Όταν εκτίστην
κιβωτός τζ΄ εθεμελιώθην κόσμος
τζ΄ εκτίστην το τετράποδον οπού βαστά τον τόπον
τζ΄ εκτίστην τζ΄
η Αγιά Σοφκιά, της Κύπρου το ρηάτον,
τζ΄ εκτϊστην τζ΄
η Αμμόχουστος με το Κωσταντινάτον
τότ' έναν
βασιλόπουλλον ήθελεν ν' αγαπήσει
τζ΄ επήεν εις την μάναν του ευτζήν να του
χαρίσει.
Μάνα, πουλώ τες
φόρες μου, μαζεύκω τ' άρματά μου,
Πουλώ τζαι τα
κουπάδκια μου με τα φοραραρκά μου,
Πουλώ τζαι τα
ζευκάρκα μου με τα καμηλαρκά μου,
Τζαι πάω να
ξενιτευτώ για 'ναν φιλίν καμένον,
Που μ' έκαμεν ο
έρωτας τζι' εν μπόρ΄α περιμένω.
Πουλώ τα μάνα μου
γλυκιά τζαι πάω ν΄ αγαπήσω
Τζαι την υπόλοιπη
ζωή μαζί της για να ζήσω
-Γιε μου, τα
βασιλόπουλα δεν πρέπει ν' αγαπούσιν,
Μόνο σαίττα
τζι΄αρματα τζιαι παν τζαι πολεμούσιν
Πάνω στον Θρόνον
κάθονται τζιαι τους δοξολογούσιν.
-Ούλλοι παν εις
την μάναν τους ευτζήν να τους χαρίσει,
Τζι΄ εγιώ 'ρτα
εις την μάναν μου να μου παραλαλήσει.
Τζαι άμες, γιε
μου, στο καλόν, τζι΄ ο Θεός να σου βοηθήσει.
Πκιάννει πουλεί
τες φάρες του, μαζεύκει τζαι τ΄ άρματά
του,
Πουλεί τζαι τα
κουπάδκια του με τα φοραρκά του,
Πουλεί τζαι τα
ζευκάρκα του με τα καμηλαρκά του.
Τζ΄ούλλα ριάλια
τα 'καμεν, στην τζιέπη του τα βάλλει.
Αππέξω πκιον της
Λυερής έκαμεν τον τελλάλην,
-Ποιος θέλει
τέθκοιον μυσταρκόν, ποιο θέλει τέδκοιον δούλον
Να τρώ΄ που τα
ριάλια του, να τρώ' που τα χρυσά του,
Τζι΄ άμαν λείψουν τα χρυσά του, να τρώ' που τα
καρσά του. "τα απομεινάρια"
Τζι΄ άμαν λείψουν
τα καρσά, ας τρώ' που τα πλευρά του
Η Λυερή σαν
τ΄άκουσεν, έβκην στο παραθύριν
Τζαι λάμνα τα σιειλούδκια
της σαν λάμνει το σγαρτήλι
Τζιαι του τελλάλη
φώναξε τζι΄επήρεν τον κοντά της
Λαλεί του: Εγιώ
θελώ ΄τσι μυσταρκό, εγιώ θέλω ΄τσιν δούλον,
Να τρώ΄ που τα
ριάλια του, να τρώ' που τα χρυσά του,
Τζι΄ άμαν λείψουν
τα χρυσά του, να τρώ' που τα καρσά του.
Τζι΄ άμαν λείψουν
τα καρσά, ας τρώ' που τα πλευρά του
Τζαι τζι΄χαμαί συμφώνησαν,
να μείν΄ ο νιός κοντά της,
Να κάμνει τα
χαττίρκα της τζαι τα θελήματά της.
΄Φτά χρόνια της εδούλεψεν
κι έναν εξαμηνίτην,
Τζαι δεν την είδεν
ε-σχεδόν, απου το παραθύριν.
Έκαμεν έξι
μάειρας τζαι τραπεζίτης πέντε,
Έμαθεν γλώσσες
των πουλιών τζαι των θερκών τες γνώσες,
Του ποταμού τα
κλείσματα τζαι τα γυρίσματά του,
Του τταμπουρά τα
τέλια του τζαι τα πατήματά του,
Τζαι μνιαν κοπέλλαν έφερεν εις τα θελήματά του.
