Ποιόν έν’ πο τζείνο το χωρκό που τζ΄η ελιά αγαπά το,
τον πέρτικο τζιαι τον λαό τον κάμνουσιν ξιάτο;
Με το ζουμίν του σταφυλιού, ζιβάνα τζιαι κιοφτέρκα,
σιουσιούκκον μα τζιαι παλουζέ, δάκτυλα, καττιμέρκα.
Το γάλα κάμνουν όξυνο, τζιαι τραχανάν γευσάτο·
ζεστόν σε πιάτον με το τρι, χαλλούμιν μυρωδάτο.
Την αναρίν ανάλατην, ποβούτουρα στον βάζον,
ψουμιά, κουλλούρκα πρόσφορα, σπιδκιάσιμα ΄γοράζω.
Τζιαι κάθουμαι στον καφενέν τζιαι παραγγέλλω φρέτο
καφέ αμερικάνικον, φραπέ, τζ΄ό,τι τζι΄αν θέλεις πε το.
Άτζιαπις έν’ ο Μαζωτός; μπορεί η Αγγλισία;
Μεννώγεια; ξα’ Αλαμινός; Ίσως Αναφωτία;
Τούντον έν’ που ’ναι το χωρκό ,τζι΄ ένει το πιο ωραίο.
Αν δεν το καταλάβετε… το είπα τελευταίο
No comments:
Post a Comment