ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

26 March 2025

Επιμνημόσυνο

 


Άδεια στην φύση  η φωλιά , κι η πέρδικα απούσα

Νεκρή σκηνή στον άνεμο και άλαλη η μούσα

Το έφαγες το ταίρι μου και τα αυγά επίσης

Μαύρη κατάρα να σε βρεί την σίκλα να κλωτσίσεις

Σε τί φταίξαμε  πέρδικες κι΄ όλοι  μας κυνηγάνε

Μέρα και νύκτα προσπαθούν  το γένος μας να φάνε

Χρόνο με χρόνο ύπαρξη στον πληθυσμό μας  μείον

Αρνητική καταγραφή στης ΘΗΡΑΣ το ταμείον

Τάση μη ανατρέψιμη  το πεπρωμένο τάχα

Θα μείνουμε ζωγραφιστές Σε πίνακες μονάχα

Θουκής 26/03/2025

13 March 2025

Τα Εικοσιθκυό Λόγια



Ένα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Ένας Θεός μας έπλασεν, τζιαι μιας ημέρας γέννα τζιαι μιας ημέρας βάφτισμαν, ήτουν Θεού γραμμένα.

Δύο του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δκυό μάθκια τ’άχεις λυερή, τζιαι τες καρκιές μαρένεις τζι’άδικα να με τυρανείς, τζιαι δεν με αποθαίνεις.

Τρία του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τρεις χάρες σού’δωσε ο Θεός, σαν την Αγιά Τριάδαν στα κάλλη τζιαι στην ομορκιάν, τζι’ούλλην την νοστιμάδαν.

Τέσσερα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τεσσαρακάντουνος σταυρός, κρέμεται στον λαιμόν σου τζι’ούλλοι φιλούσιν τον σταυρό, τζι’εγιώ το μάουλλο σου.

Πέντε του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Πέντε φορές λιώννουμαι, γιανί μου την ημέρα, δκυό το πρωί δκυό το βραδύ, τζιαι μιαν ντ’α γύρει μέρα.

Έξι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Έξι κομμάθκια να γινώ, που τον μισόν τζιαι κάτω αν βουληθώ τζιαι σ’αρνηστώ, μήλον μου μυρωδάτον.

Εφτά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζι΄στους εφτά επήαμεν, μαζί σ’ένα σκολείον σε μια τάξην εκάτσαμεν, στο ίδιο θρανίον.

Οκτώ του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζι΄στους οκτώ αγάπη μου, είχα σε στο πλευρόν μου τζιαι σου εθκιάβαζα συχνά, γιατ’είχα τον σκοπόν μου.

Εννιά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Εννιά μήνες σε βάσταχνε, η ακριβή σου μάνα σ’ανάγιωσε σ’ανάθρεψε, να ππέφτουμεν αντάμα.

Δέκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

 Δεκάτιζε τα λόγια σου, λάλε τα δέκα-δέκα μεν πάεις ως τα εκατόν τζιαι παίρνω σε γεναίκα.

Έντεκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Έντεκα ήρταν τζ’ήπαν σου, πολλύν κακόν για μένα τζι’εκρώστεις τους αγάπη μου, τζι’αρνήστηκες με μένα.

Δώδεκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δώδεκα αηδόνια κελαηδούν, που κάτω στον λαιμόν σου κοίταξε κόρη τζι’έπαρε, τον αγαπητικόν σου.

Δεκατρία του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκατρία μερόνυχτα, γυρίζω ν’άβρω κλίμαν να μας ιστεφανώσουσιν να φκούμεν πό’να κρίμαν.

Δεκατέσσερα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκατεσσάρριν φράντζικον, σου στέλλω το χαπάριν τζι’αν είσαι ταίριν σπλαχνικόν άλλον πο’μέν μην πάρεις.

 Δεκαπέντε του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Στους δεκαπέντε λέω σου, έχεις την άδειαν μου για να σκεφτείς τζιαι να μου πεις, να σάσσω τον νοτάν μου.

Δεκαέξι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Η εληκία σου εν μικρή, λαλείς στους δεκάξι καμμιά δεν επαντρέφτηκε, που την δική σου τάξην.

Δεκαεφτά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Επάνω στους δεκαεφτά, να το ενζωγραφίσεις γιατ’ήρτεν πλέον ο τζαιρός, που θα με τυρανίσεις.

Δεκαοκτώ του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκαοκτάραν αγαπώ, πον’άσπρο περιστέριν τζιαι μοιάζει της αγάπης μου, τζιαι να γινούμεν ταίριν.

Δεκαεννιά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Επάνω στους δεκαεννιά, ζωή ψυσσιή τζιαι φως μου έλα να σμίξουμεν τα δκυο, πο’νει χαρά του κόσμου.

Είκοσι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζ’η νέα πας τους είκοσι, πρέπει να παντρεμένη, για να χαρεί την παντρειάν, τζιαι ν’άναι ευτυχισμένη.

Εικοσιένα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Εικοσιένα μιναρέ, θα κτίσω αππεσωθκιό σου για να κοιτάζω να θωρώ, τον άσπρον τον λαιμόν σου.

Εικοσιδύο του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται..

Σαν κοσιθκυό τραντάφυλλα, η νιότη σου μυρίζει τζιαι σκωτομένον να τον δω, που σε σφικταγκαλίζει.

Αυτούς τους στίχους τους έμαθα από την μακαριστή μητέρα μου

Βασιλική Παπαγεωργίου (1920-2007) το γένος Αντώνη Καραγιώργη από την Αναφωτία,

η οποία το έμαθε από την μητέρα της Ελένη Καραγιώργη (Κατωδρίτισσα)(1890-1965) το γένος Μιχαήλ Φράνκου από το Κάτωδρυ.

