ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

15 April 2025

Ο «Σερταλής»

 

Οι δεκαετίες μέχρι το 1980, για όσους τις έζησαν, ήταν σκληρές. Η ζωή κύλησε μέσα από κακουχίες, επιδημίες, πολέμους, ανομβρίες, ανταρτοπόλεμο, δικοινοτικές διαμάχες, πραξικοπήματα, εισβολή και εκτοπισμούς. Όλα αυτά σε έναν τόπο με ανύπαρκτες υποδομές και φτωχικά σπίτια, που μέχρι τη δεκαετία του ’70 τα χωριά δεν διέθεταν ούτε τα βασικά: νερό, ρεύμα, ψυγείο, κουζίνα.

Το παράδοξο ήταν ότι, παρ’ όλες τις στερήσεις και την οικονομική ανέχεια, οι περισσότερες οικογένειες έκαναν πάρα πολλά παιδιά. Ο αριθμός εννέα θεωρούνταν η πληρότητα ενός ζευγαριού κατά την περίοδο της γονιμότητάς του – και κάποιοι ξεπερνούσαν και αυτό το «όριο». Ίσως ένας λόγος γι’ αυτήν την αντιφατική εικόνα να ήταν και το γεγονός ότι, χωρίς ηλεκτρικό φως, νύχτωνε νωρίς, και χωρίς τηλεόραση και «λαστιχένιες» μεθόδους, ερχόντουσαν τα παιδιά…

Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι κριτές, πρέπει να συγκρίνουμε όλες τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ώστε να κατανοήσουμε πραγματικά τις διαφορές σε σχέση με το σήμερα.

Στην  θεατρική σκηνή για του λόγου το αληθές θα επιχειρήσω με δύο οικογενειάρχες κομπάρσους και ένα πρωταγωνιστή σε αληθινή ιστορία που θα μας δώσει την δυνατότητα να κατανοήσουμε την επικρατούσα κατάσταση που αφορούσε όλο το νησί της Κύπρου την εν λόγω εποχή

Πρωταγωνιστής μας ο Αντρέας Ευσταθίου, ή αλλιώς ο «Σερταλής» – παρατσούκλι προερχόμενο από την τουρκική λέξη Sertan, που περιγράφει έναν σκληρό, τραχύ, ίσως και αυστηρό άντρα. Ο Αντρέας του Στάχη, όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, ήταν ένας γεροδεμένος, σχετικά ψηλός άντρας με αυθεντικό χαρακτήρα. Μονάχα που τα πόδια του τον πρόδιναν λιγάκι στο βάδισμα, μα η δυνατή, γυαλιστερή και καψαλισμένη του ματτσούκα από μοσφιλιά –«μαγκούρα» τη λένε οι Καλαμαράδες– κάπως ισορροπούσε την κατάσταση.

Φορούσε πάντα φαρδιά παντελόνια που, μέσα σε πέντε λεπτά, κατέβαιναν κάτω από τη μέση του, αποκαλύπτοντας τη φουσκωμένη του κοιλιά. Κι αν τύχαινε να σκύψει, το θέαμα από πίσω ήταν κάπως... απρεπές. Το δε πουκάμισό του διαμαρτυρόταν έπειτα από κάθε φαγοπότι, έτοιμο να εκσφενδονίσει τα κουμπιά. Ήταν, βλέπεις, και γερό ποτήρι στη ζιβανία.

Γραφική, παραδοσιακή φιγούρα, με έμφυτο χαμόγελο και «μελισσιά» ματιά, που έκρυβε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία, ειδικά όταν αστειευόταν. Την όλη του παρουσία συμπλήρωνε το καραφλό του κεφάλι, στολισμένο με μια γκριζαρισμένη, πατριωτική μουστάκα – διπλής μινιατούρας ανάποδης ουράς αλεπούς. Κατά βάθος, ήταν καλοσυνάτος, ευσεβής και τίμιος, ένας αυστηρός αλλά δίκαιος παραδοσιακός οικογενειάρχης.

Διατηρούσε κι αυτός κοπάδι με πρόβατα, κάπως μεγαλύτερο από των άλλων βοσκών. Ως απόγονος του προύχοντα Στάχη, κατείχε και σημαντική περιουσία – κυρίως στα «Κατσίματα» – όπου είχε διάτρηση πόσιμου νερού που χρησιμοποιούσε για να καλλιεργεί φθαρτά.

