ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

20 April 2025

Ο «Ρουβιττάς» και το «Ου... ου... ου»


Ο καβαλάρης τράβηξε απότομα και με δύναμη τα ρέτσινα του γαϊδουριού, σταματώντας μπροστά από το καφενείο του Αρτέμη, και έγνεψε στον καφετζή να βγει έξω. Εκείνος πρόβαλε στην πόρτα με σεβαστικό ύφος, λες κι έλεγε με το βλέμμα του: «Διατάξτε, αφέντη».

Ο πελάτης, χωρίς να ξεπεζέψει ή να χαιρετήσει, ανασήκωσε το χέρι και πρόβαλε δύο δάχτυλα — σε μια ανάποδη χειρονομία ειρήνης. Ο καφετζής, μαθημένος πια σ’ αυτή τη σιωπηλή παραγγελία, έβγαλε χωρίς χρονοτριβή το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του μαύρου του πουκαμίσου, τράβηξε δύο και τα πρόσφερε στον κύριο Σταυρή.

Εκείνος τα άρπαξε με το ένα χέρι και με το άλλο τού έδωσε το σελίνι που κρατούσε από ώρα σφιχτά στην παλάμη του, για να αποφύγει κάθε καθυστέρηση. Ήταν η καθιερωμένη του συνήθεια: δύο τσιγάρα δρόμος — ένα για τη διαδρομή προς το αμπέλι κι ένα για την επιστροφή.

Έβαλε το ένα στην τσέπη του χακί πουκαμίσου, το άλλο στο στόμα. Το άναψε σχεδόν μηχανικά, με μια κίνηση που πρόδιδε εμπειρία δεκαετιών, κι εξαφανίστηκε καβάλα στο ζώο του με προορισμό την «Αγκαθερή».

Ο κύριος Σταυρής, γνωστός στο χωριό με το παρατσούκλι «Ρουβιττάς» —αν και κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα ποιος και γιατί του το κόλλησε— εκτελούσε με θρησκευτική ευλάβεια τη διαδρομή της καθημερινής του ρουτίνας, καβάλα στο γαϊδούρι του, λες και επρόκειτο για ιερή αποστολή.

Κακές γλώσσες έλεγαν πως το «παρατσούκλι» προερχόταν από την... περιορισμένων διαστάσεων «περιουσία» του, μεγέθους ρεβιθιού. Ήταν όμως και γενικά ιδιόρρυθμος άνθρωπος — λιγομίλητος, μοναχικός και κλειστός, σαν χειμωνιάτικο παράθυρο που δεν λέει να ανοίξει. Τα βράδια τον έβλεπες στο καφενείο να κάθεται μόνος σε μιαν άκρη και να απολαμβάνει τον καφέ του σκέττο.

Την μέρα  εκείνη η Άνοιξη πρόσφερε μια ειδυλλιακή ανθισμένη φύση και τα πουλιά στον δρόμο του σε συγχορδική μελωδία διαλαλούσα το καλημέρα με τους δικούς τους ξεχωριστούς ήχους. Τον χαλάρωσε αυτή η σκηνή και σιγά σιγά τα ματιά του βάρεσαν, και αφού τα έκλεισε αποκοιμήθηκε.

Ο ύπνος τον συνεπήρε και ένας θεός ξέρει τί όνειρα τον ταξίδευαν σε κόσμου φανταστικούς καβάλα στο γαϊδούρι προς το χωράφι. Ίσως αμπέλια φορτωμένα σταφύλια ώριμα ή πιθανό μια αυλή γεμάτη από παιδιά.

Το μόνο βέβαιο ήταν ότι το ζώο έφτασε στον προορισμό τους, στο γνώριμο σημείο του κτήματος, και στάθηκε εκεί υπομονετικά, περιμένοντας να ξεπεζέψει το αφεντικό. Όμως ο επιβάτης ροχάλιζε ακόμα. Κι επειδή το γαϊδούρι δεν ήταν… ά-λογο, πήρε την απόφαση μόνο του: έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω.

Όταν ο κύριος Σταυρής ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε — προς έκπληξή του — την πόρτα του σπιτιού του. Και καθώς ήταν εκ φύσεως έξαπτος, άρχισε να βλασφημά και να ωρύεται ενάντια στο αθώο τετράποδο. Αφού ξεθύμανε, του έδωσε δύο δυνατά κτυπήματα με τα πόδια στην κοιλιά ως προσταγή να τον ξαναπάει πίσω στο χωράφι. Κι έτσι έγινε, χωρίς να αναρωτηθεί στιγμή για το δικό του μερίδιο ευθύνης.