© Γεώργιος Παπαγεωργίου 2025

1 March 2025

Το τραγούδι του Κωνσταντά

 

Τζι ούλες οι χήρες χαίρουνται τζι΄ούλες χαρά δκιεβάζουν

τζι η άρκα σιήρα των χαρκών ποτέ χαρά δεν είσεν,

Προξένια τζι έν' που πέψασιν τζι΄από τον Βαβύλώναν

v' αρμάσουσιν την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα

- Τζ έλα, μανά, ν' αρμάσουμε την Αρετήν στα ξένα,

- N' αρμάσουμεν, γιε μου, την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα,

Τζι αν μου 'ρτει πλήξη γιά χαρά, ποιος έννα μου την φέρει;

Τζι έλα, μανά, v΄ αρμάσουμεν την Αρετήν στα ξένα

τζι αν σου 'ρτει πλήξη γιά χαρά, εγιώ 'ννά σου την φέρω!

Τζι αρμάσασιν την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα.

Που 'ρτεν ο χρόνος δίσεχτος τα 'ννιά παιδκιά πεχάναν

τζι ούλα τα μνήματα 'κλαιεν τζι ούλα 'κκληόιές τα 'χτίσεν.

Το μνήμαν του Κωσταντά χτίζει το μαναστήριν

τζι από το κλάμαν το πολλύν τον ανεστεναγμόν της,

γίνην ο τάφος άλογον τζι η στράτα χαλινάριν.

Τζι ανήφορα, κατήφορα τζι ο Κωσταντάς 'πό πάνω καβαλλάρης.

Άμε να πας επήασιν ως τζει στο Βαυλώναν

τζι έμπλασεν τζαι της Αρετής τζι επάαιννεν τον γάμον.

- Τζαι πέζα, πέζα, Αρετή, στην μάναν μας να πάμεν,

- Τζι είντα με χέλ' η μάνα μου τζι εμήνυσεν να πάω;

Τζι αν ένι χαρά της μάνας μου, να πάω ξαλλαμένη

τζι αν έν' πλήξη της μάνας μου, να πάω ζουρωμένη.

Πίσω καχίσκ' ο μαύρος του, πίσω του την καχίσκει,

άμε να πας, επήασιν ι-μνιαν καχέρκαν βρύσην,

να πάν να πιει ο μαύρος του τζαι να ποκαματίσει.

Τζι ο Κωσταντάς που 'τουν νεκρός γύρνει τζαι ποτζσιμάται,

στο γόνατόν της τον έβαλεν για να τον ι-φτερίσεί,

Τζειαμαί νεφάναν δκυο πουλιά που την Ανατολούλλα

τζι αρκέψασιν τζι ελέγασιν μ' αγγελικήν φωνούλλαν.

- Δοξάζω σε, καλέ Θεγέ, που 'σαι στα ψηλωμένα,

που τα γινώσκεις τα κρυφά με τα φανερωμένα,

που συντυχάννουν τα ζωντανά πκιον με τα ποθαμμένα.

-Τζι΄αδε πελλήν που σε κρατώ τζι΄αδε χαμένη που΄σαι

τζαι τα πουλιά που κελαδούν έπιασες τζαι χροικάς τους

- Θαμμάζουμαί το, Κωσταντά, στα λόγια που μου λέγεις

ως τζαι τα ρούχα που φορείς έν' ανεολλιασμένα.

- Γεναίτζες τζαι που πήραμεν έτσι τα κάμνουν τώρα.

- Θαμμάζουμαί το, Κωσταντά, στα λόγια που μου λέγεις,

ως τζαι τα ρούχα που χωρείς εδώσαν θανατία,

- Που τον τζαιρόν που τα χορώ τζι εκάμαν πιτυρία,

Πίσω καχίσκ' ο μαύρος του, πίσω του την καχίσκει

τζι άμε να πας επήασιν ως τζει στο μονοπάτιν.

Τζαι ηκιάσ' το τούτον το στράτιν, τούτον το μονοπάτιν,

το μονοπάτιν βκάλλει σε της μάνας μας το σπίτιν,

Που τον τζαιρόν που δεν ήρτα μα ξήχασα την στράταν.

- Τζαι πκιάο' το τούτον το στρατίν, τούτον το μονοπάτιν,

το μονοπάτιν βκάλλει σε της μάνας μας το σπίτι

τζι εγιώ χρωστώ τ' Αγιού Τζερκά, να πά' να του τα πάρω.

Τζαι ηκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν

Στην μάναν της τζαι πάει.

Χροικά του τάφου π' άννοιξεν, του τάφου που σφαλίστην,

διπλόν στραππήδιν έδωκεν, στην μάναν της τζι επήεν.

Π΄αππέξω βάλλει της φωνήν, π' αππέσω πολοάται:

-Τζ αν ένι ο δκιάβος ας δκιαβεί, περά του τζε ας περάσει

Τζι΄αν έν' ο πικροχάροντας ας μπει 'οσω καβαλλάρης

Μα 'ν τζι έχω τζαι τον Κωσταντάν τζι ήρτεν να μου τον πάρει

έμεινέν μου η Αρετή τζι η Αρετή στα ξένα.

- Τζι΄άννοιξέ, μά', άννοιξε, μάνα μου, τζι είμαι η Αρετή σου

Τζι΄έφερέν με ο Κωσταντάς, το πρώτον μου αέρφιν.

Διπλόν στραππήδιν έδωκεν τζι επήεν τζι άννοιξεν της.

Τότε αγκαλιαστήκασιν τζι εξέβην η ψυόή τους.

Τζι΄ επκιάσαν τζαι τες βάλασιν τες δκυο έναν τζιούριν

η μια βλάστησεν λασμαρκά τζε η άλλη μαντζουράνα

τζι εγύρναν τζι εφιλούσασιν που 'τουν πεθυμισμένα!


