Ο Κωνσταντάς τζ΄ η Μαρουθκιά σαν ήταν ταιρκασμένοι
Ετζέρναν του τζι΄ ετζέρναν της για να την
ποτζοιμίσει
τζείνη τον εποτζοίμισεν πάνω στα γόνατά της,
Βάλλει του τάβλαν αρκυρήν τζαι μαουλούτζες
πλούσιες
τζαι ντζίζει τζι
εις τες πούντζες του τζι ΄έπκιασε τ΄αννοιχτάρκα
τζαι επήεν τζαι εγύρισεν ούλλα του τα τζελλάρκα
τζι΄ εφόρησεν τα ρούχα του τζι΄ εζώθην τα
σπαθκιά του.
τζι΄ επήεν εις τον στάβλον του που είσεν τ' άλογά του.
Μήτε την μούλαν
το' πιασεν, μήτε την βονιτζήν του,
μόνον τον μαύρον
το' έπιασεν που έξερεν τες
στράτες.
Τζι επολοήθην τζι΄ είπεν του με την
ταπεινοσύνην:
Μαύρε μου μαυρογόνατε, μαύρε μ' ανεμοπόδα,
τζι΄αν τύσεις τζαι
περάσεις με της Κύπρου στον λιμνιώναν.
Τζι΄ επολοήθην τζι΄
είπεν της με την ταπεινοσύνην:
«Τζαι βάρ’ μου
χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα,
τζαι βάρ’ μου
τζαι τα ρέτινα για να βαρώ, να τρέχω,
τζαι εσούνη για
το γλήορον μεν βάλεις φτερνιστήριν.»
Τζι ό,τι της είπεν έκαμεν τζι΄ ό,τι της παραντζέλλει,
βαλλει του χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα
τζαι τζείνη για το γλήορον βάλλει τζαι φτερνιστήριν.
Φτερνιστηρκάν του έδωσεν, στους ουρανούς την
φκάλλει
τζαι με τα νέφη
παρπατεί, με τους ανέμους πάει.
Επολοήθην τζι΄
είπεν του με την ταπεινοσύνην:
Μαύρε μου μαυρογόνατε,
μαύρε μ' ανεμοπόδα,
-Τζι΄ είσουν πουλάριν
θκυο χρονών τζι΄ εκαβαλλίτζευκά σε,
τώρα που γερομάρκασες εννά με φαραντζίσεις!
Τζι΄ επολοήθην τζ είπεν της με την
ταπεινοσύνην:
-Τζαι ποδεξιώθου
τζι΄ έφκαλε τζείνον το φτερνιστήριν,
τότες πατούν τα πόθκια μου στην γην την στερκωμένην
Τζι΄ ό,τι της
είπεν έκαμεν τζι΄ ό,τι της παραντζέλλει
τζι΄ εποταυρίστην τζι΄έφκαλεν τζείνον το φτερνιστήριν
τζι΄ αμέσως την επέραοεν της Κύπρου στον
λιμνιώναν.
Τ' αππάριν εσσισσίνισεν τζι η κορ' αγρώνισέν το.
Στην στράταν εκατέβηκεν τζαι με το καπνιστήριν,
στο 'ναν της σιέριν το ψηστρίν τζι εις τ'
άλλον το κολάτζιν.
Τζαι πάτησεν τα ρέτινα τζι΄ έβκην να την
φιλήσει
τζαι το μασαίριν έβκαλεν, την τζεφαλήν της
κόβκει
τζαι δεν την
ελυπήθηκεν, την πικρογεννημένην,
οπού την έσ' η μάνα της στην γην τυρανισμένην.
Την τζεφαλήν της έκοψεν τζι΄ έκαμέν πίσω τζι΄
ήρτεν
τζι΄ επήεν εις τον στάβλον του τζι΄έβαλεν τ'
άλογό του,
επήεν τζι εις την πούγγαν του τζι έβαλεν τ' ανοιχτάριν,
τζι΄ έππεσεν μες στ' αγκάλια του πως δεν είσιεν
χαπάριν.