Μέρα-νύχτα, πατέρας και παιδιά δούλευαν στα περβόλια και στα «κτηνά». Για τη μετακίνηση από και προς τα κτήματα –τα οποία βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, τρία περίπου χιλιόμετρα ανώμαλου χωματόδρομου με ανηφοριές και κατηφοριές– χρησιμοποιούσαν αρχικά γαϊδούρι. Αργότερα, κατάφεραν και απόκτησαν τρακτέρ με καρότσα. Τα καλοκαίρια διανυκτέρευαν επιτόπου, κάτω από τις χαρουπιές –«τερατσιές»– ώστε να αυξήσουν τις ώρες εργασίας και να εξοικονομήσουν καύσιμα από τα πήγαινε-έλα. Η πιστή του σύντροφος, η Μαρία, φρόντιζε καθημερινά να φτάνει εκεί με το ζώο, για να τους βοηθήσει και να μαγειρέψει.

Τον συναντούσα αραιά – κι αυτό γιατί, πρέπει να ομολογήσω, τον απέφευγα όταν τον έβλεπα από μακριά. Όχι επειδή δεν τον συμπαθούσα· κάθε άλλο, τον εκτιμούσα βαθύτατα. Όμως, ήταν εκ φύσεως ακατάπαυστο πειρακτήρι. Ό,τι κι αν τον απασχολούσε, το έβαζε στην άκρη. Εκείνη την ώρα, προείχε το πώς θα περάσει ευχάριστα μαζί σου.

Αν η επαφή ήταν αναπόφευκτη, πάντα μου έλεγε τον ίδιο προβληματισμό – με μια δόση ειρωνείας και αρκετή δόση χιούμορ:

— Ρεεε Κόκο…

(σημείωση: δεν υπήρχε παπαγάλος τριγύρω – έτσι λένε τον Γιώργο στην Κύπρο)

«Ίνταλως να σας νεώσουμε; Εγώ, ο Πετρής τζι’ ο Πισσίας (εννοώντας τον πατέρα μου), εκάμαμεν 25 κοπελλούθκια. Τι να σας κάμουμεν;»

 Με τέτοιες ατάκες με πυροβολούσε πάντα, μετατοπίζοντας την ευθύνη πάνω μας – ότι τάχατες εμείς φταίμε που μας έκαναν! Δεν του ανταπαντούσα από σεβασμό. Μέσα μου, αυτό το πείραγμα είχε λειτουργήσει ως ένα είδος παιδικού ψυχολογικού «μπούλινγκ».

Τα επαναλάμβανε αυτά με το ίδιο στυλ, κι ύστερα ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Τα πρόβατά του σάστιζαν και ο σκύλος του άρχιζε να γαβγίζει προς εμένα.

Μια μέρα, σε μια απρόσμενη συνάντηση, πλησίασε κοντά μου. Έβγαλε νωχελικά –ως έμπειρος καπνιστής– το πακέτο Craven A από την τσέπη του πουκαμίσου. Το άνοιξε, έβγαλε ένα από τα είκοσι τσιγάρα, το κτύπησε ρυθμικά στο κουτί για να συμπιεστεί ο καπνός και το άναψε με σπίρτο. Ρούφηξε βαθιά, ώσπου το πυρακτωμένο κάρβουνο μεγάλωσε ένα εκατοστό, κι αφού ξεκάπνισε όλο του το πρόσωπο –ακόμα και η μύτη του–, με μια έκδηλη σοβαρότητα είπε:

— Ρεε… Κόκο, εσκέφτηκα τζι’ ήβρα τη λύση… Ο Πετρής εννιά κοπελλούθκια, ο Πισσίας άλλα εννιά, εγιώ εκοψα πίσω με εφτά. Να πάμε τζι’ οι τρεις πας τον «Στραχαλά» να χορέψουμε τον χορό του Ζαλόγκου. Πρώτος να δώκει ο Πετρής, πον μιτσής τζιαι σβέρτος… ταπισών ο Πισσίας, τζι’ άμαν δώκουν τζι’ δκυο κάτω,  εγιώ να σηκωστώ να φύω!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει και τα μάτια του τον πρόδωσαν – έλαμπαν από σκανταλιά, κι έσκασε στα γέλια. Ακόμα και τα μουστάκια του έμοιαζαν να γελούν.