-Σύρε, τζυρά μου,
πκιέρωσ' με να πάω στην δουλειάν μου,
Γιατί πκιόν
εβαρέθηκα, πεθύμησα τα σπίθκια τα δικά μου.
-Σύρετε, βάες,
δώστε του χρυσά, φορτώστε μου τον.
- Τζυρά μου,
εντζ' εδούλεψα εγιώ για τα χρυσά σου.
-Σύρετε, βάες,
δώστε του ψουμιά, φορτώστε μου τον.
-Τζυρά μου, εντζ'
εδούλεψα εγώ για τα ψουμιά σου.
- Σύρετε, βάες,
δώστε του φιλιά ούλες σας που πεντέξι.
- Τζυρά μου, εν
τζι' εδούλεψα για τα φιλιά των βάων.
Μόνον, τζυρά μου,
εδούλεψα για το φιλίν σου σένα.
-Εν είδεν λάκκον
για κρεμμόν να πάεις να κρεμμίσεις,
μόνον ΄ρτες εις
τον πύρκον μου φιλίν να μου ζητήσεις;
Ήταν μνια
Κυριακήν, δεσποτιτζιή ημέρα,
Ηθέλησεν η Λυερή
να πά στην Αγγλιτέραν.
Άλλαξεν κι
εξανάλλαξεν ρούχα της φορεσιάς της,
Μήτε μακριά, μήτε
κοντά, ίσια της ηλιτζιάς της.
Πόξω εφόρεσεν
χρυσά, που μέσα χρυσταλλένια
τζαι κουτακώθην
κουτσαντζιάν τζι΄εσσέπασεν τα τέλεια
Βάλλει τες βάες
απ' εμπρός, τες βάες από πίσω,
Τζι' έναν κλωνίν
βασιλιτζιάν, κόψκει ήλιον πίσω.
Τζαι μήλον εις το χέρι της τζι΄ επήρεν την οδόν
της
Τζι΄ ο νέος που
την αγαπά πηαίνει ταπισών της
Αχνάρι του τζ΄
αχνάριν της, παδκιάν του τζαι παδκιάν
της
Εσύχναζε
τ΄αχνάριν του, τζι ΄εβρέθην εμπροστά της
Τζαι πολοάται ο
νιούλλικος της Λυερής τζαι λέει
Με δάκρυα στα
μμάδκια του κι από καρκιάς να κλαίει:
-Κόρη, για
δώς΄μου το φιλίν κόρη για δώς΄μου πόθον,
Κόρη, γίνου Αρχάγγελος,
να πάρεις την ψυσιήν μου.
-«Πώς θα σου δώσω
το φιλίν, πώς θα σου δώσω πόθο,
πώς να γίνω
Αρχάγγελος να πάρω την ψυσιήν σου,
αφού ψυσιήν έχω
τζ΄ εγιώ όπως την ιδικήν σου;»
Τζαι σύχνασε τ΄αχνάρι της, στην εκκλησιά ι-μπαίνει
Τζ΄ ο νέος που
την αγαπά κατόπι της πηαίνει
Εμπήκαν μες την
εκκλησιάν τζαι ο παπάς συγχήστειν
Τζιαι η Αγία
τράπεζα εσήστειν τζιαι ραίστειν
Ψάλλε παπά σαν
έψαλλες ν΄ ακούσω την φωνή σου
Τζαι ήρτα να
προσευχηθώ να πιάσω την ευτζή σου
Τζ΄ εστάθηκεν ο
νιούλλικος με την παιδεδκιοσύνη,
Τζ΄ εστάθηκεν τζαι η λυερή με την ταπεινοσύνην.
Είπεν της τον
Απόστολον ο νιός με κάλιον τρόπον,
Τζ΄ εθαύμασεν το
γεγονός εκείνον των αθθρώπων.
Τζ΄η Λυερή
ηθέλησεν να ανάψει το τζερί της,
Ξηκουτσακώθην
κουτσατζιά τζι' εφάνην το βυζίν της.
Παπάς το είδεν
τζι' έπεσεν, διάκος εμπρουμούττιστην,
Τζαι τα μικρά διακόπουλλα εχάσαν το ψαλτήριν.
Μα ως τζι' ο
Αρχιεπίσκοπος ππέφτει που το θρονί του,
Χαμαί στα μάρμαρα
χτυπά τζαι έσπασεν το φρυν του.
