Την πόρτα πίσω μ΄ έκλεισα,κι΄όλοι βαθειά στον ύπνο
κι΄ούτε που μ΄ ένοιωσε κανείς ,ήταν βαρύ το δείπνο
Το φεγγάρι μόλις΄γνεψε στον ήλιο για ν΄ ανάψει
την μέρα στον ορίζοντα,μας έχει ήδη γράψει
το μονοπάτ΄ακολουθώ ,και σιγοτραγουδάω
Τα βήματα μου ρυθμικά, σε ξεραμένα φύλλα
στις αποχρώσεις του καφέ , με σχήματα ποικίλα
Τα λουλουδάκια του βουνού,ορθάνοικτα μυρίζουν
πυκνά του πεύκου τα κλαδιά,χαδευτικά βουίζουν
Της βλάστησης οι μυρωδιές,απλώνονται ως πέρα
πραγματική απόλαυση,του καθαρού αέρα
Η πέρδικα ακούστηκε,πρώτη να κακαρίζει
και το πουλάκι το μικρό,κελάδισμα αρχίζει
Ο κότσυφας ετρόμαξε,πέταξε σαν βολίδα
ένοιωσε ίσως απειλή,μόνο σκιάν του είδα
Νότες μέσα στην σιωπή,στην φύση του Τροόδους
Ξαλάφρωσα κ΄επέστρεψα τους άλλους να ξυπνήσω
για να προλάβουν φαγητό,προτού γυρίσουν πίσω
Εξόρμηση με διανυκτέρευση στον Αμίαντο
ReplyDeleteπετυχα το blog σας και πολυ χαιρομαι..