Στο βάθος, όμως, των λόγων του υπήρχε μια δόση αλήθειας: η έγνοια για την ανατροφή τόσων παιδιών μέσα στη μιζερή φτώχεια. Ίσως αυτές οι πικρόγλυκες ατάκες να ήταν μια εσωτερική αναζήτηση λύτρωσης.

Στα αυτιά μου ηχεί ακόμη η φωνή του, κάθε φορά που τον φέρνω στη μνήμη:

— Ρεε… Κόκο…

Γιώργος Καραγιώργης

15 Απριλίου 2025

12 April 2025

Λεωφορεία, "πιπιριλιά" και αλετράκια του χτες


by George Karageorgis


Τα λεωφορεία για τα χωριά δυτικά της Επαρχίας Λάρνακας ξεκινούσαν για την επιστροφή γύρω στις 1:30 μετά το μεσημέρι από την πλατεία του Αγίου Λαζάρου το ένα μετά το άλλο. Για την Αναφωτία αναχωρούσαν δύο, του Σταυράκη και του Αντρέα του Πετρολαά που μετέφεραν τους μαθητές μαζί με τυχόν επιβάτες και ακόμα ένα πιο αργά, το λεωφορείο του Ανδρέα του Πούμπα για να μεταφέρει τους εργάτες κατά τις 7:00 αργά το απόγευμα.
Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα ολόκληρου του χωριού κατά το 1970 ήταν κάπως λιγότερα από όσα έχει σήμερα ένα σπίτι στον περίγυρο του. Οι μαθητές είχαν μόνο δύο επιλογές για την μεταφορά τους στο Γυμνάσιο ή Λύκειο. Η προτίμηση καθοριζόταν από πολλούς παράγοντες, όπως οι φιλικές και συγγενικές σχέσεις των γονιών, με τον ιδιοκτήτη οι κουμπαρικές υποχρεώσεις ή ανάλογα με τα «απλήρωτα αγώγια» των παιδιών τους που εκκρεμούσαν την προηγούμενη χρονιά.
Το λεωφορείο του Πετρολαά ήταν συνήθως παρκαρισμένο μέσα στη Στοά του Κλεόπα και του Σταυράκη στο παζάρι το Τούρκικο. Αν σχολάγαμε πεντάωρο περπατούσαμε από το Λύκειο και περιμέναμε μέσα στο παρκαρισμένο λεωφορείο για να μην μας βασανίζει η πείνα μας από τις μυρωδιές των τόσον εδεσμάτων εκτός αν σπάνια μας τύγχανε να είχαμε λεφτά για ένα σαντουϊτς από τον Μανώλη ή σουβλάκια από την Σοφκιαλίνα που βρισκόντουσαν απέναντι στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και στην καλύτερη περίπτωση σουβλάκια και πέρκολα μέσα στο Τουρκικό παζάρι. Σε περίπτωση που το λεωφορείο δεν έπαιρνε μπρος κατά την εκκίνηση που αυτό συνέβαινε τακτικά υπήρχε και η εναλλακτική λύση της μανιβέλας για να γυρίσει η μηχανή.
Στην πρώτη στάση που ήτανε μπροστά στο περίπτερο της Αναστασίας έπρεπε να φορτωθούν μάτσες από τριφύλλι για τα κουνέλια στην πίσω κρεμαστή πόρτα και παραλαμβάνονταν οι νέες εφημερίδες. Το ταχυδρομείο στην μπεζ χρώματος σακούλα με την κλειδαριά από πάνω φρόντιζε ο οδηγός από ώρας να το κρατά δίπλα του για να το παραδώσει στο Συνεργατικό Παντοπωλείο. Επίσης πάντοτε στην οροφή του λεωφορείου υπήρχαν στοιβαγμένες σακούλες με λιπάσματα, τροφές, σπόροι, μποτίλιες με γκάζι και άλλες αναγκαίες προμήθειες. Κάναμε ιδιαίτερη χαρά εγώ και ο κολλητός μου όταν βλέπαμε αυτό το φορτίο γιατί θα το ξεφορτώναμε και θα είχαμε χρήμα την επομένη. Μέσα οι επιβάτες μετέφεραν τσάντες με ψώνια της πόλης ακόμα και άσπρες ζωντανές κότες με τα πόδια δεμένα κάτω από τις μαξιλάρες,