Δημοτικό Κυπριακό τραγούδι

27 February 2025

Ο Πραματευτής

 

Πραματευτής κατέβαιννεν από τα κλεφτοβούνια,
είχεν μουλάργια δώδεκα,
είχεν μουλάργια δώδεκα, μούλες σαράντα πέντε.
Και μιαν μούλαν μικρήν, μικρήν μούλαν,
και μιαν μούλαν, μικρήν μούλαν, με μόσκον φορτωμένην.
Κ! από τον μόσκον τον, μωρέ, τον πολύν,
K! από τον μόσκον τον πολύν, πραματευτής κοιμήθην.
Κ! η μούλα παραστράτησεν
K! η μούλα παραστράτησεν και άλλον δρόμον παίρνει.
Παίρνει τον δρόμον των κλεφτών,
παίρνει τον δρόμον των κλεφτών πέρα στα Κλεφτοβούνια.
Πραματευτής εξύπνησεν,
πραματευτής εξύπνησεν, Τούτον Τον λόγον λέγει:
Εδώ σε τούτα τα βουνά,
εδώ σε τούτα τα βουνά κλέφτες δεν κατοικούνε.
Τον λόγον του δεν τέλειωσεν,
τον λόγον του δεν τέλειωσεν, κλέφτες τον απαντούνε!
Αλλοι του κόβουν τα σχοινιά,
άλλοι του κόβουν τα σχοινιά, τες μούλες
ΚΙ ο αδερφός του ο καρδιακός
κι ο αδερφός του ο καρδιακός μιαν μαχαιργιάν του δίνει.
Σταθείτε κάτι να σας πω,
σταθείτε κάτι να σας πω, κάτι να σας μιλήσω.
Είχα κι εγώ 'ναν αδερφόν,
Είχα κι εγώ 'ναν αδερφόν,κλέφτην στα κλεφτοβούνια
που η μοίρα του τον έριξεν,
που η μοίρα του τον έριξεν πα' στα βουνά να κλέφτει.
Ψέματα λες, μας λες, πραματευτή,
ψέματα λες, μας λες, πραματευτή, και ψεματάρης είσαι.
Πες μας σημάδγια του σπιδκιού,
πες μας σημάδγια του σπιδκιού, ίσως και σε πιστέψω.
Είχεν ελιάν στην πόρταν μας,
είχεν ελιάν στην πόρταν μας και κλήμαν στην αυλήν μας.
Κάμνει σταφύλι ροζακί,
κάμνει σταφύλι ροζακί και το κρασίν μοσχάτον.
ΚΙ όποιος το πιει δροσίζεται,
κι όποιος το πιει δροσίζεται και πάλ' αναζητά το.
ψέματα λες, μας λες, πραματευτή,
ψέματα λες, μας λες, πραματευτή και ψεματάρης είσαι.
Πες μας σημάδια των γονιών,
πες μας σημάδγια των γονιών, ίσως και σε γνωρίσω.
Είχα πατέραν απ' την Χιόν,
είχα πατέραν απ' την Χιόν, μητέραν απ' την Θράκην.
Ψέματα λες, μου λες, πραματευτή,
ψέματα λες, μου λες πραματευτή, και ψεματάρης είσαι.
Πες μου σημάδγια αδερφιών,
πες μου σημάδγια αδερφιών, ίσως και σε πιστέψω.
Είχα Ελένην αδελφήν,
είχα Ελένην αδελφήν, Γιώργον έναν αδέλφιν,
που η μοίρα του τον έριξεν,
που η μοίρα του τον έριξεν πα' στα βουνά να κλέφτει.
Ψέματα λες, μου λες, πραματευτή,
ψέματα λες, μου λες, πραματευτή, και ψεματάρης είσαι.
Πες μου σημάδια τ' αδερφού,
πες μου σημάδγια τ' αδερφού, ίσως Και σε γνωρίσω.
Είχεν ελιάν στο μάγουλον,
είχεν ελιάν στο μάγουλον, ελιάν εις την μασχάλην
και μιαν τρίχαν ολόχρυσην
και μιαν τρίχαν ολόχρυσην απάνω στο κεφάλιν,
Σαν τ' άκουσεν ο αδερφός,
σαν τ' άκουσεν ο αδερφός, τότες εκλαμουρίστην,
Τον παίρνει στες αγκάλες του,
τον παίρνει στες αγκάλες του και στον γιατρόν τον παίρνει,
- ΓΙάνε, γιατρέ, τ' αδέρφιν μου,
γιάνε, γιατρέ, τ' αδέρφιν μου κι αδρά θα σε πληρώσω.
- Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται,
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται, γιατ' η πληγή έν' μεγάλη.
Τον παίρνει στες αγκάλες του,
τον παίρνει στες αγκάλες του, σ' άλλον γιατρόν τον παίρνεις
- Γιάνε, γιατρέ, τ' αδέρφιν μου,
γιάνε, γιατρέ, τ' αδέρφιν μου, φλουργιά θα σε πληρώσω.
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται,
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται, γιατ' η πληγή έν' μεγάλη.
Και η πληγή που τ' άνοιξες
και η πληγή που τ' άνοιξες είν' κάτω στην μασχάλην.
Τάσσει φλουργιά στην Παναγιάν,
τάσσει φλουργιά στην Παναγιάν, ίσως και τον γιατρέψει.
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται,
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται, γιατ' η πληγή έν' μεγάλη
και η πληγή που T' άνοιξες
και η πληγή που τ' άνοιξες είν' κάτω στην μασχάλην.
Τον παίρνει στες αγκάλες του,
τον παίρνει στες αγκάλες του, στην εκκληόιάν να μπούσιν.
Εκεί να προσκυνήσουσιν,
εκεί να προσκυνήσουσιν, τες αμαρκιές να πούσιν
κι έναν μνήμαν να βγάλουσιν
κι έναν μνήμαν να βγάλουσιν κι΄οι δυο τους να ταφούσιν.

Δημοτικό Ελληνικό τραγούδι


Τραούδι του Ραάρη

 



Τζινούρκος νιος πραματευτής έρκετουν που την πόλην.

Τζινούρκος νέος πραματευτής έρκετουν που την πόλην.

τραβά μουλάρκα δώδεκα τζαι με την πραμαθκειάν του

τραβά μουλάρια δώδεκα τζαι με την πραμαθκειάν του

Τζαι ζώννετουν στην κόξαν του ολόγρυσον κολάνιν

Μια κόρη τον εσσιάστηκεν 'πο 'ναν παναθυράκιν

Μια κόρη τον εσσιάστηκεν που 'ναν παναθυράκιν.

