ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

15 April 2025

Ο «Σερταλής»

 

Οι δεκαετίες μέχρι το 1980, για όσους τις έζησαν, ήταν σκληρές. Η ζωή κύλησε μέσα από κακουχίες, επιδημίες, πολέμους, ανομβρίες, ανταρτοπόλεμο, δικοινοτικές διαμάχες, πραξικοπήματα, εισβολή και εκτοπισμούς. Όλα αυτά σε έναν τόπο με ανύπαρκτες υποδομές και φτωχικά σπίτια, που μέχρι τη δεκαετία του ’70 τα χωριά δεν διέθεταν ούτε τα βασικά: νερό, ρεύμα, ψυγείο, κουζίνα.

Το παράδοξο ήταν ότι, παρ’ όλες τις στερήσεις και την οικονομική ανέχεια, οι περισσότερες οικογένειες έκαναν πάρα πολλά παιδιά. Ο αριθμός εννέα θεωρούνταν η πληρότητα ενός ζευγαριού κατά την περίοδο της γονιμότητάς του – και κάποιοι ξεπερνούσαν και αυτό το «όριο». Ίσως ένας λόγος γι’ αυτήν την αντιφατική εικόνα να ήταν και το γεγονός ότι, χωρίς ηλεκτρικό φως, νύχτωνε νωρίς, και χωρίς τηλεόραση και «λαστιχένιες» μεθόδους, ερχόντουσαν τα παιδιά…

Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι κριτές, πρέπει να συγκρίνουμε όλες τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ώστε να κατανοήσουμε πραγματικά τις διαφορές σε σχέση με το σήμερα.

Στην  θεατρική σκηνή για του λόγου το αληθές θα επιχειρήσω με δύο οικογενειάρχες κομπάρσους και ένα πρωταγωνιστή σε αληθινή ιστορία που θα μας δώσει την δυνατότητα να κατανοήσουμε την επικρατούσα κατάσταση που αφορούσε όλο το νησί της Κύπρου την εν λόγω εποχή

Πρωταγωνιστής μας ο Αντρέας Ευσταθίου, ή αλλιώς ο «Σερταλής» – παρατσούκλι προερχόμενο από την τουρκική λέξη Sertan, που περιγράφει έναν σκληρό, τραχύ, ίσως και αυστηρό άντρα. Ο Αντρέας του Στάχη, όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, ήταν ένας γεροδεμένος, σχετικά ψηλός άντρας με αυθεντικό χαρακτήρα. Μονάχα που τα πόδια του τον πρόδιναν λιγάκι στο βάδισμα, μα η δυνατή, γυαλιστερή και καψαλισμένη του ματτσούκα από μοσφιλιά –«μαγκούρα» τη λένε οι Καλαμαράδες– κάπως ισορροπούσε την κατάσταση.

Φορούσε πάντα φαρδιά παντελόνια που, μέσα σε πέντε λεπτά, κατέβαιναν κάτω από τη μέση του, αποκαλύπτοντας τη φουσκωμένη του κοιλιά. Κι αν τύχαινε να σκύψει, το θέαμα από πίσω ήταν κάπως... απρεπές. Το δε πουκάμισό του διαμαρτυρόταν έπειτα από κάθε φαγοπότι, έτοιμο να εκσφενδονίσει τα κουμπιά. Ήταν, βλέπεις, και γερό ποτήρι στη ζιβανία.

Γραφική, παραδοσιακή φιγούρα, με έμφυτο χαμόγελο και «μελισσιά» ματιά, που έκρυβε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία, ειδικά όταν αστειευόταν. Την όλη του παρουσία συμπλήρωνε το καραφλό του κεφάλι, στολισμένο με μια γκριζαρισμένη, πατριωτική μουστάκα – διπλής μινιατούρας ανάποδης ουράς αλεπούς. Κατά βάθος, ήταν καλοσυνάτος, ευσεβής και τίμιος, ένας αυστηρός αλλά δίκαιος παραδοσιακός οικογενειάρχης.

Διατηρούσε κι αυτός κοπάδι με πρόβατα, κάπως μεγαλύτερο από των άλλων βοσκών. Ως απόγονος του προύχοντα Στάχη, κατείχε και σημαντική περιουσία – κυρίως στα «Κατσίματα» – όπου είχε διάτρηση πόσιμου νερού που χρησιμοποιούσε για να καλλιεργεί φθαρτά.

Μέρα-νύχτα, πατέρας και παιδιά δούλευαν στα περβόλια και στα «κτηνά». Για τη μετακίνηση από και προς τα κτήματα –τα οποία βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, τρία περίπου χιλιόμετρα ανώμαλου χωματόδρομου με ανηφοριές και κατηφοριές– χρησιμοποιούσαν αρχικά γαϊδούρι. Αργότερα, κατάφεραν και απόκτησαν τρακτέρ με καρότσα. Τα καλοκαίρια διανυκτέρευαν επιτόπου, κάτω από τις χαρουπιές –«τερατσιές»– ώστε να αυξήσουν τις ώρες εργασίας και να εξοικονομήσουν καύσιμα από τα πήγαινε-έλα. Η πιστή του σύντροφος, η Μαρία, φρόντιζε καθημερινά να φτάνει εκεί με το ζώο, για να τους βοηθήσει και να μαγειρέψει.

Τον συναντούσα αραιά – κι αυτό γιατί, πρέπει να ομολογήσω, τον απέφευγα όταν τον έβλεπα από μακριά. Όχι επειδή δεν τον συμπαθούσα· κάθε άλλο, τον εκτιμούσα βαθύτατα. Όμως, ήταν εκ φύσεως ακατάπαυστο πειρακτήρι. Ό,τι κι αν τον απασχολούσε, το έβαζε στην άκρη. Εκείνη την ώρα, προείχε το πώς θα περάσει ευχάριστα μαζί σου.