Αφού επιβιβάζονταν οι μερικοί μαθητές που είχαν την τύχη να σχολάσουν πιο νωρίς και μερικοί επιβάτες το λεωφορείο ξεκινούσε με βαρεμένη ταχύτητα την διαδρομή του. Δεύτερο σταμάτημα έξω από τον φούρνο του Νεόφυτου να βάλει μέσα την σακούλα με τα ζεστά μαλακά ψωμιά του Συνεργατικού για όσους δεν ζύμωναν ή γι’ αυτούς που τους «έλειψαν». Μέχρι να φτάναμε στις καμάρες από χέρι σε χέρι και εκτός της οπτικής ακτίνας που έπιανε το καθρεφτάκι του οδηγού "εξαφανίζαμε" ένα ή δύο για να καλμάρει η πείνα μας που από τις 7 το πρωί γινότανε 2 και μισή για να την χορτάσουμε.
Επόμενη στάση το Παγκύπριο Λύκειο δίπλα στο νοσοκομείο. Εδώ επιβιβάζονταν και οι μαθητές της Αμερικανικής Ακαδημίας, φυσικά αν είχαν εφτάωρο θα τους περιμέναμε για λίγο. Μετά στο δέντρο της Μητρόπολης για να πιάσουμε όσους πήγαινα στην Τεχνική σχολή και ακολούθως στην Δροσιά για να επιβιβαστεί η κυρία Παναγιωτού μάνα του ήρωα Μιχαλάκη Παρίδη, ακριβώς στο σημείο που την κατεβάζαμε το πρωί βαρυφορτωμένη με τσάντες «κανίσια» για να επισκεφτεί την κόρη της. Στην συνέχεια προς το Γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου να μπουν και οι τελευταίοι μαθητές.
Μέσα στο λεωφορείο υπήρχε μια άτυπη αλλά σεβαστή εθιμοτυπία για τις θέσεις, Οι μαθήτριες πάντα εισέρχονταν από την πόρτα δίπλα στον συνοδηγό και καθόντουσαν η μια διπλά από την άλλη στις δύο μπροστινές παράλληλες μαξιλάρες που έφτανα από παράθυρο σε παράθυρο. Από την πίσω πόρτα στα αριστερά μπαίνανε οι άρρενες μαθητές με θέση στην πίσω μαξιλάρα, και στις δύο πλευρικές. Στις μονές που βρίσκονταν στο μέσο προτεραιότητα είχαν οι ενήλικες επιβάτες. Στριμωγμένοι σαν σαρδέλες σε κουτί με συρόμενα παράθυρα να μην κλείνουν ποτέ καλά. Δεν λέω ότι ζεσταινόμαστε τον χειμώνα χωρίς θέρμανση αλλά τα πόδια μας σίγουρα πάγωναν από τον κρύο αέρα που εισερχόταν από τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος.
Στις καμάρες κατεβάζαμε τις Σαρμαλλούες κόρες του Σαρμαλλή που χρησιμοποιούσαν το λεωφορείο μας για το σχολείο. Πέρναμε τον δρόμο προς του Κρασά και το γερασμένο πέτ-φορτ επιτέλους ανάπτυσσέ ταχύτητα προς την Αναφωτία μέσω Αλεθρικού. Στο Αλεθρικό επίσης κατεβάζαμε μαθητές που προτιμούσαν τα δικά μας λεωφορεία για δικούς τους λόγους.
Ένας από τους πιο σταθερούς ηλικιωμένους επιβάτες που είχαμε ανάμεσα μας ήταν ο Δημήτρης Αντωνίου, ο γνωστός σε όλους «Μήτσιος». Ο Μήτσιος ήταν ένας γραφικός άνθρωπος με γραμμικό μουστάκι και γκρίζα μαλιά, πολύ αγαπητός στους συγχωριανούς του και ιδιαίτερα στους νεαρούς. Ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «ο ανηψιός» πιθανό γιατί περίπου όλους τους αποκαλούσε έτσι. Παρόλο που η ζωή του πέρασε χίλια μύρια κύματα και φουρτούνες πάντα διατηρούσε το χιούμορ και το χαμόγελο του. Ταπεινός φιλικός και πάντοτε ευγενικός . Αν και είχε χάσει ένα γιό του σε δυστύχημα και έζησε δυσάρεστες καταστάσεις προσπαθούσε με αξιοπρέπεια δυναμικά στην βιοπάλη ως εργάτης, λαικός τεχνίτης και ποιητής. Για πολλά χρόνια έπαιρνε το πρώτο βραβείο στα «τσιαττίσματα» στην πανήγυρη του Κατακλυσμού. Ζούσε μόνος όταν τον γνώρισα σε ένα τεράστιο σπίτι μετά από τον χωρισμό του, αφού τα παιδιά του μεγάλωσαν και πήραν τον δρόμο τους