Αμμά τζαι Θκειέ τζαι θκειούλλη μου, πουλείς μου το ζωνάρι;

Αμμά ται Θκειέ τζαι θκειούλλη μου, πουλείς μου το ζωνάρι;

Με τα ριάλια 'ν το διώ, με τα φιλιά διώ το. . .

Με τα ριάλια 'ν το πουλώ, με τά φιλιά διώ το.

Πκιάσ΄ τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν.

 Τζαι πκιάνω τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν.

 Τζαι τζείνον βκάλλει σε στης Λυερής παλάτι.

Τζαι τζείνον βκάλλει σε στης Λυερής παλάτι.

Δημοτικό Κυπριακό τραγούδι

26 February 2025

Του Κωνσταντά τζαι της Μαρουθκιάς

 



Ο Κωνσταντάς τζ΄ η Μαρουθκιά σαν ήταν ταιρκασμένοι
ετρώασιν τζι επίνναοιν τζι΄ οι θκυό σ΄ εναν τραπέζιν,

 Ετζέρναν του τζι΄ ετζέρναν της για να την ποτζοιμίσει

 τζείνη τον εποτζοίμισεν πάνω στα γόνατά της,

 

 Βάλλει του τάβλαν αρκυρήν τζαι μαουλούτζες πλούσιες

τζαι ντζίζει τζι εις τες πούντζες του τζι ΄έπκιασε τ΄αννοιχτάρκα

 τζαι επήεν τζαι εγύρισεν ούλλα του τα τζελλάρκα

 τζι΄ εφόρησεν τα ρούχα του τζι΄ εζώθην τα σπαθκιά του.

 τζι΄ επήεν  εις τον στάβλον του που είσεν τ' άλογά του.

 

Μήτε την μούλαν το'  πιασεν, μήτε την βονιτζήν του,

μόνον τον μαύρον το' έπιασεν που έξερεν τες στράτες.

 Τζι επολοήθην τζι΄ είπεν του με την ταπεινοσύνην:

 Μαύρε μου μαυρογόνατε, μαύρε  μ' ανεμοπόδα,

τζι΄αν τύσεις τζαι περάσεις με της Κύπρου στον λιμνιώναν.

Τζι΄ επολοήθην τζι΄ είπεν της με την ταπεινοσύνην:

«Τζαι βάρ’ μου χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα,

τζαι βάρ’ μου τζαι τα ρέτινα για να βαρώ, να τρέχω,

τζαι εσούνη για το γλήορον μεν βάλεις φτερνιστήριν.»

 

 Τζι ό,τι της είπεν έκαμεν τζι΄ ό,τι της παραντζέλλει,

 βαλλει του χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα

 τζαι τζείνη για το γλήορον βάλλει τζαι φτερνιστήριν.

 Φτερνιστηρκάν του έδωσεν, στους ουρανούς την φκάλλει

τζαι με τα νέφη παρπατεί, με τους ανέμους πάει.

 

Επολοήθην τζι΄ είπεν του με την ταπεινοσύνην:

Μαύρε μου μαυρογόνατε, μαύρε μ' ανεμοπόδα,

-Τζι΄ είσουν πουλάριν θκυο χρονών τζι΄ εκαβαλλίτζευκά σε,

 τώρα που γερομάρκασες εννά με φαραντζίσεις!

 Τζι΄ επολοήθην τζ είπεν της με την ταπεινοσύνην:

-Τζαι ποδεξιώθου τζι΄ έφκαλε τζείνον το φτερνιστήριν,

 τότες πατούν τα πόθκια μου στην γην την στερκωμένην

 

Τζι΄ ό,τι της είπεν έκαμεν τζι΄ ό,τι της παραντζέλλει

 τζι΄ εποταυρίστην τζι΄έφκαλεν τζείνον το φτερνιστήριν

 τζι΄ αμέσως την επέραοεν της Κύπρου στον λιμνιώναν.

 

 Τ' αππάριν εσσισσίνισεν τζι  η κορ' αγρώνισέν το.

 Στην στράταν εκατέβηκεν τζαι με το καπνιστήριν,

 στο 'ναν της σιέριν το ψηστρίν τζι εις τ' άλλον το κολάτζιν.

 

 Τζαι πάτησεν τα ρέτινα τζι΄ έβκην να την φιλήσει

 τζαι το μασαίριν έβκαλεν, την τζεφαλήν της κόβκει

τζαι δεν την ελυπήθηκεν, την πικρογεννημένην,

 οπού την έσ' η μάνα της στην γην τυρανισμένην.

 

Την τζεφαλήν της έκοψεν τζι΄ έκαμέν πίσω τζι΄ ήρτεν

 τζι΄ επήεν εις τον στάβλον του τζι΄έβαλεν τ' άλογό του,

 επήεν τζι εις την πούγγαν του τζι έβαλεν τ' ανοιχτάριν,

 τζι΄ έππεσεν μες στ' αγκάλια του πως δεν είσιεν χαπάριν.

 

Τζ΄ επολοήθην τζι΄ είπεν της:

 - Α ξύπνα, ξύπνα Μαρουθκιά, βαθύν όρομαν είδα,

ετζέρνουν σου τζι΄ ετζέρνας μου για vα σε ποτζοιμίσω

τζ΄εσού εν που με ποτζοίμισες πάνω στα γόνατα σου.

Βάλλεις  μου τάβλαν αρκυρήν τζαι μαουλούτζες πλούσιες,

τζι΄ έμπηξες τζι εις τες πούντζες μου τζι΄ έπκιασες τ΄ αννοικτάρκα

τζι΄ επήες τζαι εγύρισες ούλλα μου τα τζελλάρκα.

τζι΄ εφόρησες τα ρούχα μου τζι΄εζώθης τα σπαθκιά μου

τζι΄επήες εις τον στάβλο μου που έχω τ΄ αλογά μου.