Αν η επαφή ήταν αναπόφευκτη, πάντα μου έλεγε τον ίδιο προβληματισμό – με μια δόση ειρωνείας και αρκετή δόση χιούμορ:

— Ρεεε Κόκο…

(σημείωση: δεν υπήρχε παπαγάλος τριγύρω – έτσι λένε τον Γιώργο στην Κύπρο)

«Ίνταλως να σας νεώσουμε; Εγώ, ο Πετρής τζι’ ο Πισσίας (εννοώντας τον πατέρα μου), εκάμαμεν 25 κοπελλούθκια. Τι να σας κάμουμεν;»

 Με τέτοιες ατάκες με πυροβολούσε πάντα, μετατοπίζοντας την ευθύνη πάνω μας – ότι τάχατες εμείς φταίμε που μας έκαναν! Δεν του ανταπαντούσα από σεβασμό. Μέσα μου, αυτό το πείραγμα είχε λειτουργήσει ως ένα είδος παιδικού ψυχολογικού «μπούλινγκ».

Τα επαναλάμβανε αυτά με το ίδιο στυλ, κι ύστερα ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Τα πρόβατά του σάστιζαν και ο σκύλος του άρχιζε να γαβγίζει προς εμένα.

Μια μέρα, σε μια απρόσμενη συνάντηση, πλησίασε κοντά μου. Έβγαλε νωχελικά –ως έμπειρος καπνιστής– το πακέτο Craven A από την τσέπη του πουκαμίσου. Το άνοιξε, έβγαλε ένα από τα είκοσι τσιγάρα, το κτύπησε ρυθμικά στο κουτί για να συμπιεστεί ο καπνός και το άναψε με σπίρτο. Ρούφηξε βαθιά, ώσπου το πυρακτωμένο κάρβουνο μεγάλωσε ένα εκατοστό, κι αφού ξεκάπνισε όλο του το πρόσωπο –ακόμα και η μύτη του–, με μια έκδηλη σοβαρότητα είπε:

— Ρεε… Κόκο, εσκέφτηκα τζι’ ήβρα τη λύση… Ο Πετρής εννιά κοπελλούθκια, ο Πισσίας άλλα εννιά, εγιώ εκοψα πίσω με εφτά. Να πάμε τζι’ οι τρεις πας τον «Στραχαλά» να χορέψουμε τον χορό του Ζαλόγκου. Πρώτος να δώκει ο Πετρής, πον μιτσής τζιαι σβέρτος… ταπισών ο Πισσίας, τζι’ άμαν δώκουν τζι’ δκυο κάτω,  εγιώ να σηκωστώ να φύω!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει και τα μάτια του τον πρόδωσαν – έλαμπαν από σκανταλιά, κι έσκασε στα γέλια. Ακόμα και τα μουστάκια του έμοιαζαν να γελούν.

Στο βάθος, όμως, των λόγων του υπήρχε μια δόση αλήθειας: η έγνοια για την ανατροφή τόσων παιδιών μέσα στη μιζερή φτώχεια. Ίσως αυτές οι πικρόγλυκες ατάκες να ήταν μια εσωτερική αναζήτηση λύτρωσης.

Στα αυτιά μου ηχεί ακόμη η φωνή του, κάθε φορά που τον φέρνω στη μνήμη:

