Ξεσκέπασα και είδα
Τα ποιήματα
Ζείμπεκκικο
https://youtu.be/WUKjKX5NQNQ
Αν σηκώστεις που το
πωρνό (εννοώ πρωϊ)
Μπροστά που την
Αλαμινό
Έστω τζιαι μιά ημέρα
Δεν θέλεις εισιτήριο
Βίζα, διαβατήριο
Ούτε να πάεις
πέρα
Να ’χεις φτερά να
’σαι αϊτός,
να ’σαι περήφανος
θνητός,
πάνω στη γη
καμάρι·
Κράτα το βλέμμα
σου ψηλά,
ποτέ μην πέφτεις
χαμηλά,
κι ας κουβαλάς και βάρη.
Πάτα γερά πάνω
στη γη,
το όνομά σου μην
πληγεί,
σ’ ετούτη την
πορεία·
Και με
αξιοπρέπεια,
με ήθος και
συνέπεια,
θα γράφει
ιστορία.
Θουκής 9
Αυγούστου 2025
Long-legged Buzzard — γερακίνα (Buteo rufinus).
Να ’μουν τζ̆ιαι ΄γω ένα πουλλί, να πέτουν ως την Πύλα
Που ’ν’ μέσα
στην ουδέτερη
Την ζώνη την
συνέταιρη,
Μακρά που την
σαπίλλα.
Να ’μουν τζ̆ιαι
’γω ένα πουλλί…
Να ζιώ μαζί με
τον Ρωμιό, τον Τούρκο τζ̆ιαι τον ξένο,
Ν’ ακούω χότζ̆ια
στην τζ̆αμήν,
Παπά να ψάλλει
το αμήν,
Σε τόπο ενωμένο.
Να ’μουν τζ̆ιαι
’γω ένα πουλλί…
Να μεν ακούω
«δεν ξεχνώ», το μίσος να μου φύει,
Να συγχωρήσω το
κακό,
Να δω με καθαρό
φακό
Το μέλλον να
ροδίει.
Να ’μουν τζ̆ιαι
’γω ένα πουλλί…
Να ξυλιφτεί ο
δεξιός, αριστερός τζιαι μέσος
Ταπέλλες κόμματα
κανεί
Τζιουνούρκα μέρα
να φανεί
στην Κύπρο μας αμέσως
Να ’μουν τζ̆ιαι
’γω ένα πουλλί…
Άσπρος, ξανθός,
τζ̆ιαι μουζουρής, σκολαρικάς τζ̆ιαι αράπης,
Ούλλοι να
ζήσουμε μαζί
Μες της ζωής το
μαχαζί,
Με πλούτο της αγάπης.
Θουκής 21
Ιουλίου 2025
Ήντα μας φταίξαν
τα κτηνά,
τζιαι με το τσας
έτσι φτηνά
λαλούμεν τους
ανθρώπους.
Τούτος εν τέλεια
αλουπός,
ο άλλος γάρος,
τζι’ άλλως πώς,
με ευγενικούς
του τρόπους.
Ίσως τα ζώα, τα
πουλιά,
αν τζιαι δεν έχουσιν
μιλιά,
να βκάλουν
παρατσούκλια·
να λεν: «Πως
τούτος εν Γιαννής,
Κωστής, Γιωρκής,
Θεοφανής,
τζι’ ο Στάχης
που τα Κούκλια».
Τζιαι τούτη η
κυρά Ππινού,
Που κάχετε του
πετεινού,
τζι’ έν Μαρικκού
Λευκάρων.
Η άλλη ένει η
Λαϊκκά,
που μ’ όποιον
λάχει τα φακκά,
τζι’ η Πέπα των Καμάρων.
Θουκής 11
Ιουλίου 2025
Γιατί να πας στο
Τρόοδος να ’βρεις δροσιά των πεύκων,
Να κούσεις ήχο
χαλαρό,
Μες σ’ αέρα
καθαρό,
Κυπαρισσιών τζιαι
λεύκων;
Τράβα Στροτζυλόπαμπολο
αυκή για έναν δείλης,
Τζι’ αν στα
Παλλούρκα δκιανευτείς,
Την φύσην ούλλην θα
γευτείς
Τζιαι τίποτε ν’
οφείλεις.
