ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

17 August 2011

Δέκα οχτώ χωρκάτικα







Την βούρνα της την έπλυνε , την γέμωσεν  αλεύρι
Τζι΄ο  νους την πήεν  στα παλιά, παρηορκάν να εύρει
Είπαν της ενε δούλεψεν,  τζιαι λούθηκεν στο κλάμα
Τζι΄ είπεν ξανά  τούντην  δουλειά,  να κάμει κατά γράμμα

Κουρούκλα βάλλει άπαννη,  πάνω που τα μαλλιά της
Σιερωμένη μια  ποδκιά , έδισε στην τζιοιλιά της
Τζι΄αντάκωσε τον ζυμωτόν ,μαζί με το προζύμι
Νερό  τζι΄ αλάτι πρόσθεσε , για να πετύχει ζύμη
Την σσιέπασε την σταύρωσε , βοήθα με θεέ μου
Τζιαι έχω 10 νηστικά, τζιαι κλαίουν στην κκελλέ μου
Τες λούρες εκαθάρισε , τες έντυσε σεντόνι
Ούλλα για νάναι  καθαρά , να μεν κοντέψει σκόνη
Εβούττησε τα σιέρκα της ,  τζι΄ έκοψεν το ζυμάρι
Τζιαι το ανεμογύριζε, με τέχνη τζιαι με χάρη
Τζιαι τα ΄πλαθεν τα ίδια , να μοιάζουν τα ψουμιά της
 Στην γειτονιά  εξέρασιν  , πως ήτουν  μαστορκά της
Σαν τα  μωρά που κρύωναν , τα σκούλλισε που πάνω
Θωρώ τες λεπτομέρειες,  τζιαι  πάω να πελλάνω
Ώσπου να μπούσιν  έσειρε ,   τζι΄έπιασε το κοντάριν
Τον φούρνο της  τον πύρωσε , να έρτει στο καράριν
Εσείναξε την καρβουνιά  , ούλλην στο στόμιον του
Τζιαι μέσα  τον  εσφόντζισε , τζιαιν είσιεν  όμοιο του
Ακούσαν  τζι΄οι  γειτόνισσες , τζιαι μπήκαν να κοιτάξουν
Η Αντωνού τζι η  Ολυμπού ,την τέχνη της ν΄ αρπάξουν
Τζι΄ είπασιν  ότι τάχατες , ήρταν να βοηθήσουν
Τζι΄ αν πιάσουν τζιαι  κα΄ναν  ψουμί ,  εν να το εκτιμήσουν
Τζι΄ έδωκεν έσσω άξξιππα , η κόρη με  τ΄αγγόνι
Τζιαι μούνταρε την να της πει , πως τίποτε εν ξορτώνει
Μα δεν της κακοφάνηκε , τζι΄ είπεν να συνεχίσει
Χαλλουμωτές θεμά ΄καμεν , για να την ηρεμίσει
 Ούλλα  τουν πανέτοιμα , τζιαι τα ψουμιά  εμπήκαν
Μπροστά στον φούρνο της αυλής , οι  λούρες συνταχτήκαν
 Με μια λεπίδα χάρασσε , ένα αυλάτζι γύρο 
 Τζ΄ένα ένα τά ΄βαλλε,  με προσοχή στο πύρο
Οι βούτσιες της κοττσίνισαν,  τζιαι ΄γίνηκαν  πιπέρι
Πόσες φορές εφούρνισε , μόνον Θεός το ξέρει
Έξερε τούτη η φορά , εν ναν η τελευταία
Τζι΄ έφερε την φαμίλια της ,   να της βαστούν  παρέα
Να δούσιν  τζιαι τ΄ αγγόνια της , πως ήτουν η ζωή της
Τυράννια που επέρασε , η ορφανή ψυσιή της
Στην ώρα του τον άνοιξε , τζι΄ήντα να δεις Χριστέ μου
Δέκα οχτώ χωρκάτικα, αν  εν χρυσάφι πέ μου

Θουκής 17 Αυγούστου 2011

No comments:

Post a Comment