— Ρεε… Κόκο…

Γιώργος Καραγιώργης

15 Απριλίου 2025

12 April 2025

Λεωφορεία, "πιπιριλιά" και αλετράκια του χτες


by George Karageorgis


Τα λεωφορεία για τα χωριά δυτικά της Επαρχίας Λάρνακας ξεκινούσαν για την επιστροφή γύρω στις 1:30 μετά το μεσημέρι από την πλατεία του Αγίου Λαζάρου το ένα μετά το άλλο. Για την Αναφωτία αναχωρούσαν δύο, του Σταυράκη και του Αντρέα του Πετρολαά που μετέφεραν τους μαθητές μαζί με τυχόν επιβάτες και ακόμα ένα πιο αργά, το λεωφορείο του Ανδρέα του Πούμπα για να μεταφέρει τους εργάτες κατά τις 7:00 αργά το απόγευμα.
Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα ολόκληρου του χωριού κατά το 1970 ήταν κάπως λιγότερα από όσα έχει σήμερα ένα σπίτι στον περίγυρο του. Οι μαθητές είχαν μόνο δύο επιλογές για την μεταφορά τους στο Γυμνάσιο ή Λύκειο. Η προτίμηση καθοριζόταν από πολλούς παράγοντες, όπως οι φιλικές και συγγενικές σχέσεις των γονιών, με τον ιδιοκτήτη οι κουμπαρικές υποχρεώσεις ή ανάλογα με τα «απλήρωτα αγώγια» των παιδιών τους που εκκρεμούσαν την προηγούμενη χρονιά.
Το λεωφορείο του Πετρολαά ήταν συνήθως παρκαρισμένο μέσα στη Στοά του Κλεόπα και του Σταυράκη στο παζάρι το Τούρκικο. Αν σχολάγαμε πεντάωρο περπατούσαμε από το Λύκειο και περιμέναμε μέσα στο παρκαρισμένο λεωφορείο για να μην μας βασανίζει η πείνα μας από τις μυρωδιές των τόσον εδεσμάτων εκτός αν σπάνια μας τύγχανε να είχαμε λεφτά για ένα σαντουϊτς από τον Μανώλη ή σουβλάκια από την Σοφκιαλίνα που βρισκόντουσαν απέναντι στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και στην καλύτερη περίπτωση σουβλάκια και πέρκολα μέσα στο Τουρκικό παζάρι. Σε περίπτωση που το λεωφορείο δεν έπαιρνε μπρος κατά την εκκίνηση που αυτό συνέβαινε τακτικά υπήρχε και η εναλλακτική λύση της μανιβέλας για να γυρίσει η μηχανή.
Στην πρώτη στάση που ήτανε μπροστά στο περίπτερο της Αναστασίας έπρεπε να φορτωθούν μάτσες από τριφύλλι για τα κουνέλια στην πίσω κρεμαστή πόρτα και παραλαμβάνονταν οι νέες εφημερίδες. Το ταχυδρομείο στην μπεζ χρώματος σακούλα με την κλειδαριά από πάνω φρόντιζε ο οδηγός από ώρας να το κρατά δίπλα του για να το παραδώσει στο Συνεργατικό Παντοπωλείο. Επίσης πάντοτε στην οροφή του λεωφορείου υπήρχαν στοιβαγμένες σακούλες με λιπάσματα, τροφές, σπόροι, μποτίλιες με γκάζι και άλλες αναγκαίες προμήθειες. Κάναμε ιδιαίτερη χαρά εγώ και ο κολλητός μου όταν βλέπαμε αυτό το φορτίο γιατί θα το ξεφορτώναμε και θα είχαμε χρήμα την επομένη. Μέσα οι επιβάτες μετέφεραν τσάντες με ψώνια της πόλης ακόμα και άσπρες ζωντανές κότες με τα πόδια δεμένα κάτω από τις μαξιλάρες,
Αφού επιβιβάζονταν οι μερικοί μαθητές που είχαν την τύχη να σχολάσουν πιο νωρίς και μερικοί επιβάτες το λεωφορείο ξεκινούσε με βαρεμένη ταχύτητα την διαδρομή του. Δεύτερο σταμάτημα έξω από τον φούρνο του Νεόφυτου να βάλει μέσα την σακούλα με τα ζεστά μαλακά ψωμιά του Συνεργατικού για όσους δεν ζύμωναν ή γι’ αυτούς που τους «έλειψαν». Μέχρι να φτάναμε στις καμάρες από χέρι σε χέρι και εκτός της οπτικής ακτίνας που έπιανε το καθρεφτάκι του οδηγού "εξαφανίζαμε" ένα ή δύο για να καλμάρει η πείνα μας που από τις 7 το πρωί γινότανε 2 και μισή για να την χορτάσουμε.
Επόμενη στάση το Παγκύπριο Λύκειο δίπλα στο νοσοκομείο. Εδώ επιβιβάζονταν και οι μαθητές της Αμερικανικής Ακαδημίας, φυσικά αν είχαν εφτάωρο θα τους περιμέναμε για λίγο. Μετά στο δέντρο της Μητρόπολης για να πιάσουμε όσους πήγαινα στην Τεχνική σχολή και ακολούθως στην Δροσιά για να επιβιβαστεί η κυρία Παναγιωτού μάνα του ήρωα Μιχαλάκη Παρίδη, ακριβώς στο σημείο που την κατεβάζαμε το πρωί βαρυφορτωμένη με τσάντες «κανίσια» για να επισκεφτεί την κόρη της. Στην συνέχεια προς το Γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου να μπουν και οι τελευταίοι μαθητές.
Μέσα στο λεωφορείο υπήρχε μια άτυπη αλλά σεβαστή εθιμοτυπία για τις θέσεις, Οι μαθήτριες πάντα εισέρχονταν από την πόρτα δίπλα στον συνοδηγό και καθόντουσαν η μια διπλά από την άλλη στις δύο μπροστινές παράλληλες μαξιλάρες που έφτανα από παράθυρο σε παράθυρο. Από την πίσω πόρτα στα αριστερά μπαίνανε οι άρρενες μαθητές με θέση στην πίσω μαξιλάρα, και στις δύο πλευρικές. Στις μονές που βρίσκονταν στο μέσο προτεραιότητα είχαν οι ενήλικες επιβάτες. Στριμωγμένοι σαν σαρδέλες σε κουτί με συρόμενα παράθυρα να μην κλείνουν ποτέ καλά. Δεν λέω ότι ζεσταινόμαστε τον χειμώνα χωρίς θέρμανση αλλά τα πόδια μας σίγουρα πάγωναν από τον κρύο αέρα που εισερχόταν από τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος.
Στις καμάρες κατεβάζαμε τις Σαρμαλλούες κόρες του Σαρμαλλή που χρησιμοποιούσαν το λεωφορείο μας για το σχολείο. Πέρναμε τον δρόμο προς του Κρασά και το γερασμένο πέτ-φορτ επιτέλους ανάπτυσσέ ταχύτητα προς την Αναφωτία μέσω Αλεθρικού. Στο Αλεθρικό επίσης κατεβάζαμε μαθητές που προτιμούσαν τα δικά μας λεωφορεία για δικούς τους λόγους.
Ένας από τους πιο σταθερούς ηλικιωμένους επιβάτες που είχαμε ανάμεσα μας ήταν ο Δημήτρης Αντωνίου, ο γνωστός σε όλους «Μήτσιος». Ο Μήτσιος ήταν ένας γραφικός άνθρωπος με γραμμικό μουστάκι και γκρίζα μαλιά, πολύ αγαπητός στους συγχωριανούς του και ιδιαίτερα στους νεαρούς. Ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «ο ανηψιός» πιθανό γιατί περίπου όλους τους αποκαλούσε έτσι. Παρόλο που η ζωή του πέρασε χίλια μύρια κύματα και φουρτούνες πάντα διατηρούσε το χιούμορ και το χαμόγελο του. Ταπεινός φιλικός και πάντοτε ευγενικός . Αν και είχε χάσει ένα γιό του σε δυστύχημα και έζησε δυσάρεστες καταστάσεις προσπαθούσε με αξιοπρέπεια δυναμικά στην βιοπάλη ως εργάτης, λαικός τεχνίτης και ποιητής. Για πολλά χρόνια έπαιρνε το πρώτο βραβείο στα «τσιαττίσματα» στην πανήγυρη του Κατακλυσμού. Ζούσε μόνος όταν τον γνώρισα σε ένα τεράστιο σπίτι μετά από τον χωρισμό του, αφού τα παιδιά του μεγάλωσαν και πήραν τον δρόμο τους