Εμπήκεν ο
Ιούλιος, τζι’ είναι φωθκιά καμίνιν,
δρόμαν μας φέρνει η πυρά,
Τζιαν δυσπηρκά
τζιαι η τζυρά —
Πάρ’ την μαζί
τζι’ τζείνην.
Πας το βουνό Ατόμουττη εβλάστησε σημαία,
τζ̆ι’ αν πας προς την Αλαμινό, φακκά σου στην κεραία.
Την ξέρουν ούλλοι οι λαοί, τζ̆ῐαι ούλλοι Ευρωπαίοι,
Τζιαι εις στους Ολυμπιακούς, σηκώννουν την οι νέοι.
Μα μοναχά ο Ερτογάν, τζ̆ῐαι κάποιοι ομοϊδεάτες
εν την αναγνωρίζουσιν — τζ̆ῐ΄ εν ήρωες ταχάτες.
Υπηρετούσιν τον Ταή, με πείσμα τζ̆ῐαι με ζήλο,
Τζιαι κουβαλούν του το νερό, τζ̆ῐαι γύρνουν του στον
μύλο.
Τούτη εν η επίσημη του κράτους του εξήντα,
τζ̆ῐ΄ αν δεν το καταλάβατε, αν σας πουλήσουν, ήντα;
Θουκής 28 Ιουνίου 2025
Κάμνει τα ούλλα,
τζιαι γελά, τζιαι δεν χωρεί ομπρός του
Τζείνος που εν αντρέπεται, ὁ κόσμος ἐν δικός του.
Χάνει ντροπή την
αντροπή τζιαι ψάχνει να την εύρει,
Αντράπου κόρη,
αντροπή
η φάτσα μου εν να κοπεί,
να πέσει μες τ’
αλεύρι.
Τζιαι τζιείνος
που την έχασε, εδάγκασε τα σιείλη,
λαλεί της: “Κόρη,
αντροπή
η φάτσα μου εν να
κοπεί,
που μ’ έκαμες
ρεζίλι.”
Τζιαι πολοάται
τζιαι λαλεί: «Εις το δαχτύλιν χώστ’ του,
γιατί όποιος εν
αντρέπεται,
όπως
συμπεριφέρεται,
ο κόσμος εν δικός
του.»
Κάμνει τα ούλλα,
τζιαι γελά, τζιαι δεν χωρεί ομπρός του
Τζείνος που εν αντρέπεται, ὁ
κόσμος ἐν δικός του.
Θουκής 28 Ιουνίου 2025
Πάρε μαζί σου
χρώματα που την αυκή τζιαι δύση,
Τη μυρωθκιά του
κόνιζου, του θυμαρκού, του σσιήννου,
Του πεύκου τζιαι
της καππαρκάς, του φκιώρου πον να αθθίση,
Στης μνήμης τες αποσκευές, πο΄ αιώνια εν σβήννουν.
Το γιασουμίν στην
πόρταν σου, τη νύκτα φύρνει πλάσμα,
τζι’ ο έρωτας με
σουξουλά, θέλει μητά σου πιάμα.
Το γιασουμίν στην
πόρταν σου, τη νύκτα φύρνει πλάσμα,
απού την τόση
μυρωδκιά,
μα άμαν μου
δώσεις μια μμαδκιά,
φεύκει μου τζιαι
το άσμα.
Κόρη, λαλεί το
γιασουμίν, βάωστ’ το παραθύρι,
γιατί όποιος
ρέξει που δαμαί,
οπρομουττίζεται
χαμαί,
αν κάμνει παντηστήρι.
Σαν καθαρίζεις το
λουβίν, που η μάνα σου σε βάλλει,
πέψε τζιαι μεν
ένα φιλί,
τζι’ έβκην η
πίεση ψηλή,
που τα δικά σου
κάλλη.