Η κόρη που΄ταν
φρένιμη φρένιμα πολοάται:
-Ψάλλε παπά , σαν
έψαλλεν τζαι Διάκο σαν ελάλες
Τζ΄ εσείς, μικρά
διακοπούλλα, εύρετε το ψαλτήριν.
Τζ΄ εσύ,
Αρχιεπίσκοπε, ξέβα πα΄ στο θρονί σου.
Θεός τα κάλλη μου
δωκέν τζαι τα κανάτζια μάνα
τζαι τα
νιψοχολιάσματά μ΄ εκάμαν Ανεράδα.
Άτε σαστείτε,
βάες μου, στον πύρκο μας να πάμε.
Τζαι δεν εν θέλημα Θεού, αντίερο να φάμεν.
Βάλλει τες βάες
από μπρος, τες βάες από πίσω,
Τζ΄ έναν κλωνίν
βασιτζιάν κόβκει τον ήλιον πίσω.
τζαι μήλον εις το
χέριν της τζαι παίρνει την οδόν της,
τζ΄ ο νέος που
την αγαπά πηαίνει ταπισών της.
Αχνάριν του τζι
αχνάριν της, παδκιάν του τζαι παδκιά
της,
Τζι΄ εσύχναζεν τ’
αχνάριν του τζ΄ εβρέθην εμπροστά της.
Βκάλλει το
καππελούι του τζιαι γονατά όμπρός της
Τζαι πολοάται ο
νιούλλικος της Λυερής τζαι λέει
με δάκρυα στα
μμάδκα του κι από καρδιάς να κλαίει:
-«Κόρη, για δώσ’
μου το φιλίν, κόρη, για δώσ’ μου πόθο.
Κόρη, γίνου
Αρχάγγελος να πιάσεις την ψυσιήν μου».
Τζιαι πολοάται η
Λυερή του νιούλλικου τζαι λέει
με δάκρυα στα
μμάδκα της τζι΄ από καρδιάς να κλαίει:
-«Πώς θα σου δώσω
το φιλίν, πώς θα σου δώσω πόθο,
Που ΄σαι μικρό
τζ΄ ανήλικο τζ΄ αγάπη δεν ηξέρεις
πώς να γίνω
Αρχάγγελος να πιάσω την ψυσιήν σου,
αφού ψυσιήν έχω
τζι΄ εγιώ όπως την δικήν σου;»
-Επήες στο περβόλι
σου είδες τζιαι τες μικρές μηλιές είδες τζιαι τες μεγάλες
Είδες πως οι
μικρές αθκιούν κάλιων που τες μεγάλες
Τζ΄ως τζαι τα
μήλα των μιτσιών κάλιων που των μεγάλων
-Για δετε τούντο νιούλλικον
έβαλε με σε πελάες
Ως τζαι τα δέντρα
τ΄άλαλα βάλει τα ναν γνωμάες
Τζαι φυέν τζαι η Λυερή
στο σπίτι της να πάει
Τζαι να΄σου τζαι
τον ούλλικον έππεσε ταπισόν της
Μα όμως εις το
σπίτι της έφτασεν τζείνη πρώτη
Χωρίς να χάσει
τον τζιαιρόν έκλεισε το ξεπόρτι
Τραβά το σφυκτορόμανο
τζαι σφυκτορόμανίζει
Τζαι τον φτωχόν
τον ούλλικον απ΄εξω τον αφήνει
Ανοίει τες
αγκάλες του τζιαμαί τζαι γόνατίζει
-Τζι΄ αν είσαι
πλάστης μου Θεέ, Θεέ μου πόκουσε μου
Α!! Μιχαήλ
Αρχάγγελε τζιαι ΄συ βοήθησε μου
Να κάμει μια πυρά
καυτή τζιαι μια σταλούρα περισσή να σπάζει το ποτήρι
Για να υδρώσει η
Λυερή να βκει στο παραθύρι
Θεός γιατ΄ ήταν
πλάσμα του, Θεός επώκουσεν του
Τζ΄ ο Μιχαήλ
Αρχάγγελος πολλά βοήθησε του
Έκαμε μια πυρά
καυτή τζιαι μια σταλούρα περισσή πο΄ σπάζεν το ποτήρι
Τζαι να΄σου τζαι
την Λυερή πο΄βκει στο παραθύρι
Τζαι λάμνα τα
σιειλούδκια της σαν λάμνει το σγαρτήλι
Στο παραθύρι
έβκηκε τζ΄ αδράκτειν το ροδάνι (ξύλινο κυλινδρικό εργαλείο με το οποίο γνέθουν
το μαλλί.)