Με τον Μήτσιο καθημερινό σχεδόν συνταξιδιώτη από την Αναφωτία στην Λάρνακα και πίσω, εμείς οι τότε μαθητές τον απολαμβάναμε. Μας έδινε σημασία και εμείς ανταγωνιζόμασταν ποιος θα τον προσπεράσει σε αστεία και πειράγματα.
Το Λεωφορείο σταματούσε στην πλατεία του χωριού και αμέσως τρέχαμε να δώσουμε την πόστα στον Ευστάθιο που ήταν διαχειριστής του Συνεργατικού παντοπωλείου για να διαβάσει δυνατά τα ονόματα που αφορούσαν τον κάθε παραλήπτη. Εμείς συνεχίζαμε τα αστεία με τον Μήτσιο ακόμα και στον δρόμο. Μετά το διάβασμα όποτε βρίσκαμε χρόνο τον συντροφεύαμε στην βεράντα του σπιτιού και μύλου του θείου του, του Κουσκουτή που ήταν διπλά στο δικό του. Εδώ μ΄ ένα σκεπάρνι πελεκούσε τα ξύλα περισσεύματα κατασκευής επίπλων που μάζευε από τα πελεκανιά της Λάρνακας και τα μετέφερε καθημερινά σπίτι του. Άλλωστε η επίσκεψη του στην πόλη ήτανε αυτό που λέμε «με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια». Μέχρι το επόμενο πρωί με τα αποκόμματα των ξύλων έφτιαχνε μινιατούρες αλετράκια σκαλισμένα με λεπτομέρεια, δείγματα αυθεντικής λαϊκής τέχνης. και τα μετέφερνε στην πόλη για να τα πουλήσει. Ήτανε τόσο όμορφα και κομψά, σκέτη λαϊκή καλλιτεχνία που τα ξεπουλούσε με ευκολία και μετά ξαναγύριζε τους πελεκάνους να μαζέψει υλικό για την επόμενη δόση ανακύκλωσης που θα έφτιαχνε το απόγευμα.
Εκεί ακριβώς μπροστά του με τα χέρια στα μαγουλά και γουρλωτά τα μάτια μικροί και περίεργοι ρουφούσαμε όποια ιστορία μας ξεφούρνιζε και τον πιστεύαμε γιατί τον πιστώναμε για την αυθεντικότητα του.
Ο Μήτσιος για μας δεν ήταν απλά φίλος αλλά και προμηθευτής - «ππιριλιών». Για τα Δωδεκάχρονα και δεκατριάχρονα την εποχή μας το καλύτερο παιχνίδι ήταν τα «ππιριλιά» (οι βόλοι). Στις τσέπες μας μέσα πάντα κυκλοφορούσαμε με αυτά. Υπήρχε ένας ανταγωνισμός μεταξύ μας στο ποιος θα αποκτήσει τα περισσότερα τα πιο όμορφα και τα πιο σπάνια.. Όταν συναντιόμαστε όλο και κάποιο καινούργιο απόκτημα θα επιδεικνύαμε στον συνομήλικο μας, Ακόμη και μέσα στο ιερό της εκκλησίας που σφαζόμαστε ποιός θα μπει για να πιάσει τα εξαπτέρυγά αντί για Πάτερ ημών εμείς οι μικροί δείχναμε στον διπλανό τον πολύχρωμο φανταχτερό «κίττο» που μας πούλησε ο Μήτσιος
Το παιχνίδι των «ππιριλιών» (των βόλων) ήταν σκέτη μαγεία και πολύ ενδιαφέρον. Στήναμε τα «“ππιριλιά”» σε γραμμή κάτω στο χώμα. Ρίχναμε από απόσταση το κάπως μεγαλύτερο που ονομάζαμε «κίττο» και όταν τα κτυπούσε σκόρπιζαν πέρα δώθε. Στην συνέχεια γονατούσαμε και με δύο δάκτυλα κτυπούσαμε τον «κίττο» προς κάποιο βόλο. Αν τον «κουτσιούσαμε» (δηλαδή τον πετυχαίναμε) όπως λέγαμε που προήλθε ίσως από το αγγλικό good shot, τότε ο βόλος ήταν απόκτημα μας και ο άλλος παίκτης τον έχανε. Έτσι λοιπόν οι καλοί παίκτες είχαν πολλά «“ππιριλιά”». Οι αδέξιοι συνεχώς αγόραζαν από τον Μήτσιο.