Η μέρα κύλησε ήρεμα, με σκάλισμα, κλάδεμα και άλλες χειρωνακτικές δουλειές. Γύρω στις εννιά έκανε ένα λιτό «μπούκωμα», και το μεσημέρι γευμάτισε κάτω από τη σκιά μιας ελιάς. Καθώς ο ήλιος έγερνε, ξανακαβάλησε για το σπίτι και την καλή του Ελένη — που, ειρήσθω εν παρόδω, στόλιζε συχνά με κοσμητικά επίθετα.

Στο μέσο της διαδρομής ένα μαύρο φίδι διέσχισε αστραπιαία ανάμεσα στα πόδια της γαϊδούρας. Αυτή φοβισμένη αφηνιάστηκε και σηκώθηκε στα δύο με το τραγικό αποτέλεσμα ο επιβάτης της να σωριαστεί στο χώμα. Ευτυχώς που έπεσε στα πισινά του καπούλια γιατί αν η πτώση ήταν του κεφαλιού θα έμενε επι τόπου τέζα.

Αφού συνήλθε από το τράνταγμα ξεκίνησε να ουρλιάζει από τους αφόρητους πόνους

— Ου... ου... ου...

Δύο περαστικοί τον άκουσαν και έτρεξαν να βοηθήσουν. Εκείνος, ανήμπορος να μιλήσει, συνέχισε μόνο να σφαδάζει από πόνους:

— Ου... ου... ου...

Τον πήραν απ’ τις μασχάλες και τον μετέφεραν στον μόνο άνθρωπο του χωριού που ήξερε πρώτες βοήθειες — τον κύριο Μίκη. Ο αυτοδίδακτος νοσοκόμος τού ζήτησε να ξαπλώσει στο «κρεβάτι επειγόντων», που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ράντζο στο νοικιασμένο σπίτι της Τουρκάλας Μελεχά.

— Θα σε ψηλαφώ, κύριε Σταυρή, κι όπου πονάς, να μου λες, να κάμουμε διάγνωση, του είπε.

Άρχισε να τον εξετάζει από πάνω μέχρι κάτω, αλλά όπου κι αν τον άγγιζε, ο ασθενής συνέχιζε να αναστενάζει:

— Ου... ου... ου...

Του έδωσε δυο παυσίπονα, του έκανε εντριβές και τον συμβούλεψε να ξεκουραστεί για μερικές μέρες. Αν δεν υποχωρούσε ο πόνος, να ξαναπερνούσε μετά από είκοσι μέρες.

Το ίδιο βράδυ, ο κύριος Μίκης — λάτρης της νεολαίας και των ιστοριών — τους τα εξιστόρησε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Τα «Ου... ου... ου» του Ρουβιττά έγιναν το κύριο θέμα της βραδιάς.

Κι άλλο που δεν ήθελαν οι «σατανάδες» της εποχής! Το πρόσθεσαν και αυτό  στο οπλοστάσιο τους για να παρενοχλούν του γέρους χωρίς έλεος 

Την επόμενη κιόλας μέρα έστησαν σχέδιο. Ανέβασαν μια βαρέλα γεμάτη πέτρες πίσω από τον λόφο, την έσπρωξαν ξαφνικά προς τη γαϊδούρα που ξεκουραζόταν, κι αυτή τρόμαξε, έκοψε το σκοινί και έγινε άφαντη.

Τότε οι κρυμμένοι πίσω απ’ τους θάμνους άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά:

— Ου... ου... ου...

Κι ο καημένος ο Σταυρής, έξαλλος, τους απαντούσε:

— Τώρα, τώρα, ππουστούθκια! Εν να σας σάσω!

Από τότε, το «Ου... ου... ου» έγινε το αγαπημένο πείραγμα των νέων, που φρόντιζαν να το ξεστομίζουν πάντα κρυμμένοι πίσω από τοίχους και δέντρα, κάθε φορά που περνούσε ο κύριος Σταυρής.

Πενήντα χρόνια μετά, οι ίδιοι εκείνοι νεαροί βρίσκονται στο δειλινό της επίγειας παρουσίας τους και σιγά-σιγά θα ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι για τον παράδεισο — με άγνωστη σειρά αναχώρησης.

Θείε Σταυρή, όταν έρθει η ώρα να τους υποδεχτείς εκεί πάνω, συγχώρεσε τους για το «μπουλινγκ» που σου κάνανε τόσα χρόνια, με το ελαφρυντικό πως να πειράζουν τους ηλικιωμένους ήταν η μόνη δόση αδρεναλίνης που απολάμβανα τότε — χωρίς κινητά, φραπέδες και Facebook.

Γιώργος Καραγιώργης

18 Απριλίου 2025

No comments:

Post a Comment