Μήτε την μούλαν μο' πιασες μήτε τη βονιτζή μου,

μόνον τον μαύρον μο΄πιασες που έξερε τες οτράτες.

 

 Τζι΄ επολοήθης τζι΄ είπες του με την ταπεινοαύνην:

 - Αν τύσεις τζαι περάσεις με της Κύπρου στον λιμνώναν.

 

Τζαι επολοήθει τζι΄ είπεν σου με την ταπεινοούνην

«Τζαι βάρ’ μου χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα,

τζαι βάρ’ μου τζαι τα ρέτινα για να βαρώ, να τρέχω,

τζαι εσούνη για το γλήορον μεν βάλεις φτερνιστήριν.»

 

 Φτερνιστηρκάν του έδωσες, στους ουρανούς σε φκάλλει

 Τζαι, με τα νέφη παρπατείς, με τους ανέμους πάεις,

 Τζι΄ επολοήθης τζι είπες του με την ταπεινοσύνην:

 Μαύρε μου μαυρογόνατε, μαύρε μ' ανεμοπόδα,

 Τζί΄ ήσουν πουλάριν θκυο χρονών τζι΄ εκαβαλλίτζευκά σου,

 τώρα που γερομάρκαοες, εννά με φαραντζίσεις!

Τζι΄ επολοήθην τζι΄ είπεν σου με την ταπεινοσύνην:

 Τζαι ποδεξιώθου τζι έφκαλε τζείνον το φτερνιστήριν,

 ξαπόλα τα ομπροστινά τζαι σφίξε τα οπίσω,

 τότες πατούν τα πόθκια μου στην γην την στερκωμένην.

 

 Τζι ό,τι σου είπεν έκαμες ό,τι σου παραντζέλλει,

 ξαπόλυσες τα μπροστινά τζι΄ έπιασες τα οπίσω

 

 Τζι΄αμέσως σε επέρασεν της Κύπρου στον λιμνιώναν,

 τ' αππάριν εσισσίνισεν τζι΄ η κόρ' αγρώνισέν το.

 Στην στράταν εκατέβηκεν τζαι με το καπνιστήριν,

 στο 'ναν της σέριν το ψηστρίν τζι΄ εις τ' άλλον το κολάτζιν

 τζι΄ από' το μικροδάχτυλον αφρούγιον ποξαμάτιν.

 

 Τ' αππάριν εκουτσούγλησεν τζι΄ η κόρη εφοήθην

 τζαι το μασαίριν έβκαλες, την κεφαλήν της κόβκεις

 τους σσύλλους την επέταξες τζι΄ έκαμες πίσω τζ΄ ήρτες.

 Τζαι δεν την ελυπήθηκες, την πικρογεννημένην,

 απού την έσ΄η μάνα  της στην γην τυραννισμένην

 

-Τζαι δεν την ελυπήθηκα, την πικρογεννημένην,

έχει τριάντα χρονιά ως τωρά που μ' έσσιει χωρισμένην.


Από τα Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου

 

24 February 2025

Τα εκατόν λόγια Του Ανδρέα Ιωάννου (Κούκκου) από την Αναφωτία Λάρνακας Κύπρου. Όπως του το είπε η μάνα του Βαρβάρα.

 



Όταν εκτίστην κιβωτός τζ΄ εθεμελιώθην κόσμος

τζ΄  εκτίστην το τετράποδον οπού βαστά τον τόπον

τζ΄ εκτίστην τζ΄ η Αγιά Σοφκιά, της Κύπρου το ρηάτον,

τζ΄ εκτϊστην τζ΄ η Αμμόχουστος με το Κωσταντινάτον

τότ' έναν βασιλόπουλλον ήθελεν ν' αγαπήσει

τζ΄  επήεν εις την μάναν του ευτζήν να του χαρίσει.

 

Μάνα, πουλώ τες φόρες μου, μαζεύκω τ' άρματά μου,

Πουλώ τζαι τα κουπάδκια μου με τα φοραραρκά μου,

Πουλώ τζαι τα ζευκάρκα μου με τα καμηλαρκά μου,

Τζαι πάω να ξενιτευτώ για 'ναν φιλίν καμένον,

Που μ' έκαμεν ο έρωτας τζι' εν μπόρ΄α περιμένω.

Πουλώ τα μάνα μου γλυκιά τζαι πάω ν΄ αγαπήσω

Τζαι την υπόλοιπη ζωή μαζί της για να ζήσω

-Γιε μου, τα βασιλόπουλα δεν πρέπει ν' αγαπούσιν,

Μόνο σαίττα τζι΄αρματα τζιαι παν τζαι πολεμούσιν

Πάνω στον Θρόνον κάθονται τζιαι τους δοξολογούσιν.

 

-Ούλλοι παν εις την μάναν τους ευτζήν να τους χαρίσει,

Τζι΄ εγιώ 'ρτα εις την μάναν μου να μου παραλαλήσει.

Τζαι άμες, γιε μου, στο καλόν, τζι΄ ο Θεός να σου βοηθήσει.

 

Πκιάννει πουλεί τες φάρες του, μαζεύκει τζαι  τ΄ άρματά του,

Πουλεί τζαι τα κουπάδκια του με τα φοραρκά του,

Πουλεί τζαι τα ζευκάρκα του με τα καμηλαρκά του.

Τζ΄ούλλα ριάλια τα 'καμεν, στην τζιέπη του τα βάλλει.

Αππέξω πκιον της Λυερής έκαμεν τον τελλάλην,

-Ποιος θέλει τέθκοιον μυσταρκόν, ποιο θέλει τέδκοιον δούλον

Να τρώ΄ που τα ριάλια του, να τρώ' που τα χρυσά του,

Τζι΄  άμαν λείψουν τα χρυσά του, να τρώ' που τα καρσά του. "τα απομεινάρια"

Τζι΄ άμαν λείψουν τα καρσά, ας  τρώ' που τα πλευρά του 

 

Η Λυερή σαν τ΄άκουσεν, έβκην στο παραθύριν

Τζαι λάμνα τα σιειλούδκια της σαν λάμνει το σγαρτήλι

Τζιαι του τελλάλη φώναξε τζι΄επήρεν τον κοντά της

Λαλεί του: Εγιώ θελώ ΄τσι μυσταρκό, εγιώ θέλω ΄τσιν δούλον,

Να τρώ΄ που τα ριάλια του, να τρώ' που τα χρυσά του,

Τζι΄ άμαν λείψουν τα χρυσά του, να τρώ' που τα καρσά του.