Με τον Μήτσιο καθημερινό σχεδόν συνταξιδιώτη από την Αναφωτία στην Λάρνακα και πίσω, εμείς οι τότε μαθητές τον απολαμβάναμε. Μας έδινε σημασία και εμείς ανταγωνιζόμασταν ποιος θα τον προσπεράσει σε αστεία και πειράγματα.
Το Λεωφορείο σταματούσε στην πλατεία του χωριού και αμέσως τρέχαμε να δώσουμε την πόστα στον Ευστάθιο που ήταν διαχειριστής του Συνεργατικού παντοπωλείου για να διαβάσει δυνατά τα ονόματα που αφορούσαν τον κάθε παραλήπτη. Εμείς συνεχίζαμε τα αστεία με τον Μήτσιο ακόμα και στον δρόμο. Μετά το διάβασμα όποτε βρίσκαμε χρόνο τον συντροφεύαμε στην βεράντα του σπιτιού και μύλου του θείου του, του Κουσκουτή που ήταν διπλά στο δικό του. Εδώ μ΄ ένα σκεπάρνι πελεκούσε τα ξύλα περισσεύματα κατασκευής επίπλων που μάζευε από τα πελεκανιά της Λάρνακας και τα μετέφερε καθημερινά σπίτι του. Άλλωστε η επίσκεψη του στην πόλη ήτανε αυτό που λέμε «με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια». Μέχρι το επόμενο πρωί με τα αποκόμματα των ξύλων έφτιαχνε μινιατούρες αλετράκια σκαλισμένα με λεπτομέρεια, δείγματα αυθεντικής λαϊκής τέχνης. και τα μετέφερνε στην πόλη για να τα πουλήσει. Ήτανε τόσο όμορφα και κομψά, σκέτη λαϊκή καλλιτεχνία που τα ξεπουλούσε με ευκολία και μετά ξαναγύριζε τους πελεκάνους να μαζέψει υλικό για την επόμενη δόση ανακύκλωσης που θα έφτιαχνε το απόγευμα.
Εκεί ακριβώς μπροστά του με τα χέρια στα μαγουλά και γουρλωτά τα μάτια μικροί και περίεργοι ρουφούσαμε όποια ιστορία μας ξεφούρνιζε και τον πιστεύαμε γιατί τον πιστώναμε για την αυθεντικότητα του.
Ο Μήτσιος για μας δεν ήταν απλά φίλος αλλά και προμηθευτής - «ππιριλιών». Για τα Δωδεκάχρονα και δεκατριάχρονα την εποχή μας το καλύτερο παιχνίδι ήταν τα «ππιριλιά» (οι βόλοι). Στις τσέπες μας μέσα πάντα κυκλοφορούσαμε με αυτά. Υπήρχε ένας ανταγωνισμός μεταξύ μας στο ποιος θα αποκτήσει τα περισσότερα τα πιο όμορφα και τα πιο σπάνια.. Όταν συναντιόμαστε όλο και κάποιο καινούργιο απόκτημα θα επιδεικνύαμε στον συνομήλικο μας, Ακόμη και μέσα στο ιερό της εκκλησίας που σφαζόμαστε ποιός θα μπει για να πιάσει τα εξαπτέρυγά αντί για Πάτερ ημών εμείς οι μικροί δείχναμε στον διπλανό τον πολύχρωμο φανταχτερό «κίττο» που μας πούλησε ο Μήτσιος
Το παιχνίδι των «ππιριλιών» (των βόλων) ήταν σκέτη μαγεία και πολύ ενδιαφέρον. Στήναμε τα «“ππιριλιά”» σε γραμμή κάτω στο χώμα. Ρίχναμε από απόσταση το κάπως μεγαλύτερο που ονομάζαμε «κίττο» και όταν τα κτυπούσε σκόρπιζαν πέρα δώθε. Στην συνέχεια γονατούσαμε και με δύο δάκτυλα κτυπούσαμε τον «κίττο» προς κάποιο βόλο. Αν τον «κουτσιούσαμε» (δηλαδή τον πετυχαίναμε) όπως λέγαμε που προήλθε ίσως από το αγγλικό good shot, τότε ο βόλος ήταν απόκτημα μας και ο άλλος παίκτης τον έχανε. Έτσι λοιπόν οι καλοί παίκτες είχαν πολλά «“ππιριλιά”». Οι αδέξιοι συνεχώς αγόραζαν από τον Μήτσιο.
Ο Μήτσιος όμως ακρίβωσε τα “ππιριλιά” του και μας δυσαρέστησε. Ψάχναμε να βρούμε ευκαιρία να του την φέρουμε δηλαδή να τον εκδικηθούμε
Μια μέρα λοιπόν που καθόμαστε γύρο του μας λέει ότι μια κυράτσα στην Λάρνακα του ζήτησε να της πουλήσει ωραία μεγάλα σύκα. Αμέσως ανταποκριθήκαμε να του τα φέρουμε και να μας πληρώσει με τόσα «“ππιριλιά”». Δέκτηκε και η συμφωνία έκλεισε.
Παίρνουμε το κατήφορο και πάμε στο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς» που βρισκόταν μια συκιά με μεγάλα μαύρα σύκα αλλά όχι αρκετά για να γεμίσει ένα κιβώτιο. Προσέξαμε δίπλα στο κυπαρίσσι ο Αντώνης Μιχαήλ (Ττάππος) ο οποίος έκανε κοντραμπάντα με γαιδάρους είχε μερικούς δεμένους στο διπλανό χωράφι. Και τότε μας ήρθε η έμπνευση. Πάμε κοντά τους και μαζεύουμε μεγάλα μαύρα απορρίμματα των γαϊδουριών αντί για σύκα και γεμίζουμε σχεδόν το κασόνι. Βάζουμε και το πάνω επίπεδο με τα πιο μεγάλα και όμορφα σύκα και πάμε στον φίλο μας. Αυτός τα βλέπει, εντυπωσιάζετε και μας δίνει τα “ππιριλιά” ως αντίτιμο.
Την άλλη μέρα, μέσα στο λεωφορείο, κουνώντας το χέρι και γελώντας όπως μόνο αυτός ήξερε, μας λέει:
«Τώρα, τώρα...» «Εννά σας σάσω...»
Δεν ξέρουμε αν τελικά το είπε σοβαρά ή για να μας τιμωρήσει με άλλη αύξηση στα "ππυριλιά". Ξέρουμε μόνο πως εκείνη τη μέρα που προβήκαμε σε αυτή την γελοία πράξη, εκτός από “ππιριλιά”, είχαμε αποκτήσει κι ένα μικρό μυστικό — απ’ αυτά που κρατάς για μια ζωή, γιατί μέσα τους χωράει ολόκληρη η παιδική αθώα σου ηλικία.
Πέρασαν 23 χρόνια και η πορεία μου από μετανάστης με έφερε ακριβώς απέναντι από την πρώτη στάση του λεωφορείου να φτιάχνω καφέδες. Όλα άλλαξαν ακόμα και το Λεωφορείο της Αναφωτίας έγινε πολυτελείας αλλά τώρα ‘έπαιρνε μόνο μαθητές και όχι π.χ. τριφύλλια και άλλα. Σχεδόν όλοι έχαν το δικό τους αυτοκίνητο. Ο Μήτσιος γέρος πια, σαν κουρδισμένο ρομπότ, ακόμα συνέχιζε αυτό που ήξερε να κάνει καλά για να έχει η ζωή του ουσία και η τσέπη του μερίδιο στο χρήμα. Αλλά τώρα η διαδρομή του άλλαξε και δεν ήταν από τον Άγιο Λάζαρο προς της Φοινικούδες αλλά από τον σταθμό των λεωφορείων της ανατολικής επαρχίας της Λάρνακας κατάληγε στου Αγίου Λαζάρου σχεδόν κάθε μέρα. Ο λόγος ήταν ότι παντρεύτηκε για τρίτη φορά στο Αυγόρου και ζούσε εκεί στην ίδια ρουτίνα. Έμπαινε στο καφέ με τα καλλιτεχνήματα του χαμογελαστός όπως πάντα, καθότανε να ξεκουραστεί για λίγο, να δει και κανένα συγχωριανό, να πουλήσει σε καμιάς τουρίστρια ένα αλετράκι και να τον κεράσω καφέ.
Πάντα μου θύμιζε γελώντας
«Ρε ανηψιές δεν ξεχνώ το τι μου κάνατε και θα σας ξεπληρώσω μια μέρα που θα μου πάτε;
«Και αυτή η συνεχιζόμενη υπενθύμιση ακουγότανε καλλιτεχνικά στα αυτιά μας. Όπως ένα αλετράκι του Μήτσιου.»
Γιωργος Καραγιώργης
12 Απριλίου 2025