Θα τραπιήσω του
βραμού με κότσινη μοτόρα,
τζι’ αν είσαι
τζιαι εσύ δεκτή,
πίσω να κάτσεις
εκλεκτή,
τζιαι παίρνω σε
στην χώρα.
Το γιασουμίν στην
πόρταν σου, με τους ανθούς πον έξω,
τζι’ η γλυτζιά
σου ομορφκιά,
βάλλουσιν της
καρκιάς φωθκιά,
τζιαι θέλω να σε
κλέψω.
Το γιασουμίν στην
πόρταν σου, τη νύκτα φύρνει πλάσμα,
τζι’ ο έρωτας με
σουξουλά, θέλει μητά σου πιάμα.
Θουκής 18 Ιουνίου
2025
Πολλήναν τα
κοντέϊνερς, τζιαι σπείραν τα στη φύση
Τζιαι μια μου σκέψη
στο μυαλό εν λαλεί να μα ΄φήσει
Κοντέϊνερς στο
πι στο φι, η άψε σβήσε λύση
Λαλούμε τα
εξοχικό, Θέος να ελεήσει
Όσο για τα
απόβλητα, πάρατζιει ένα λάκκο
Να πίνει ή γη
που τα σκατά, να εμφορίσει νάκκο
Τάχα τα
υποστατικά, τους μαύρους οι παράγκες
Στους καφενές
κορτώνουμε, σαν μεγιστάνες μάγκες
Μέσα εν φούρνος
πύρουλλος, εις την πυράν τ΄ Γιούλη
Ψήνεις αυκό
χωρίς φωδκιά τζιαι τρων παρέαν ούλλοι
Τζιαι τα
περτίτζια τζι λαοί, τζι ούλη ζωή η άρκα
Για να σωθούν
γυρεύκουσιν, πάλε του Νώε βάρκα
Απου την μιά ο
θόρυβος, τζι προβολείς που πρέπουν
Εκάμαν ούλλα τα
πουλιά, απου μακρά να βλέπουν
Τζιαι οι πογιές πον να σμνικτούν, με μια σκουρκά κινίνο
Να ξέρεις στο
τραπέζι σου, θα τρώεις τον καρκίνο
Σίερο τζιαι ψευτάργυρο, το μόλυβδο επίσης
Τζιαι την βαφή
θα την γευτείς, στα τρόφιμα να ζήσεις
Αμαν πολλήνουν
τα κουδκιά, στην φύση ρε Μανόλη
Οι κάμπος θα
μετ΄ονομαστεί , σε μια παραγκοπόλη
Θοουκής 16
Ιουνίου 2025
Αντάν να΄θθίσει καππαρκά
Πάφο, Καρπάσι,
Μεσαρκά
τζι’ ο ζύζιρος
αρκέψει
Σ’ ούλλης της
Κύπρου το νησί
που κάποιοι
θέλουν την μισή
έσσιει
καλοτζαιρέψει
Τζι΄ έρκετε πάλε
η πυρά
πενήντα χρόνια
στην σειρά
το νουν να
πηλατέψει
Ήνταλως τζι΄ηταν
δυνατό
μανα με φλέγων
τον ατό
κόρην να
σακκατέψει
βολεύτηκαν ούλλα
καλά
τζιαι χόνεψαν με πέψη
Τζι ο Τούρκος πας
το μιναρέ
έσσιει στο νου
εσένα ρε
μιαν μέρα να
σπαστρέψει
Θουκής 7 Ιουνίου
2025
Χρυσόν
ηλιοβασίλεμα, στην Κύπρο με τα πεύκα
Στην Πάφο, την
Αμμόχωστο
Τζιαι στο νησί
ολόσωστο
Φικάρδου τζιαι
Χαλεύκα
Τζι΄ όσοι την θέλουσιν
μισή στην μέση να τους κόψουν
Μισόν τον ήλιο να
θωρούν
Μισή ζωή να την χαρούν
Τζιαι δίχως
να προκόψουν
(Σατιρικό ποίημα
σε κυπριακή ντοπιολαλιά)
Ο Νικολής που το
χωρκό
Με το ψηλό
καμπαναρκό
Τζιαι στα μιαλά
του αέρα