Τζι΄ άμαν λείψουν τα καρσά, ας  τρώ' που τα πλευρά του  

 

Τζαι τζι΄χαμαί συμφώνησαν, να μείν΄ ο νιός κοντά της,

Να κάμνει τα χαττίρκα της τζαι τα θελήματά της.

΄Φτά χρόνια της εδούλεψεν κι έναν εξαμηνίτην,

Τζαι  δεν την είδεν  ε-σχεδόν, απου το παραθύριν.

Έκαμεν έξι μάειρας τζαι τραπεζίτης πέντε,

Έμαθεν γλώσσες των πουλιών τζαι  των θερκών τες γνώσες,

Του ποταμού τα κλείσματα τζαι  τα γυρίσματά του,

Του τταμπουρά τα τέλια του τζαι τα πατήματά του,

Τζαι  μνιαν κοπέλλαν έφερεν εις τα θελήματά του.

-Σύρε, τζυρά μου, πκιέρωσ' με να πάω στην δουλειάν μου,

Γιατί πκιόν εβαρέθηκα, πεθύμησα τα σπίθκια τα δικά μου.

 

-Σύρετε, βάες, δώστε του χρυσά, φορτώστε μου τον.

- Τζυρά μου, εντζ' εδούλεψα εγιώ για τα χρυσά σου.

-Σύρετε, βάες, δώστε του ψουμιά, φορτώστε μου τον.

-Τζυρά μου, εντζ' εδούλεψα εγώ για τα ψουμιά σου.

- Σύρετε, βάες, δώστε του φιλιά ούλες σας που πεντέξι.

- Τζυρά μου, εν τζι' εδούλεψα για τα φιλιά των βάων.

Μόνον, τζυρά μου, εδούλεψα για το φιλίν σου σένα.

-Εν είδεν λάκκον για κρεμμόν να πάεις να κρεμμίσεις,

μόνον ΄ρτες εις τον πύρκον μου φιλίν να μου ζητήσεις;

 

Ήταν μνια Κυριακήν, δεσποτιτζιή ημέρα,

Ηθέλησεν η Λυερή να πά στην Αγγλιτέραν.

Άλλαξεν κι εξανάλλαξεν ρούχα της φορεσιάς της,

Μήτε μακριά, μήτε κοντά, ίσια της ηλιτζιάς της.

Πόξω εφόρεσεν χρυσά, που μέσα χρυσταλλένια

τζαι κουτακώθην κουτσαντζιάν τζι΄εσσέπασεν τα τέλεια

Βάλλει τες βάες απ' εμπρός, τες βάες από πίσω,

Τζι' έναν κλωνίν βασιλιτζιάν, κόψκει ήλιον πίσω.

Τζαι  μήλον εις το χέρι της τζι΄ επήρεν την οδόν της

Τζι΄ ο νέος που την αγαπά πηαίνει ταπισών της

 

Αχνάρι του τζ΄ αχνάριν της, παδκιάν του τζαι  παδκιάν της

Εσύχναζε τ΄αχνάριν του, τζι ΄εβρέθην εμπροστά της

Τζαι πολοάται ο νιούλλικος της Λυερής τζαι  λέει

Με δάκρυα στα μμάδκια του κι από καρκιάς να κλαίει:

-Κόρη, για δώς΄μου το φιλίν κόρη για δώς΄μου πόθον,

Κόρη, γίνου Αρχάγγελος, να πάρεις την ψυσιήν μου.

-«Πώς θα σου δώσω το φιλίν, πώς θα σου δώσω πόθο,

πώς να γίνω Αρχάγγελος να πάρω την ψυσιήν σου,

αφού ψυσιήν έχω τζ΄ εγιώ όπως την ιδικήν σου;»

Τζαι  σύχνασε τ΄αχνάρι της, στην εκκλησιά ι-μπαίνει

Τζ΄ ο νέος που την αγαπά κατόπι της πηαίνει

Εμπήκαν μες την εκκλησιάν τζαι ο παπάς συγχήστειν

Τζιαι η Αγία τράπεζα εσήστειν τζιαι ραίστειν

Ψάλλε παπά σαν έψαλλες ν΄ ακούσω την φωνή σου

Τζαι ήρτα να προσευχηθώ να πιάσω την ευτζή σου

Τζ΄ εστάθηκεν ο νιούλλικος με την παιδεδκιοσύνη,

Τζ΄  εστάθηκεν τζαι η λυερή με την ταπεινοσύνην.

Είπεν της τον Απόστολον ο νιός με κάλιον τρόπον,

Τζ΄ εθαύμασεν το γεγονός εκείνον των αθθρώπων.

Τζ΄η Λυερή ηθέλησεν να ανάψει το τζερί της,

Ξηκουτσακώθην κουτσατζιά τζι' εφάνην το βυζίν της.

 

Παπάς το είδεν τζι' έπεσεν, διάκος εμπρουμούττιστην,

Τζαι  τα μικρά διακόπουλλα εχάσαν το ψαλτήριν.

Μα ως τζι' ο Αρχιεπίσκοπος ππέφτει που το θρονί του,

Χαμαί στα μάρμαρα χτυπά τζαι  έσπασεν το φρυν του.

Η κόρη που΄ταν φρένιμη φρένιμα πολοάται:

-Ψάλλε παπά , σαν έψαλλεν τζαι  Διάκο σαν ελάλες

Τζ΄ εσείς, μικρά διακοπούλλα, εύρετε το ψαλτήριν.

Τζ΄ εσύ, Αρχιεπίσκοπε, ξέβα πα΄ στο θρονί σου.