10 April 2025

Η Χαβούζα

 


Τα σπίτια ήταν όλα εντυπωσιακά στην Απλάντα, με πάρα πολλές κάμαρες, κατώγια και ανώγια, με μπαλκόνια που φανέρωναν πως, εδώ, σε αυτό το ερημωμένο χωριό, ζούσαν κάποτε πολύ ευκατάστατοι νοικοκυραίοι. Ήταν κτισμένα σε μεγάλη κυκλική απόσταση από τη φουντάνα, που βρισκόταν στο κέντρο μιας τεράστιας χωμάτινης πλατείας. Συχνά, όταν φυσούσε ο άνεμος, ένα σύννεφο σκόνης γύριζε πέρα δώθε, παρασύροντας μαζί του και κάποιο ξερό θάμνο. Κάποιο παράθυρο, ανοιχτό και αστήρικτο, θα χτυπούσε ρυθμικά, κι ο αντίλαλος στα άδεια δωμάτια ακουγόταν σαν σκηνή από έργο του Χάι Τσιάπαραλ, με τον Μανωλίτο καβάλα στο άλογο.

Εκεί, στο κέντρο του χωριού, μαζευόμασταν όλοι οι βοσκοί από το διπλανό χωριό γύρω στο μεσημέρι για να ποτίσουμε τα πρόβατα μας, στο λιοπύρι του καλοκαιριού,. Κάθε κοπάδι αποτραβιόταν μετά το νερό στη σκιά κάποιας κατοικίας ή στην εσωτερική αυλή των άδειων σπιτιών αναζητώντας λίγη δροσιά, Οι μικροί εξερευνητές βρίσκαμε τότε τον χρόνο να ανασκοπήσουμε λεπτομερώς τα νεκρά σπίτια, από κάμαρη σε κάμαρη, από λουτρό σε στάβλο και η σιωπή δεν διέφερε καθόλου από εκείνη του νεκροταφείου που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, περιφραγμένο με ευκαλύπτους και κυπαρίσσια. Στη σκέψη μας πλανιόταν η αφελής, παιδική απορία: γιατί τάχα εγκατέλειψαν οι κάτοικοι αυτά τα τόσο ωραία σπίτια; Και πού πήγαν; Δεν είχαμε ιδέα από πολιτικά γεγονότα στην αθώα μας ηλικία. Απλώς ακούγαμε τους μεγάλους να λένε: «Έφυγαν όλοι σε μια νύχτα».

Όταν τελείωνε η ανάπαυλα του μεσημεριού και δρόσιζε λίγο, μαζεύαμε στη βούρκα ό,τι είχε μείνει από το λιτό μας γεύμα, που ήταν συνήθως ελιές, χαλούμι, ψωμί και ντομάτα και, αφού γεμίζαμε το παγούρι μας με το κρύο νερό που έφερε η Αγγλοκρατία το 1953, κατηφορίζαμε μέσα σε σύννεφα σκόνης προς τις χρυσομηλιές που βρίσκονταν στη Λαξιά, μπροστά από τη Βίκλα, για να φάνε τα πρόβατα τα χρυσοπράσινα φύλλα που ο άνεμος τα είχε ρίξει στο έδαφος από τα πανύψηλα δέντρα. Εμείς απολαμβάναμε χαλαρά τα πρώτα φρούτα που ωρίμαζαν, εύγευστα ρόδινα χρυσόμηλα και μέσπιλα, χωρίς  καν να ρωτήσουμε τον ιδιοκτήτη τους. Ένας πράσινος παράδεισος στην γη υπό σκιά.