Τζ΄ επολοήθην τζι΄
είπεν της:
- Α ξύπνα, ξύπνα Μαρουθκιά, βαθύν όρομαν
είδα,
ετζέρνουν σου τζι΄
ετζέρνας μου για vα
σε ποτζοιμίσω
τζ΄εσού εν που
με ποτζοίμισες πάνω στα γόνατα σου.
Βάλλεις μου τάβλαν αρκυρήν τζαι μαουλούτζες πλούσιες,
τζι΄ έμπηξες τζι
εις τες πούντζες μου τζι΄ έπκιασες τ΄ αννοικτάρκα
τζι΄ επήες τζαι
εγύρισες ούλλα μου τα τζελλάρκα.
τζι΄ εφόρησες τα
ρούχα μου τζι΄εζώθης τα σπαθκιά μου
τζι΄επήες εις
τον στάβλο μου που έχω τ΄ αλογά μου.
Μήτε την μούλαν
μο' πιασες μήτε τη βονιτζή μου,
μόνον τον μαύρον μο΄πιασες που έξερε τες οτράτες.
Τζι΄ επολοήθης τζι΄ είπες του με την
ταπεινοαύνην:
- Αν τύσεις τζαι περάσεις με της Κύπρου στον λιμνώναν.
Τζαι επολοήθει τζι΄
είπεν σου με την ταπεινοούνην
«Τζαι βάρ’ μου
χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα,
τζαι βάρ’ μου
τζαι τα ρέτινα για να βαρώ, να τρέχω,
τζαι εσούνη για
το γλήορον μεν βάλεις φτερνιστήριν.»
Φτερνιστηρκάν του έδωσες, στους ουρανούς σε φκάλλει
Τζαι, με τα νέφη παρπατείς, με τους ανέμους πάεις,
Τζι΄ επολοήθης τζι είπες του με την
ταπεινοσύνην:
Μαύρε μου μαυρογόνατε, μαύρε μ' ανεμοπόδα,
Τζί΄ ήσουν πουλάριν θκυο χρονών τζι΄
εκαβαλλίτζευκά σου,
τώρα που γερομάρκαοες, εννά με φαραντζίσεις!
Τζι΄ επολοήθην τζι΄
είπεν σου με την ταπεινοσύνην:
Τζαι ποδεξιώθου τζι έφκαλε τζείνον το φτερνιστήριν,
ξαπόλα τα ομπροστινά τζαι σφίξε τα οπίσω,
τότες πατούν τα πόθκια μου στην γην την
στερκωμένην.
Τζι ό,τι
σου είπεν έκαμες ό,τι σου παραντζέλλει,
ξαπόλυσες τα μπροστινά τζι΄ έπιασες τα οπίσω
Τζι΄αμέσως σε επέρασεν της Κύπρου στον λιμνιώναν,
τ' αππάριν εσισσίνισεν τζι΄ η κόρ' αγρώνισέν
το.
Στην στράταν εκατέβηκεν τζαι με το καπνιστήριν,
στο 'ναν της σέριν το ψηστρίν τζι΄ εις τ' άλλον
το κολάτζιν
τζι΄ από' το μικροδάχτυλον αφρούγιον ποξαμάτιν.
Τ' αππάριν εκουτσούγλησεν τζι΄ η κόρη εφοήθην
τζαι το μασαίριν έβκαλες, την κεφαλήν της
κόβκεις
τους σσύλλους την επέταξες τζι΄ έκαμες πίσω τζ΄
ήρτες.
Τζαι δεν την ελυπήθηκες, την πικρογεννημένην,
απού την έσ΄η μάνα της στην γην τυραννισμένην
-Τζαι δεν την ελυπήθηκα,
την πικρογεννημένην,
έχει τριάντα χρονιά
ως τωρά που μ' έσσιει χωρισμένην.
Από τα Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου
No comments:
Post a Comment