ταίριν.

Δεκαεννιά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Επάνω στους δεκαεννιά, ζωή ψυσσιή τζιαι φως μου έλα να σμίξουμεν τα δκυο, πο’νει χαρά του κόσμου.

Είκοσι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζ’η νέα πας τους είκοσι, πρέπει να παντρεμένη, για να χαρεί την παντρειάν, τζιαι ν’άναι ευτυχισμένη.

Εικοσιένα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Εικοσιένα μιναρέ, θα κτίσω αππεσωθκιό σου για να κοιτάζω να θωρώ, τον άσπρον τον λαιμόν σου.

Εικοσιδύο του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται..

Σαν κοσιθκυό τραντάφυλλα, η νιότη σου μυρίζει τζιαι σκωτομένον να τον δω, που σε σφικταγκαλίζει.

Αυτούς τους στίχους τους έμαθα από την μακαριστή μητέρα μου

Βασιλική Παπαγεωργίου (1920-2007) το γένος Αντώνη Καραγιώργη από την Αναφωτία,

η οποία το έμαθε από την μητέρα της Ελένη Καραγιώργη (Κατωδρίτισσα)(1890-1965) το γένος Μιχαήλ Φράνκου από το Κάτωδρυ.

© Γεώργιος Παπαγεωργίου 2025

1 March 2025

Το τραγούδι του Κωνσταντά

 

Τζι ούλες οι χήρες χαίρουνται τζι΄ούλες χαρά δκιεβάζουν

τζι η άρκα σιήρα των χαρκών ποτέ χαρά δεν είσεν,

Προξένια τζι έν' που πέψασιν τζι΄από τον Βαβύλώναν

v' αρμάσουσιν την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα

- Τζ έλα, μανά, ν' αρμάσουμε την Αρετήν στα ξένα,

- N' αρμάσουμεν, γιε μου, την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα,

Τζι αν μου 'ρτει πλήξη γιά χαρά, ποιος έννα μου την φέρει;

Τζι έλα, μανά, v΄ αρμάσουμεν την Αρετήν στα ξένα

τζι αν σου 'ρτει πλήξη γιά χαρά, εγιώ 'ννά σου την φέρω!

Τζι αρμάσασιν την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα.

Που 'ρτεν ο χρόνος δίσεχτος τα 'ννιά παιδκιά πεχάναν

τζι ούλα τα μνήματα 'κλαιεν τζι ούλα 'κκληόιές τα 'χτίσεν.

Το μνήμαν του Κωσταντά χτίζει το μαναστήριν

τζι από το κλάμαν το πολλύν τον ανεστεναγμόν της,

γίνην ο τάφος άλογον τζι η στράτα χαλινάριν.

Τζι ανήφορα, κατήφορα τζι ο Κωσταντάς 'πό πάνω καβαλλάρης.

Άμε να πας επήασιν ως τζει στο Βαυλώναν

τζι έμπλασεν τζαι της Αρετής τζι επάαιννεν τον γάμον.

- Τζαι πέζα, πέζα, Αρετή, στην μάναν μας να πάμεν,

- Τζι είντα με χέλ' η μάνα μου τζι εμήνυσεν να πάω;

Τζι αν ένι χαρά της μάνας μου, να πάω ξαλλαμένη

τζι αν έν' πλήξη της μάνας μου, να πάω ζουρωμένη.

Πίσω καχίσκ' ο μαύρος του, πίσω του την καχίσκει,

άμε να πας, επήασιν ι-μνιαν καχέρκαν βρύσην,

να πάν να πιει ο μαύρος του τζαι να ποκαματίσει.

Τζι ο Κωσταντάς που 'τουν νεκρός γύρνει τζαι ποτζσιμάται,

στο γόνατόν της τον έβαλεν για να τον ι-φτερίσεί,

Τζειαμαί νεφάναν δκυο πουλιά που την Ανατολούλλα

τζι αρκέψασιν τζι ελέγασιν μ' αγγελικήν φωνούλλαν.

- Δοξάζω σε, καλέ Θεγέ, που 'σαι στα ψηλωμένα,

που τα γινώσκεις τα κρυφά με τα φανερωμένα,

που συντυχάννουν τα ζωντανά πκιον με τα ποθαμμένα.

-Τζι΄αδε πελλήν που σε κρατώ τζι΄αδε χαμένη που΄σαι

τζαι τα πουλιά που κελαδούν έπιασες τζαι χροικάς τους

- Θαμμάζουμαί το, Κωσταντά, στα λόγια που μου λέγεις

ως τζαι τα ρούχα που φορείς έν' ανεολλιασμένα.

- Γεναίτζες τζαι που πήραμεν έτσι τα κάμνουν τώρα.

- Θαμμάζουμαί το, Κωσταντά, στα λόγια που μου λέγεις,

ως τζαι τα ρούχα που χωρείς εδώσαν θανατία,

- Που τον τζαιρόν που τα χορώ τζι εκάμαν πιτυρία,

Πίσω καχίσκ' ο μαύρος του, πίσω του την καχίσκει

τζι άμε να πας επήασιν ως τζει στο μονοπάτιν.

Τζαι ηκιάσ' το τούτον το στράτιν, τούτον το μονοπάτιν,

το μονοπάτιν βκάλλει σε της μάνας μας το σπίτιν,

Που τον τζαιρόν που δεν ήρτα μα ξήχασα την στράταν.

- Τζαι πκιάο' το τούτον το στρατίν, τούτον το μονοπάτιν,

το μονοπάτιν βκάλλει σε της μάνας μας το σπίτι

τζι εγιώ χρωστώ τ' Αγιού Τζερκά, να πά' να του τα πάρω.

Τζαι ηκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν

Στην μάναν της τζαι πάει.

Χροικά του τάφου π' άννοιξεν, του τάφου που σφαλίστην,

διπλόν στραππήδιν έδωκεν, στην μάναν της τζι επήεν.

Π΄αππέξω βάλλει της φωνήν, π' αππέσω πολοάται:

-Τζ αν ένι ο δκιάβος ας δκιαβεί, περά του τζε ας περάσει

Τζι΄αν έν' ο πικροχάροντας ας μπει 'οσω καβαλλάρης

Μα 'ν τζι έχω τζαι τον Κωσταντάν τζι ήρτεν να μου τον πάρει

έμεινέν μου η Αρετή τζι η Αρετή στα ξένα.

- Τζι΄άννοιξέ, μά', άννοιξε, μάνα μου, τζι είμαι η Αρετή σου

Τζι΄έφερέν με ο Κωσταντάς, το πρώτον μου αέρφιν.

Διπλόν στραππήδιν έδωκεν τζι επήεν τζι άννοιξεν της.

Τότε αγκαλιαστήκασιν τζι εξέβην η ψυόή τους.

Τζι΄ επκιάσαν τζαι τες βάλασιν τες δκυο έναν τζιούριν

η μια βλάστησεν λασμαρκά τζε η άλλη μαντζουράνα

τζι εγύρναν τζι εφιλούσασιν που 'τουν πεθυμισμένα!


Δημοτικό Κυπριακό τραγούδι