Δεν ξέρει από
σεβασμό
Ούτε να βκάλει
τον σκασμό
Την γλώσσα πάει
πέρα
Τα λόγια του εν
σαν σκατά
Δίχα υπέρ δίχα
κατά
Με πάθη τζιαι με
μίση
Βκάλει τον λό του
τον σαχλό
Βόθρο βρωμιά που
το μυαλό
Τζι’ εθίστει στο
χουμίση
Άκου καλά βρε
Νικολή
Πρότου να βκάλεις
την χολή
Μέτρα τζιαι ως το
δέκα
Τζι’ άμα θα
φκαίνεις στον ντουνιά
Με κονισμένη την
κουνιά
Την γλώσσα σου
πελέκα
Στο σπίτι σου που
κατοικάς
Τζιαι τρώς σαν να΄σε
τσιφλικάς
Να μεν το
περιπέζεις
Κράτα το πάντα
καθαρό
Τζιαι με κανόνα
σοβαρό
Μέσα ποττέ μεν
σιέζεις
Τα λόγια σου που
ξαπολάς
Ταχα την μούρη
σου πουλάς
Για άλλους εν
φαρμάτζιν
Συνάκτου πιο
τζιαι νακκουρίν
Τζιαι πιάσ’ τον
νου που το νουρίν
Τζιαι δώστου με
μαρζάτζιν
Θουκής 18 Μαΐου
2025
Ο πελάτης, χωρίς να ξεπεζέψει ή να χαιρετήσει, ανασήκωσε το χέρι και
πρόβαλε δύο δάχτυλα — σε μια ανάποδη χειρονομία ειρήνης. Ο καφετζής, μαθημένος
πια σ’ αυτή τη σιωπηλή παραγγελία, έβγαλε χωρίς χρονοτριβή το πακέτο με τα
τσιγάρα από την τσέπη του μαύρου του πουκαμίσου, τράβηξε δύο και τα πρόσφερε
στον κύριο Σταυρή.
Εκείνος τα άρπαξε με το ένα χέρι και με το άλλο τού έδωσε το σελίνι που
κρατούσε από ώρα σφιχτά στην παλάμη του, για να αποφύγει κάθε καθυστέρηση. Ήταν
η καθιερωμένη του συνήθεια: δύο τσιγάρα δρόμος — ένα για τη διαδρομή προς το
αμπέλι κι ένα για την επιστροφή.
Έβαλε το ένα στην τσέπη του χακί πουκαμίσου, το άλλο στο στόμα. Το άναψε
σχεδόν μηχανικά, με μια κίνηση που πρόδιδε εμπειρία δεκαετιών, κι εξαφανίστηκε
καβάλα στο ζώο του με προορισμό την «Αγκαθερή».
Ο κύριος Σταυρής, γνωστός στο χωριό με το παρατσούκλι «Ρουβιττάς» —αν και
κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα ποιος και γιατί του το κόλλησε— εκτελούσε με
θρησκευτική ευλάβεια τη διαδρομή της καθημερινής του ρουτίνας, καβάλα στο
γαϊδούρι του, λες και επρόκειτο για ιερή αποστολή.
Κακές γλώσσες έλεγαν πως το «παρατσούκλι» προερχόταν από την...
περιορισμένων διαστάσεων «περιουσία» του, μεγέθους ρεβιθιού. Ήταν όμως και
γενικά ιδιόρρυθμος άνθρωπος — λιγομίλητος, μοναχικός και κλειστός, σαν
χειμωνιάτικο παράθυρο που δεν λέει να ανοίξει. Τα βράδια τον έβλεπες στο
καφενείο να κάθεται μόνος σε μιαν άκρη και να απολαμβάνει τον καφέ του σκέττο.