Στες μια στες
δκυό στες δκυό στες τρεις εκόπην το ροδάνι (μικρός τροχός κλωστικής μηχανής),
Τζιαι φώναξε του νούλικου
να πα να της το πάρει
Διπλό δακτύλι
έκαμε τζιαι το ροδάνι πιάνει
Σκαλί σκαλί
εφίλαν το σκαλί σκαλί τσιμπά το
-Σαν σε φιλώ
ροδάνι μου να φίλουν την τζυρά σου
Σαν σε τσιμπώ
ροδάνι μου να τσίμπουν την τζυρά σου
-Ως τζαι το
ροδανάκι μου φιλά το τζαι τσιμπά το
Τζιαι αν εγιώ
στ΄αγκάλια του πως να καλοπεράσω
Δια της το ροδάνι
της τζιαι πα να την φιλήσει
-Να πάεις πέρα
των περών να μάθεις το ψαλτήρι
Να μάθεις τα
΄κατον λογια μεν σου γελά κανένας
Τζιαι γιώνει το
μισό ζιω μαζί σο΄σένα
-Πρίν να μου πεις
τα έμαθα τζαι να τα τραουδήσω
Αν έσιεις τη υπομονή
κάτσε να τα ΄ξηγήσω
-Ένα τζυπαρισσόμηλο
τζ΄ένα περίκλοκάι
Για να
περιπλεκτήκαμε τα δκυό σε ΄να κλεινάρι
-Σε ΄να κλεινάρι πείνουμε
σ΄ένα ποτύρι πνιούμεν
Τζαι σ΄ένα στρώμα
τζαι οι δκυό ποτέ να τζοιμηθούμε
-Δύο του λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Δκυό περιστέρες
παίζουντε με δκυό φτερά συν ένα
Τζαι τον Θεό
παρακαλώ να΄ρτεις μαζί μο μένα
-Τρία του λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-τρεις πήχες φίδι
να γινώ την κόξα σου να ζώσω
Τζι΄αν δεν μου
δώσεις το φιλί εν να σε θανατώσω
-Τέσσερα λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Τέσσερα
καντουνόσταυρος κρέμμεται στον λαιμό σου
Μ΄ολοι φιλούνε τον
σταυρό μα΄γιω το μαγουλό σου
-Πέντε του λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Πεντε φορές
λυγόθηκα λυγίτσα των αγγέλων
Τζιαν δεν μου
δώσεις το φιλί που δα χαμαί εν πηαίννω
-Έξι του λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Εξι αστρούδκα
εσσιει οκλιά τζαι πα ούλλα βουνάρι
Τζαι έξι γυρούς ολόχρυσους
έκαμα σου ζωνάρι
Τζιαι κλείωσα την
κόξα σου να πάρω τ΄ανοικτάρι
-Έφτά του λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Εφτά πλανήτες
του΄ρανου την αγαπώ πλανάτε
Να΄ρκετε μες τα
αγκάλια μου την νύκτα νατζοιμάτε
Να κάμνει να
ποτζοιμηθεί να΄μου την εξυπνάτε
-Οκτώ του λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Οκτώ ποδκιά ΄σιο
κάουρας τζαι πάει ομπρός τζαι πίσω
Τζ΄εξόδκιασα του
βάρου σου κόρη να σ΄αγαπήσω
Τζαι τώρα που σ΄αγάπησα
πως να σε λησμονήσω
-Εννιά του λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Εννιά μηνες με βάσταγε
η άτυχη μου μάνα
Για σ΄ένα με αναγίωσε
να ππέφτουμε αντάμα
-Δέκα του λέει η
Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Δεκάτιζε τα
λόγια σου τζυρά μου νασε φτάνω
Γιατ΄εν
λοαρκασμός πολλύς τζ΄ υστερείς ιξιάννω
Δεκάτιζε τα λόγια
σου λάλε τα δέκα δέκα
Πέρκι φτάσω στα
εκατό τζαι πάρω σε γεναίκα
-Είκοσι λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Είκοσι μέρες