Θεός τα κάλλη μου δωκέν τζαι τα κανάτζια μάνα

τζαι τα νιψοχολιάσματά μ΄ εκάμαν Ανεράδα.

Άτε σαστείτε, βάες μου, στον πύρκο μας να  πάμε.

 Τζαι δεν εν θέλημα Θεού, αντίερο να φάμεν.

Βάλλει τες βάες από μπρος, τες βάες από πίσω,

Τζ΄ έναν κλωνίν βασιτζιάν κόβκει τον ήλιον πίσω.

τζαι μήλον εις το χέριν της τζαι παίρνει την οδόν της,

τζ΄ ο νέος που την αγαπά πηαίνει ταπισών της.

Αχνάριν του τζι αχνάριν της, παδκιάν του τζαι  παδκιά της,

Τζι΄ εσύχναζεν τ’ αχνάριν του τζ΄ εβρέθην εμπροστά της.

Βκάλλει το καππελούι του τζιαι γονατά όμπρός της

Τζαι πολοάται ο νιούλλικος της Λυερής τζαι λέει

με δάκρυα στα μμάδκα του κι από καρδιάς να κλαίει:

-«Κόρη, για δώσ’ μου το φιλίν, κόρη, για δώσ’ μου πόθο.

Κόρη, γίνου Αρχάγγελος να πιάσεις την ψυσιήν μου».

 

Τζιαι πολοάται η Λυερή του νιούλλικου τζαι λέει

με δάκρυα στα μμάδκα της τζι΄ από καρδιάς να κλαίει:

-«Πώς θα σου δώσω το φιλίν, πώς θα σου δώσω πόθο,

Που ΄σαι μικρό τζ΄ ανήλικο τζ΄ αγάπη δεν ηξέρεις

πώς να γίνω Αρχάγγελος να πιάσω την ψυσιήν σου,

αφού ψυσιήν έχω τζι΄ εγιώ όπως την δικήν σου;»

-Επήες στο περβόλι σου είδες τζιαι τες μικρές μηλιές είδες τζιαι τες μεγάλες

Είδες πως οι μικρές αθκιούν κάλιων που τες μεγάλες

Τζ΄ως τζαι τα μήλα των μιτσιών κάλιων που των μεγάλων

-Για δετε τούντο νιούλλικον έβαλε με σε πελάες

Ως τζαι τα δέντρα τ΄άλαλα βάλει τα ναν γνωμάες

Τζαι φυέν τζαι η Λυερή στο σπίτι της να πάει

Τζαι να΄σου τζαι τον ούλλικον έππεσε ταπισόν της

Μα όμως εις το σπίτι της έφτασεν τζείνη πρώτη

Χωρίς να χάσει τον τζιαιρόν έκλεισε το ξεπόρτι

Τραβά το σφυκτορόμανο τζαι σφυκτορόμανίζει

Τζαι τον φτωχόν τον ούλλικον απ΄εξω τον αφήνει

Ανοίει τες αγκάλες του τζιαμαί τζαι γόνατίζει

-Τζι΄ αν είσαι πλάστης μου Θεέ, Θεέ μου πόκουσε μου

Α!! Μιχαήλ Αρχάγγελε τζιαι ΄συ βοήθησε μου

Να κάμει μια πυρά καυτή τζιαι μια σταλούρα περισσή να σπάζει το ποτήρι

Για να υδρώσει η Λυερή να βκει στο παραθύρι

Θεός γιατ΄ ήταν πλάσμα του, Θεός επώκουσεν του

Τζ΄ ο Μιχαήλ Αρχάγγελος πολλά βοήθησε του

Έκαμε μια πυρά καυτή τζιαι μια σταλούρα περισσή πο΄ σπάζεν το ποτήρι

Τζαι να΄σου τζαι την Λυερή πο΄βκει στο παραθύρι

Τζαι λάμνα τα σιειλούδκια της σαν λάμνει το σγαρτήλι

Στο παραθύρι έβκηκε τζ΄ αδράκτειν το ροδάνι (ξύλινο κυλινδρικό εργαλείο με το οποίο γνέθουν το μαλλί.)

Στες μια στες δκυό στες δκυό στες τρεις εκόπην το ροδάνι (μικρός τροχός κλωστικής μηχανής),

Τζιαι φώναξε του νούλικου να πα να της το πάρει

Διπλό δακτύλι έκαμε τζιαι το ροδάνι πιάνει

Σκαλί σκαλί εφίλαν το σκαλί σκαλί τσιμπά το

-Σαν σε φιλώ ροδάνι μου να φίλουν την τζυρά σου

Σαν σε τσιμπώ ροδάνι μου να τσίμπουν την τζυρά σου

-Ως τζαι το ροδανάκι μου φιλά το τζαι τσιμπά το

Τζιαι αν εγιώ στ΄αγκάλια του πως να καλοπεράσω

Δια της το ροδάνι της τζιαι πα να την φιλήσει

-Να πάεις πέρα των περών να μάθεις το ψαλτήρι

Να μάθεις τα ΄κατον λογια μεν σου γελά κανένας

Τζιαι γιώνει το μισό ζιω μαζί σο΄σένα

-Πρίν να μου πεις τα έμαθα τζαι να τα τραουδήσω

Αν έσιεις τη υπομονή κάτσε να τα ΄ξηγήσω

 

-Ένα τζυπαρισσόμηλο τζ΄ένα περίκλοκάι

Για να περιπλεκτήκαμε τα δκυό σε ΄να κλεινάρι

-Σε ΄να κλεινάρι πείνουμε σ΄ένα ποτύρι πνιούμεν

Τζαι σ΄ένα στρώμα τζαι οι δκυό ποτέ να τζοιμηθούμε

-Δύο του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Δκυό περιστέρες παίζουντε με δκυό φτερά συν ένα

Τζαι τον Θεό παρακαλώ να΄ρτεις μαζί μο μένα

-Τρία του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-τρεις πήχες φίδι να γινώ την κόξα σου να ζώσω

Τζι΄αν δεν μου δώσεις το φιλί εν να σε θανατώσω

-Τέσσερα λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Τέσσερα καντουνόσταυρος κρέμμεται στον λαιμό σου