Την μέρα εκείνη η Άνοιξη πρόσφερε
μια ειδυλλιακή ανθισμένη φύση και τα πουλιά στον δρόμο του σε συγχορδική
μελωδία διαλαλούσα το καλημέρα με τους δικούς τους ξεχωριστούς ήχους. Τον
χαλάρωσε αυτή η σκηνή και σιγά σιγά τα ματιά του βάρεσαν, και αφού τα έκλεισε
αποκοιμήθηκε.
Ο ύπνος τον συνεπήρε και ένας θεός ξέρει τί όνειρα τον ταξίδευαν σε κόσμου
φανταστικούς καβάλα στο γαϊδούρι προς το χωράφι. Ίσως αμπέλια φορτωμένα
σταφύλια ώριμα ή πιθανό μια αυλή γεμάτη από παιδιά.
Το μόνο βέβαιο ήταν ότι το ζώο έφτασε στον προορισμό τους, στο γνώριμο
σημείο του κτήματος, και στάθηκε εκεί υπομονετικά, περιμένοντας να ξεπεζέψει το
αφεντικό. Όμως ο επιβάτης ροχάλιζε ακόμα. Κι επειδή το γαϊδούρι δεν ήταν… ά-λογο,
πήρε την απόφαση μόνο του: έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω.
Όταν ο κύριος Σταυρής ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε — προς
έκπληξή του — την πόρτα του σπιτιού του. Και καθώς ήταν εκ φύσεως έξαπτος,
άρχισε να βλασφημά και να ωρύεται ενάντια στο αθώο τετράποδο. Αφού ξεθύμανε,
του έδωσε δύο δυνατά κτυπήματα με τα πόδια στην κοιλιά ως προσταγή να τον
ξαναπάει πίσω στο χωράφι. Κι έτσι έγινε, χωρίς να αναρωτηθεί στιγμή για το δικό
του μερίδιο ευθύνης.
Η μέρα κύλησε ήρεμα, με σκάλισμα, κλάδεμα και άλλες χειρωνακτικές δουλειές.
Γύρω στις εννιά έκανε ένα λιτό «μπούκωμα», και το μεσημέρι γευμάτισε κάτω από
τη σκιά μιας ελιάς. Καθώς ο ήλιος έγερνε, ξανακαβάλησε για το σπίτι και την
καλή του Ελένη — που, ειρήσθω εν παρόδω, στόλιζε συχνά με κοσμητικά επίθετα.
Στο μέσο της διαδρομής ένα μαύρο φίδι διέσχισε αστραπιαία ανάμεσα στα πόδια
της γαϊδούρας. Αυτή φοβισμένη αφηνιάστηκε και σηκώθηκε στα δύο με το τραγικό
αποτέλεσμα ο επιβάτης της να σωριαστεί στο χώμα. Ευτυχώς που έπεσε στα πισινά
του καπούλια γιατί αν η πτώση ήταν του κεφαλιού θα έμενε επι τόπου τέζα.
Αφού συνήλθε από το τράνταγμα ξεκίνησε να ουρλιάζει από τους αφόρητους
πόνους
— Ου... ου... ου...
Δύο περαστικοί τον άκουσαν και έτρεξαν να βοηθήσουν. Εκείνος, ανήμπορος να
μιλήσει, συνέχισε μόνο να σφαδάζει από πόνους:
— Ου... ου... ου...
Τον πήραν απ’ τις μασχάλες και τον μετέφεραν στον μόνο άνθρωπο του χωριού
που ήξερε πρώτες βοήθειες — τον κύριο Μίκη. Ο αυτοδίδακτος νοσοκόμος τού ζήτησε
να ξαπλώσει στο «κρεβάτι επειγόντων», που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ράντζο
στο νοικιασμένο σπίτι της Τουρκάλας Μελεχά.
— Θα σε ψηλαφώ, κύριε Σταυρή, κι όπου πονάς, να μου λες, να κάμουμε
διάγνωση, του είπε.