Ο Μήτσιος όμως ακρίβωσε τα “ππιριλιά” του και μας δυσαρέστησε. Ψάχναμε να βρούμε ευκαιρία να του την φέρουμε δηλαδή να τον εκδικηθούμε
Μια μέρα λοιπόν που καθόμαστε γύρο του μας λέει ότι μια κυράτσα στην Λάρνακα του ζήτησε να της πουλήσει ωραία μεγάλα σύκα. Αμέσως ανταποκριθήκαμε να του τα φέρουμε και να μας πληρώσει με τόσα «“ππιριλιά”». Δέκτηκε και η συμφωνία έκλεισε.
Παίρνουμε το κατήφορο και πάμε στο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς» που βρισκόταν μια συκιά με μεγάλα μαύρα σύκα αλλά όχι αρκετά για να γεμίσει ένα κιβώτιο. Προσέξαμε δίπλα στο κυπαρίσσι ο Αντώνης Μιχαήλ (Ττάππος) ο οποίος έκανε κοντραμπάντα με γαιδάρους είχε μερικούς δεμένους στο διπλανό χωράφι. Και τότε μας ήρθε η έμπνευση. Πάμε κοντά τους και μαζεύουμε μεγάλα μαύρα απορρίμματα των γαϊδουριών αντί για σύκα και γεμίζουμε σχεδόν το κασόνι. Βάζουμε και το πάνω επίπεδο με τα πιο μεγάλα και όμορφα σύκα και πάμε στον φίλο μας. Αυτός τα βλέπει, εντυπωσιάζετε και μας δίνει τα “ππιριλιά” ως αντίτιμο.
Την άλλη μέρα, μέσα στο λεωφορείο, κουνώντας το χέρι και γελώντας όπως μόνο αυτός ήξερε, μας λέει:
«Τώρα, τώρα...» «Εννά σας σάσω...»
Δεν ξέρουμε αν τελικά το είπε σοβαρά ή για να μας τιμωρήσει με άλλη αύξηση στα "ππυριλιά". Ξέρουμε μόνο πως εκείνη τη μέρα που προβήκαμε σε αυτή την γελοία πράξη, εκτός από “ππιριλιά”, είχαμε αποκτήσει κι ένα μικρό μυστικό — απ’ αυτά που κρατάς για μια ζωή, γιατί μέσα τους χωράει ολόκληρη η παιδική αθώα σου ηλικία.
Πέρασαν 23 χρόνια και η πορεία μου από μετανάστης με έφερε ακριβώς απέναντι από την πρώτη στάση του λεωφορείου να φτιάχνω καφέδες. Όλα άλλαξαν ακόμα και το Λεωφορείο της Αναφωτίας έγινε πολυτελείας αλλά τώρα ‘έπαιρνε μόνο μαθητές και όχι π.χ. τριφύλλια και άλλα. Σχεδόν όλοι έχαν το δικό τους αυτοκίνητο. Ο Μήτσιος γέρος πια, σαν κουρδισμένο ρομπότ, ακόμα συνέχιζε αυτό που ήξερε να κάνει καλά για να έχει η ζωή του ουσία και η τσέπη του μερίδιο στο χρήμα. Αλλά τώρα η διαδρομή του άλλαξε και δεν ήταν από τον Άγιο Λάζαρο προς της Φοινικούδες αλλά από τον σταθμό των λεωφορείων της ανατολικής επαρχίας της Λάρνακας κατάληγε στου Αγίου Λαζάρου σχεδόν κάθε μέρα. Ο λόγος ήταν ότι παντρεύτηκε για τρίτη φορά στο Αυγόρου και ζούσε εκεί στην ίδια ρουτίνα. Έμπαινε στο καφέ με τα καλλιτεχνήματα του χαμογελαστός όπως πάντα, καθότανε να ξεκουραστεί για λίγο, να δει και κανένα συγχωριανό, να πουλήσει σε καμιάς τουρίστρια ένα αλετράκι και να τον κεράσω καφέ.
Πάντα μου θύμιζε γελώντας
«Ρε ανηψιές δεν ξεχνώ το τι μου κάνατε και θα σας ξεπληρώσω μια μέρα που θα μου πάτε;
«Και αυτή η συνεχιζόμενη υπενθύμιση ακουγότανε καλλιτεχνικά στα αυτιά μας. Όπως ένα αλετράκι του Μήτσιου.»
Γιωργος Καραγιώργης
12 Απριλίου 2025