Μ΄ολοι φιλούνε τον σταυρό μα΄γιω το μαγουλό σου

-Πέντε του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Πεντε φορές λυγόθηκα λυγίτσα των αγγέλων

Τζιαν δεν μου δώσεις το φιλί που δα χαμαί εν πηαίννω

-Έξι του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Εξι αστρούδκα εσσιει  οκλιά τζαι πα ούλλα βουνάρι

Τζαι έξι γυρούς ολόχρυσους  έκαμα σου ζωνάρι

Τζιαι κλείωσα την κόξα σου να πάρω τ΄ανοικτάρι

-Έφτά του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Εφτά πλανήτες του΄ρανου την αγαπώ πλανάτε

Να΄ρκετε μες τα αγκάλια μου την νύκτα νατζοιμάτε

Να κάμνει να ποτζοιμηθεί να΄μου την εξυπνάτε

-Οκτώ του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Οκτώ ποδκιά ΄σιο κάουρας τζαι πάει ομπρός τζαι πίσω

Τζ΄εξόδκιασα του βάρου σου κόρη να σ΄αγαπήσω

Τζαι τώρα που σ΄αγάπησα πως να σε λησμονήσω

-Εννιά του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Εννιά μηνες με βάσταγε η άτυχη μου μάνα

Για σ΄ένα με αναγίωσε να ππέφτουμε αντάμα

-Δέκα του λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Δεκάτιζε τα λόγια σου τζυρά μου νασε φτάνω

Γιατ΄εν λοαρκασμός πολλύς τζ΄ υστερείς ιξιάννω

Δεκάτιζε τα λόγια σου λάλε τα δέκα δέκα

Πέρκι φτάσω στα εκατό τζαι πάρω σε γεναίκα

-Είκοσι  λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Είκοσι μέρες στην Φρανζιάν μια πέτρα έπελεκουν

Τζαι ΄μάθα το πως σ΄αγαπώ τζαι κάτσασιν τζαι γλέπουν

-Τριάντα  λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Τριάντα μήλα μου΄στειλαν απου την Παρπαρίαν

Δκιάλεξα τζιαι ποδκιαλεξα τζαι το δικό σου πήρα

Μες το σεντούζιη το΄βαλα τζαι ΄καμε ένα μηνα

Τζαι που τον μήνα τζαι να πα το μήλο συντηχάνει

Κοψε με φάμε σίρε με των λιονταριών με δώσε

Μήλο μου μεν μαραίνεσε μεν χάνεις την οχρά σου

Τζι΄αν θέλεις πάλε πέμπω σε στην πρωτεινή τζυρά σου

-Σαράντα  λέει η Λυερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Σαράντα μέρες νήστευε μάνα μου ο ζωγράφος

Ζωγράφησε τα κάλλη σου τζαι δεν έκαμε λάθος

-Πεήντα  λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Πεήντα ορκιές έδκιαψα την γή με τη βελόνα

Τζαι μέσα την εφίλησα τη μαρμαροκολώνα

Νύκτα ΄ταν ποιος μας ένοιωσε νύκτα ΄ταν ποιός μας είεν

Η νύκτα ΄πεν το της αυκής τζι΄νύκτα ΄πεν το του νέφους

Το νέφος το ψιχάλισε μες τα νερά που τρέχουν

Τζαι τα νερά το πείρασιν στο κύμμα της θαλάσσης

Το κύμμα το ΄πε του κουπιού τζαι το κουπί του ναύτη

Τζ΄ο ναύτης το τραούησε πας σε ψηλό κατάρτι

Τζ΄ο κόσμος πιον γεμώστηκε πως σ΄αγαπω χαλαύτη

-Εξήντα  λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Εξήντα βρύσες με νερό τζ΄άλλα ΄κατόν πηάδκια

Ούλλα διψώ τζαι πίνω τα γιατ΄εσσιεις μαύρα μάδκια

-Βδομήντα  λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Βδομηντα πέντε Σάβατα τζαι ΄ξήντα Τζερκακάες

 

Εγύριζα τες εκκλησιές τζ΄ερώτουν τους παπάες

Για να μας στεφανώσουσιν να λείψουν οι καυκάες

-Ογδόντα   λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Ογδόντα μήνες μεθκιώ για να γινούμε ταίρι

Για  να ζιούμε πάντοτε σιειμώνα κάλοτζαίρι

-Νενήντα   λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Νενήντα μέρες γύριζα της παμπαριά τα κάστρη

Για να σ΄όβρω χτένι φυφτητζιή τζαι δκιαλυστήρα άσπρη

-΄κατόν του  λέει η Λύερή τζ΄ο νιός απολοάτε

-Κάτω στον τάφο του Χριστού έσσιει  εκατον καλοηρκά τζαι ΄ξήντα καλοήρους

Στον μήνα τρώσιν κάστανο στον χρόνο λευκοκάριν

Τζιαι μες το λευκοκάρυον πίνουν νερό να ΄γιασουν

Τζαι σαν μου δώσεις το φιλί τζαι ΄σύ τωρά ΄ννα ΄γιάσεις

Τζαι τότες την εφίλησε τζαι΄πιασε τα φιλιά της

Τζαι πάνω στην καρκόλα της έππεσε τζιαι μητά της

 

-Θεέ να κράξαν πετεινοί Θεέ να ξημερώσει

Να πάμε εις την εκκλησιάν για να μας στεφανώσει

-Θεέ μεν κράξουν πετεινοί ούτε να ξημερώσει

Ούτε να πάμε εκκλησιάν για να μας στεφανώσει

Ατε να πας που δά ΄χαμαι ρα λόττα βρωμισμένη

Να πα να πεις της μάνας σου πως σ΄έχω αγκαστρωμένη

-Πάρα να πουν της μάνας μου πως είμαι αγκαστρωμένη

Κάλιο να πουν της μάνας μου πως είμαι πεθαμμένη

 

Επιμέλεια Γιώργος Καραγιώργης