Άρχισε να τον εξετάζει από πάνω μέχρι κάτω, αλλά όπου κι αν τον άγγιζε, ο
ασθενής συνέχιζε να αναστενάζει:
— Ου... ου... ου...
Του έδωσε δυο παυσίπονα, του έκανε εντριβές και τον συμβούλεψε να
ξεκουραστεί για μερικές μέρες. Αν δεν υποχωρούσε ο πόνος, να ξαναπερνούσε μετά
από είκοσι μέρες.
Το ίδιο βράδυ, ο κύριος Μίκης — λάτρης της νεολαίας και των ιστοριών — τους
τα εξιστόρησε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Τα «Ου... ου... ου» του Ρουβιττά έγιναν
το κύριο θέμα της βραδιάς.
Κι άλλο που δεν ήθελαν οι «σατανάδες» της εποχής! Το πρόσθεσαν και αυτό στο οπλοστάσιο τους για να παρενοχλούν του
γέρους χωρίς έλεος
Την επόμενη κιόλας μέρα έστησαν σχέδιο. Ανέβασαν μια βαρέλα γεμάτη πέτρες
πίσω από τον λόφο, την έσπρωξαν ξαφνικά προς τη γαϊδούρα που ξεκουραζόταν, κι
αυτή τρόμαξε, έκοψε το σκοινί και έγινε άφαντη.
Τότε οι κρυμμένοι πίσω απ’ τους θάμνους άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά:
— Ου... ου... ου...
Κι ο καημένος ο Σταυρής, έξαλλος, τους απαντούσε:
— Τώρα, τώρα, ππουστούθκια! Εν να σας σάσω!
Από τότε, το «Ου... ου... ου» έγινε το αγαπημένο πείραγμα των νέων, που
φρόντιζαν να το ξεστομίζουν πάντα κρυμμένοι πίσω από τοίχους και δέντρα, κάθε
φορά που περνούσε ο κύριος Σταυρής.
Πενήντα χρόνια μετά, οι ίδιοι εκείνοι νεαροί βρίσκονται στο δειλινό της
επίγειας παρουσίας τους και σιγά-σιγά θα ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι για τον
παράδεισο — με άγνωστη σειρά αναχώρησης.
Θείε Σταυρή, όταν έρθει η ώρα να τους υποδεχτείς εκεί πάνω, συγχώρεσε τους
για το «μπουλινγκ» που σου κάνανε τόσα χρόνια, με το ελαφρυντικό πως να
πειράζουν τους ηλικιωμένους ήταν η μόνη δόση αδρεναλίνης που απολάμβανα τότε —
χωρίς κινητά, φραπέδες και Facebook.
Γιώργος Καραγιώργης
18 Απριλίου 2025
Οι δεκαετίες μέχρι το 1980, για όσους τις έζησαν, ήταν σκληρές. Η ζωή κύλησε
μέσα από κακουχίες, επιδημίες, πολέμους, ανομβρίες, ανταρτοπόλεμο, δικοινοτικές
διαμάχες, πραξικοπήματα, εισβολή και εκτοπισμούς. Όλα αυτά σε έναν τόπο με
ανύπαρκτες υποδομές και φτωχικά σπίτια, που μέχρι τη δεκαετία του ’70 τα χωριά
δεν διέθεταν ούτε τα βασικά: νερό, ρεύμα, ψυγείο, κουζίνα.
Το παράδοξο ήταν ότι, παρ’ όλες τις στερήσεις και την οικονομική ανέχεια,
οι περισσότερες οικογένειες έκαναν πάρα πολλά παιδιά. Ο αριθμός εννέα
θεωρούνταν η πληρότητα ενός ζευγαριού κατά την περίοδο της γονιμότητάς του – και
κάποιοι ξεπερνούσαν και αυτό το «όριο». Ίσως ένας λόγος γι’ αυτήν την
αντιφατική εικόνα να ήταν και το γεγονός ότι, χωρίς ηλεκτρικό φως, νύχτωνε
νωρίς, και χωρίς τηλεόραση και «λαστιχένιες» μεθόδους, ερχόντουσαν τα παιδιά…
Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι κριτές, πρέπει να συγκρίνουμε όλες τις
συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ώστε να κατανοήσουμε πραγματικά τις διαφορές σε
σχέση με το σήμερα.