στην Φρανζιάν μια πέτρα έπελεκουν
Τζαι ΄μάθα το πως
σ΄αγαπώ τζαι κάτσασιν τζαι γλέπουν
-Τριάντα λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Τριάντα μήλα
μου΄στειλαν απου την Παρπαρίαν
Δκιάλεξα τζιαι
ποδκιαλεξα τζαι το δικό σου πήρα
Μες το σεντούζιη
το΄βαλα τζαι ΄καμε ένα μηνα
Τζαι που τον μήνα
τζαι να πα το μήλο συντηχάνει
Κοψε με φάμε σίρε
με των λιονταριών με δώσε
Μήλο μου μεν μαραίνεσε
μεν χάνεις την οχρά σου
Τζι΄αν θέλεις
πάλε πέμπω σε στην πρωτεινή τζυρά σου
-Σαράντα λέει η Λυερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Σαράντα μέρες νήστευε
μάνα μου ο ζωγράφος
Ζωγράφησε τα
κάλλη σου τζαι δεν έκαμε λάθος
-Πεήντα λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Πεήντα ορκιές έδκιαψα
την γή με τη βελόνα
Τζαι μέσα την
εφίλησα τη μαρμαροκολώνα
Νύκτα ΄ταν ποιος μας
ένοιωσε νύκτα ΄ταν ποιός μας είεν
Η νύκτα ΄πεν το της
αυκής τζι΄νύκτα ΄πεν το του νέφους
Το νέφος το
ψιχάλισε μες τα νερά που τρέχουν
Τζαι τα νερά το
πείρασιν στο κύμμα της θαλάσσης
Το κύμμα το ΄πε
του κουπιού τζαι το κουπί του ναύτη
Τζ΄ο ναύτης το τραούησε
πας σε ψηλό κατάρτι
Τζ΄ο κόσμος πιον
γεμώστηκε πως σ΄αγαπω χαλαύτη
-Εξήντα λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Εξήντα βρύσες με
νερό τζ΄άλλα ΄κατόν πηάδκια
Ούλλα διψώ τζαι
πίνω τα γιατ΄εσσιεις μαύρα μάδκια
-Βδομήντα λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Βδομηντα πέντε
Σάβατα τζαι ΄ξήντα Τζερκακάες
Εγύριζα τες
εκκλησιές τζ΄ερώτουν τους παπάες
Για να μας στεφανώσουσιν
να λείψουν οι καυκάες
-Ογδόντα λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Ογδόντα μήνες
μεθκιώ για να γινούμε ταίρι
Για να ζιούμε πάντοτε σιειμώνα κάλοτζαίρι
-Νενήντα λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Νενήντα μέρες
γύριζα της παμπαριά τα κάστρη
Για να σ΄όβρω
χτένι φυφτητζιή τζαι δκιαλυστήρα άσπρη
-΄κατόν του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε
-Κάτω στον τάφο
του Χριστού έσσιει εκατον καλοηρκά τζαι
΄ξήντα καλοήρους
Στον μήνα τρώσιν κάστανο
στον χρόνο λευκοκάριν
Τζιαι μες το
λευκοκάρυον πίνουν νερό να ΄γιασουν
Τζαι σαν μου
δώσεις το φιλί τζαι ΄σύ τωρά ΄ννα ΄γιάσεις
Τζαι τότες την
εφίλησε τζαι΄πιασε τα φιλιά της
Τζαι πάνω στην καρκόλα
της έππεσε τζιαι μητά της
-Θεέ να κράξαν
πετεινοί Θεέ να ξημερώσει
Να πάμε εις την
εκκλησιάν για να μας στεφανώσει
-Θεέ μεν κράξουν
πετεινοί ούτε να ξημερώσει
Ούτε να πάμε εκκλησιάν
για να μας στεφανώσει
Ατε να πας που δά
΄χαμαι ρα λόττα βρωμισμένη
Να πα να πεις της
μάνας σου πως σ΄έχω αγκαστρωμένη
-Πάρα να πουν της
μάνας μου πως είμαι αγκαστρωμένη
Κάλιο να πουν της
μάνας μου πως είμαι πεθαμμένη
Επιμέλεια Γιώργος
Καραγιώργης