Μετά τα φύλλα, τα πρόβατα, καθοδηγούμενα από τη συνήθεια, προχωρούσαν προς τις Περβόλες, να απλωθούν στα χωράφια με τις ποκαλάμες, πλευρικά στον Πούλλο, και να επιστρέψουν προς τη Χαβούζα. Η Χαβούζα ήταν μια μεγάλη δεξαμενή σε ύψωμα, με βάθος 2,5 μέτρα, η οποία γέμιζε με το νερό από τη φυσική βρύση που ανάβλυζε σε μεγάλο όγκο και πίεση στη ρίζα του Πούλλου και, μέσω τεχνητού αυλακιού, κατέληγε στα περβόλια, στα αμπέλια και στις χρυσομηλιές. Το πάνω μέρος της δεξαμενής, πλάτους ενός μέτρου, ήταν μονίμως ξεχυλισμένο, και  καλυμμένο με πράσινες γλιστερές άλγες.

Εκείνο το απόγευμα, ήμασταν όλα τα αγόρια σε εξόρμηση από τους Πλακωτούς προς την Απλάντα. Παιδιά του δημοτικού σχολείου που τα καλοκαίρια τα περνούσαμε συνεχώς ξυπόλυτα, είτε πίσω από τα πρόβατα είτε στο περβόλι. Ταυτόχρονα, βρίσκαμε πάντα χρόνο και τρόπο για παιχνίδι.

Τα πρόβατα έφτασαν μέχρι τη Χαβούζα και, στη σειρά, έσκυψαν στο αυλάκι που εκτεινόταν προς τα χωράφια, για να σβήσουν τη δίψα τους. Εμείς αρπάξαμε την ευκαιρία και ανεβήκαμε στη Χαβούζα, αρχίζοντας να τρέχουμε γύρω γύρω, στο χείλος της ξεχειλισμένης δεξαμενής. Η δροσιά που νιώθαμε κάτω από τα γυμνά μας πόδια και ο θόρυβος του τρεχούμενου νερού μάς συνεπήρε. Ξαφνικά, ο μικρός Δημήτρης γλιστρά και, σε κλάσμα δευτερολέπτου, πέφτει μέσα. Βρισκόμουν ακριβώς πίσω του και τα ’χασα. Τον βλέπω να βουλιάζει και να χάνεται σε έναν υγρό τάφο. Κανένας μας δεν ήξερε κολύμπι, κι ο πανικός μας κατέκλυσε. Ο αδελφός μας χανόταν μπροστά στα μάτια μας κι εμείς ανήμποροι να τον σώσουμε. Ο φόβος και η ενοχή με συνεπήραν. Ήμουν ο μεγαλύτερος και θα μου έριχναν όλη  την ευθύνη. Πέφτω αμέσως κάτω και, μόλις τη δεύτερη φορά ξεπροβάλλει το κεφάλι του από το νερό, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον τραβώ προς τα πάνω. Τον βοηθάμε να βγει στο δάπεδο και η καρδιά μας επανέρχεται σε κανονικούς ρυθμούς.

Ο Δημήτρης σήμερα κλείνει τα 60 του χρόνια — και δεν έγινε αγγελούδι στα 6 του.

Γιωργος Καραγιώργης

10 Απριλίου 2025

8 April 2025

Το λεωφορείο της Αναφωτίας 1960 - 1975

 

Το λεωφορείο του Σταυράκη ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Αυτή τη φορά, γεμάτο. Αλλά η εκκίνηση θα γινόταν έξω από το σπίτι του οδηγού, στην πάνω γειτονιά, και όχι από την πλατεία. Προορισμός: αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Όλοι μέσα: οι γείτονες, οι συγγενείς, η μάνα, ο πατέρας και τα οκτώ παιδιά. Όλοι είχαν βάλει τα καλά τους, σαν να ’ταν γιορτή.
Τους τελευταίους μήνες έγιναν όλα όσα έπρεπε να γίνουν. Μπήκαμε σε ένα εννιαθέσιο ταξί από τη Λάρνακα για το Βαρώσι, για πρώτη φορά, για να πάνε όλα τα παιδιά για εξέταση από γιατρό της πρεσβείας. Είδαμε για πρώτη φορά τον φακό της φωτογραφικής μηχανής για τις φωτογραφίες που θα συνόδευαν τα έγγραφα, και ο πατέρας μας μάς αγόρασε και παγωτό. Όλα έγιναν με πρόγραμμα και με καθοδήγηση από τον Τελεβάντο – αδελφό της θείας και, ως πρωτευουσιάνος, γνώστη των γραφειοκρατικών.
Δεν είμαι σίγουρος μέχρι σήμερα τι ώθησε τους γονείς μας να πάρουν αυτή την απόφαση. Ίσως οι πολλές επιστολές, που κάθε βδομάδα τους ικέτευαν, ότι δεν έχουν παιδιά και πως θα ήθελαν πολύ να στηρίξουν ένα κοριτσάκι από τα τέσσερα μας. Ίσως οι δυσκολίες να ανατραφεί η πολυμελής οικογένεια. Ίσως η μεσολάβηση τρίτων. Τελικά, με δισταγμό, πείστηκαν οι γονείς μας και ενέδωσαν σε μια βουτιά προς το λάθος.
Ο δρόμος προς τη Λευκωσία έμοιαζε πορεία προς το άγνωστο. Στο λεωφορείο επικρατούσε μια νεκρική σιωπή, που έσπαγε κάπου κάπου με κάποιο ανούσιο σχόλιο – και ξανά ησυχία. Έτσι φτάσαμε τελικά στο πολυτελές αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Κατεβήκαμε τριάντα άτομα και ένα κορίτσι με μια τεράστια βαλίτσα. Ο Τελεβάντος ήταν εκεί για να μας συνοδεύσει στον έλεγχο των διαβατηρίων. Ακολούθησαν αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα, και το κοριτσάκι μας προχώρησε στην αίθουσα των επιβατών. Εμείς ανεβήκαμε στον εξώστη, κι από ψηλά αντικρίσαμε ένα παιδάκι, μέσα σε πλήθος κόσμου, ολομόναχο, να μας κοιτάζει χαμένο και φοβισμένο.
Στα μάτια του είδαμε αυτό που μας κυνηγούσε για τα επόμενα 16 χρόνια — και στα μετέπειτα, κάπως πιο ελαφρά: ένα τεράστιο «γιατί». Γιατί προχωρήσαμε σε αυτή την πράξη;
Το κορίτσι, εννέα χρονών, προχώρησε προς την έξοδο για το αεροπλάνο και χάθηκε από τη ζωή μας για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Ούτε γράμμα, ούτε φωτογραφία, ούτε τηλεφώνημα.
Επιστρέψαμε στο χωριό. Δεν μιλούσαμε για ώρες. Θλίψη και σιωπή. Ο καθένας στη συνέχεια του και στο καθήκον του. Έπρεπε να πάω στα κατήφορα, να διώξω τα σπουργίτια από τη φυτεία με τα φασόλια για να μην τα φάνε. Η μόνη διέξοδος: το τεράστιο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς», που ανεβοκατεβαίναμε όλα τα παιδιά. Ανέβηκα στην κορυφή με ταχύτητα. Κάθισα πάνω σε γερό κλώνο και κοίταξα τον ορίζοντα, που είχε πάρει πορφυρό χρώμα προς τη δύση. Και έκλαψα πολύ — πάρα πολύ. Ένιωσα μόνος, χωρίς το άλλο μου μισό.
Αύγουστος 1970, στο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς».