Στην θεατρική σκηνή για του λόγου το αληθές θα επιχειρήσω με δύο οικογενειάρχες κομπάρσους και ένα πρωταγωνιστή σε αληθινή ιστορία που θα μας δώσει την δυνατότητα να κατανοήσουμε την επικρατούσα κατάσταση που αφορούσε όλο το νησί της Κύπρου την εν λόγω εποχή
Πρωταγωνιστής μας ο Αντρέας Ευσταθίου, ή αλλιώς ο «Σερταλής» – παρατσούκλι
προερχόμενο από την τουρκική λέξη Sertan, που περιγράφει έναν σκληρό, τραχύ,
ίσως και αυστηρό άντρα. Ο Αντρέας του Στάχη, όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι,
ήταν ένας γεροδεμένος, σχετικά ψηλός άντρας με αυθεντικό χαρακτήρα. Μονάχα που
τα πόδια του τον πρόδιναν λιγάκι στο βάδισμα, μα η δυνατή, γυαλιστερή και
καψαλισμένη του ματτσούκα από μοσφιλιά –«μαγκούρα» τη λένε οι Καλαμαράδες–
κάπως ισορροπούσε την κατάσταση.
Φορούσε πάντα φαρδιά παντελόνια που, μέσα σε πέντε λεπτά, κατέβαιναν κάτω
από τη μέση του, αποκαλύπτοντας τη φουσκωμένη του κοιλιά. Κι αν τύχαινε να
σκύψει, το θέαμα από πίσω ήταν κάπως... απρεπές. Το δε πουκάμισό του
διαμαρτυρόταν έπειτα από κάθε φαγοπότι, έτοιμο να εκσφενδονίσει τα κουμπιά.
Ήταν, βλέπεις, και γερό ποτήρι στη ζιβανία.
Γραφική, παραδοσιακή φιγούρα, με έμφυτο χαμόγελο και «μελισσιά» ματιά, που
έκρυβε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία, ειδικά όταν αστειευόταν. Την όλη του παρουσία
συμπλήρωνε το καραφλό του κεφάλι, στολισμένο με μια γκριζαρισμένη, πατριωτική
μουστάκα – διπλής μινιατούρας ανάποδης ουράς αλεπούς. Κατά βάθος, ήταν
καλοσυνάτος, ευσεβής και τίμιος, ένας αυστηρός αλλά δίκαιος παραδοσιακός
οικογενειάρχης.
Διατηρούσε κι αυτός κοπάδι με πρόβατα, κάπως μεγαλύτερο από των άλλων
βοσκών. Ως απόγονος του προύχοντα Στάχη, κατείχε και σημαντική περιουσία –
κυρίως στα «Κατσίματα» – όπου είχε διάτρηση πόσιμου νερού που χρησιμοποιούσε
για να καλλιεργεί φθαρτά.
Μέρα-νύχτα, πατέρας και παιδιά δούλευαν στα περβόλια και στα «κτηνά». Για
τη μετακίνηση από και προς τα κτήματα –τα οποία βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα,
τρία περίπου χιλιόμετρα ανώμαλου χωματόδρομου με ανηφοριές και κατηφοριές–
χρησιμοποιούσαν αρχικά γαϊδούρι. Αργότερα, κατάφεραν και απόκτησαν τρακτέρ με
καρότσα. Τα καλοκαίρια διανυκτέρευαν επιτόπου, κάτω από τις χαρουπιές
–«τερατσιές»– ώστε να αυξήσουν τις ώρες εργασίας και να εξοικονομήσουν καύσιμα
από τα πήγαινε-έλα. Η πιστή του σύντροφος, η Μαρία, φρόντιζε καθημερινά να
φτάνει εκεί με το ζώο, για να τους βοηθήσει και να μαγειρέψει.
Τον συναντούσα αραιά – κι αυτό γιατί, πρέπει να ομολογήσω, τον απέφευγα
όταν τον έβλεπα από μακριά. Όχι επειδή δεν τον συμπαθούσα· κάθε άλλο, τον
εκτιμούσα βαθύτατα. Όμως, ήταν εκ φύσεως ακατάπαυστο πειρακτήρι. Ό,τι κι αν τον
απασχολούσε, το έβαζε στην άκρη. Εκείνη την ώρα, προείχε το πώς θα περάσει
ευχάριστα μαζί σου.
Αν η επαφή ήταν αναπόφευκτη, πάντα μου έλεγε τον ίδιο προβληματισμό – με
μια δόση ειρωνείας και αρκετή δόση χιούμορ:
— Ρεεε Κόκο…
(σημείωση: δεν υπήρχε παπαγάλος τριγύρω – έτσι λένε τον Γιώργο στην Κύπρο)
«Ίνταλως να σας νεώσουμε; Εγώ, ο Πετρής τζι’ ο Πισσίας (εννοώντας τον
πατέρα μου), εκάμαμεν 25 κοπελλούθκια. Τι να σας κάμουμεν;»
Με τέτοιες ατάκες με πυροβολούσε πάντα, μετατοπίζοντας την ευθύνη πάνω μας – ότι τάχατες εμείς φταίμε που μας έκαναν! Δεν του ανταπαντούσα από σεβασμό. Μέσα μου, αυτό το πείραγμα είχε λειτουργήσει ως ένα είδος παιδικού ψυχολογικού «μπούλινγκ».
Τα επαναλάμβανε αυτά με το ίδιο στυλ, κι ύστερα ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Τα
πρόβατά του σάστιζαν και ο σκύλος του άρχιζε να γαβγίζει προς εμένα.
Μια μέρα, σε μια απρόσμενη συνάντηση, πλησίασε κοντά μου. Έβγαλε νωχελικά
–ως έμπειρος καπνιστής– το πακέτο Craven A από την τσέπη του πουκαμίσου. Το
άνοιξε, έβγαλε ένα από τα είκοσι τσιγάρα, το κτύπησε ρυθμικά στο κουτί για να
συμπιεστεί ο καπνός και το άναψε με σπίρτο. Ρούφηξε βαθιά, ώσπου το πυρακτωμένο
κάρβουνο μεγάλωσε ένα εκατοστό, κι αφού ξεκάπνισε όλο του το πρόσωπο –ακόμα και
η μύτη του–, με μια έκδηλη σοβαρότητα είπε:
— Ρεε… Κόκο, εσκέφτηκα τζι’ ήβρα τη λύση… Ο Πετρής εννιά κοπελλούθκια, ο
Πισσίας άλλα εννιά, εγιώ εκοψα πίσω με εφτά. Να πάμε τζι’ οι τρεις πας τον «Στραχαλά»
να χορέψουμε τον χορό του Ζαλόγκου. Πρώτος να δώκει ο Πετρής, πον μιτσής τζιαι
σβέρτος… ταπισών ο Πισσίας, τζι’ άμαν δώκουν τζι’ δκυο κάτω, εγιώ να σηκωστώ να φύω!
Δεν πρόλαβε να τελειώσει και τα μάτια του τον πρόδωσαν – έλαμπαν από
σκανταλιά, κι έσκασε στα γέλια. Ακόμα και τα μουστάκια του έμοιαζαν να γελούν.
Στο βάθος, όμως, των λόγων του υπήρχε μια δόση αλήθειας: η έγνοια για την
ανατροφή τόσων παιδιών μέσα στη μιζερή φτώχεια. Ίσως αυτές οι πικρόγλυκες
ατάκες να ήταν μια εσωτερική αναζήτηση λύτρωσης.
Στα αυτιά μου ηχεί ακόμη η φωνή του, κάθε φορά που τον φέρνω στη μνήμη:
— Ρεε… Κόκο…
Γιώργος Καραγιώργης
15 Απριλίου 2025