Το λάστιχο στο κυπαρίσι της «Ττοππουζούς»

 




Ήτανε Ιανουάριος, ένας από εκείνους τους κρύους μήνες που αχνίζει η εκπνοή και τα χέρια ξεπαγώνουν. Είχαν περάσει έξι και κάτι χρόνια από τότε που η γέννηση του τέταρτου παιδιού στην εύφορη – και έμφορτη από αγάπη – οικογένεια, που επιτέλους έκανε τον γιο, μετά από τρία κορίτσια και που αμέσως μετά την εκφώνηση της μαμμούς ότι είναι παλικάρι, κεράστηκαν όλοι στην γειτονιά με γλυκό αμυγδάλου, με το ίδιο κουταλάκι,. Αυτό το αγόρι που έφερε περισσή χαρά ψυχή τε και σώματι ήμουν εγώ και κανένας άλλος.
Ο πατέρας που με είχε το καμάρι του χωρίς ποτέ να το διαλαλεί του άρεσε να με παίρνει μαζί του στο κοπάδι ίσως για συντροφιά, πιθανό και για να ξαλαφρώνει το σπίτι και την μάνα. Εκείνο τον χειμωνιάτικο μήνα οδηγούσαμε τα πρόβατα στον «φαρρά» που έτσι λέγαμε το φρέσκο χορτάρι σιτηρών που ήταν η ιδανική τροφή για να κατεβάζουνε περισσότερο γάλα οι προβαττίνες.
Μπροστά λοιπόν ο πατέρας με τον μαύρο σκύλο τον «καραπέτ» ακολούθως καμιά 60αρια πρόβατα και αρκετά μέτρα πιο πίσω ο κανακάρης του
Ξαφνικά βλέπω στο έδαφος ένα λάστιχο, δεμένο σε δερμάτινο γεμιστήρα - σαν αυτό που κρατούσαν τα άλλα αγόρια της ηλικίας μου και που εγώ δεν είχα γιατί απαγορευόταν αυστηρά στην οικογένεια.
Το παίρνω λοιπόν με μια ανείπωτη ικανοποίηση και βρίσκω μία μικρή πέτρα που ταίριαζε ακριβώς στη θήκη της λαστιχένιας σφεντόνας και φτάνω στο κυπαρίσι της «Ττοππουζούς», εκεί που ήδη τα πρόβατα είχαν απλωθεί στο χωράφι και βοσκούσαν.
Ο πατέρας, ξαπλωμένος πλάγια, απολάμβανε το δροσερό χορτάρι. Πάω αμέσως απέναντί του και του επιδεικνύω περήφανα το τεντωμένο στα δυο μου χέρια λάστιχο που μόλις απόκτησα. Μου φωνάζει να το πετάξω αλλά εγώ τον σημαδεύω και του λέω:
—Θα σε φτώσω!
Μου απαντά:
—Παρέτα.
Τον ξαναρωτάω, παίζοντας:
—Φτώνωσε;
Μου λέει πάλι, πιο αυστηρά:
—Παρέτα.
Τεντώνω περισσότερο το λάστιχο και τον απειλώ γελώντας:
—Θα σε φτώσω!
Μα το δερμάτινο μέρος ξεφεύγει από τα δάχτυλά μου και η πέτρα βρίσκει τον πατέρα ακριβώς στο μάτι.
Ο φόβος, βλέποντάς τον να γέρνει πίσω και να σπαράζει από τον πόνο, μου έβαλε φτερά στα πόδια. Σε λίγα λεπτά ήμουν πίσω στο σπίτι, σαν φοβισμένο σπουργίτι, έχοντας πετάξει στον δρόμο το "φονικό" όπλο.
Γιατί επέστρεψες με ρωτάει η μάνα και της αραδιάζω κάποιες φτηνές παιδικές δικαιολογίες.
Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και να σου ο πατέρας, σαν αφηνιασμένο θηρίο, μπαίνει στην πόρτα με μια βίτσα στο χέρι.
—Αυτή σε βλάπτει, αυτή σε ωφελεί!
Με έκανε «σημηθκιά» στο ξύλο.
Του ξέφυγα ευτυχώς για να παραμείνω ζωντανός. Και όντως, παραμένω μέχρι σήμερα, 60 χρόνια μετά.
Το βράδυ φοβόμουν να επιστρέψω στο σπίτι. Έκανε τσουχτερό κρύο. Πήγα στον στάβλο και κοιμήθηκα ανάμεσα στο «στρατούρι» του γαϊδουριού που είχαμε.
Κατά τα μεσάνυκτα ένοιωσα το μάγουλο μου να ακουμπά τον ζεστό ώμο του πατέρα μου. Προσποιήθηκα ότι κοιμόμουνα βαθιά καθώς με μετέφερε ήσυχα στο κρεβάτι μου.
Γιώργος Καραγιώργης
8 Απριλίου 2025

Η ασετυλίνη και η απώλεια

 


Η διαδικασία ήταν απλή. Αγοράζαμε ένα κομμάτι ασετυλίνης (πέτρα καρβιδίου), συνήθως την περίοδο του Πάσχα και ειδικά το βράδυ της Ανάστασης. Ο εκκωφαντικός κρότος ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς – αλλά και επικίνδυνους – τρόπους εορτασμού των παιδικών μας χρόνων. Ήταν ένα από εκείνα τα παλιά, παραδοσιακά παιχνίδια, που συνδύαζαν την εφευρετικότητα της παιδικής φαντασίας με τη χαλαρότητα της εποχής απέναντι στην ασφάλεια.

Αποτελούσε ένα άτυπο έθιμο της κυπριακής νεολαίας, που περνούσε από γενιά σε γενιά. Αν και σήμερα έχει εκλείψει, αφού αντικαταστάθηκε από εργοστασιακά – και συχνά πιο επικίνδυνα – σκευάσματα, εκείνο είχε τη δική του μαγεία.

Η τεχνική ήταν πάντα η ίδια. Τοποθετούσαμε την πέτρα μέσα σε μεταλλικό δοχείο – συνήθως ένα άδειο κουτί Νες Καφέ. Με μια σπόντα ανοίγαμε μια μικρή τρύπα στο πίσω μέρος. Ρίχναμε πάνω της λίγο σάλιο ή νερό, ξεκινώντας έτσι τη χημική αντίδραση: η πέτρα παρήγαγε ασετυλίνη, ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο αέριο που γέμιζε το εσωτερικό του κουτιού. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, ανάβαμε ένα σπίρτο στην τρύπα, και το καπάκι εκτοξευόταν με τρομακτικό θόρυβο, προκαλώντας συνάμα ενθουσιασμό και φόβο. Όσο πιο δυνατή η έκρηξη, τόσο πιο πετυχημένο το «μπαμ» της Ανάστασης. Αυτό ήταν  το δικό μας "παρών" στο «Χριστός Ανέστη».

Γύρω στο 1970, η οικογένειά μας είχε φυτέψει φασόλια – σε συνεταιρισμό με τον Παπαγιώργη – στο χωράφι δίπλα στο κυπαρίσσι της «Ττοππουζούς». Οι «στρούφοι» όμως, κατά χιλιάδες, καταστρέφανε την φυτεία. Στο Δημοτικό ακόμα τότε,  κατά της σχολικές διακοπές, ο πατέρας μας έστελνε εμένα και τ' αδέλφια μου να διώχνουμε τα πουλιά. Κρατούσαμε μεταλλικούς τενεκέδες και τους χτυπούσαμε δυνατά για να τα τρομάξουμε.

Γρήγορα επιστρατεύσαμε και τη μέθοδο  της ασετυλίνης,  που έδινε πιο δυνατούς και σταθερούς κρότους. Έτσι γινόταν πιο αποτελεσματική η αποστολή μας.

Ένα καυτό απόγευμα του Αυγούστου, ήρθε η σειρά μου για βάρδια. Κάτω από τη σκιά του τεράστιου κυπαρισσιού κάθισα πάνω σε μια πέτρα και άρχισα τη γνωστή διαδικασία: φτύσιμο στην πέτρα μέσα στο κουτί, καλό σφράγισμα με το καπάκι, το κουτί στο αυτί μέχρι να σταματήσει ο ήχος της αντίδρασης, τοποθέτηση στο έδαφος, πάτημα με το πόδι, άναμμα του σπίρτου, επαφή της φλόγας στην τρυπίτσα και… «μπουμ»! Ο κρότος ακουγόταν μέχρι το Σταυροβούνι. Ξανά και ξανά, χωρίς σταματημό.

Καθώς έπεφτε το απόγευμα, μου είχε μείνει μόνο ένα σπίρτο. Πώς θα συνέχιζα τον «πόλεμο» ενάντια στους στρούφους χωρίς πυρομαχικά; Η ανάγκη γέννησε... ευρηματικότητα  Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα: θα άναβα φωτιά, θα δημιουργούσα αναμμένα κάρβουνα, και θα πετούσα το κουτί πάνω– αντί για σπίρτο. Και πράγματι, λειτούργησε. Συνέχισα έτσι να ρίχνω το μεταλλικό δοχείο στη φωτιά, προκαλώντας εκρήξεις που τρόμαζαν τα πουλιά.

Κάποια στιγμή,  το έριξα με αρκετή δόση από σάλιο και η ατυχία χτύπησε. Το κουτί προσγειώθηκε σε κατεύθυνση στα μούτρα μου.  Το καπάκι εκτοξεύτηκε προς εμένα, κτυπώντας με απευθείας στο μάτι. Έπεσα ανάσκελα κρατώντας το πρόσωπό μου και ουρλιάζοντας από τον πόνο.

Εξήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε, και όμως εκείνη η παιδική αφέλεια μου στοίχισε – για πάντα. Το φως στο αριστερό μου μάτι χάθηκε.

 

Γιώργος Καραγιώργης

8 Απριλίου 2025