10 April 2025

Η Χαβούζα

 


Τα σπίτια ήταν όλα εντυπωσιακά στην Απλάντα, με πάρα πολλές κάμαρες, κατώγια και ανώγια, με μπαλκόνια που φανέρωναν πως, εδώ, σε αυτό το ερημωμένο χωριό, ζούσαν κάποτε πολύ ευκατάστατοι νοικοκυραίοι. Ήταν κτισμένα σε μεγάλη κυκλική απόσταση από τη φουντάνα, που βρισκόταν στο κέντρο μιας τεράστιας χωμάτινης πλατείας. Συχνά, όταν φυσούσε ο άνεμος, ένα σύννεφο σκόνης γύριζε πέρα δώθε, παρασύροντας μαζί του και κάποιο ξερό θάμνο. Κάποιο παράθυρο, ανοιχτό και αστήρικτο, θα χτυπούσε ρυθμικά, κι ο αντίλαλος στα άδεια δωμάτια ακουγόταν σαν σκηνή από έργο του Χάι Τσιάπαραλ, με τον Μανωλίτο καβάλα στο άλογο.

Εκεί, στο κέντρο του χωριού, μαζευόμασταν όλοι οι βοσκοί από το διπλανό χωριό γύρω στο μεσημέρι για να ποτίσουμε τα πρόβατα μας, στο λιοπύρι του καλοκαιριού,. Κάθε κοπάδι αποτραβιόταν μετά το νερό στη σκιά κάποιας κατοικίας ή στην εσωτερική αυλή των άδειων σπιτιών αναζητώντας λίγη δροσιά, Οι μικροί εξερευνητές βρίσκαμε τότε τον χρόνο να ανασκοπήσουμε λεπτομερώς τα νεκρά σπίτια, από κάμαρη σε κάμαρη, από λουτρό σε στάβλο και η σιωπή δεν διέφερε καθόλου από εκείνη του νεκροταφείου που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, περιφραγμένο με ευκαλύπτους και κυπαρίσσια. Στη σκέψη μας πλανιόταν η αφελής, παιδική απορία: γιατί τάχα εγκατέλειψαν οι κάτοικοι αυτά τα τόσο ωραία σπίτια; Και πού πήγαν; Δεν είχαμε ιδέα από πολιτικά γεγονότα στην αθώα μας ηλικία. Απλώς ακούγαμε τους μεγάλους να λένε: «Έφυγαν όλοι σε μια νύχτα».

Όταν τελείωνε η ανάπαυλα του μεσημεριού και δρόσιζε λίγο, μαζεύαμε στη βούρκα ό,τι είχε μείνει από το λιτό μας γεύμα, που ήταν συνήθως ελιές, χαλούμι, ψωμί και ντομάτα και, αφού γεμίζαμε το παγούρι μας με το κρύο νερό που έφερε η Αγγλοκρατία το 1953, κατηφορίζαμε μέσα σε σύννεφα σκόνης προς τις χρυσομηλιές που βρίσκονταν στη Λαξιά, μπροστά από τη Βίκλα, για να φάνε τα πρόβατα τα χρυσοπράσινα φύλλα που ο άνεμος τα είχε ρίξει στο έδαφος από τα πανύψηλα δέντρα. Εμείς απολαμβάναμε χαλαρά τα πρώτα φρούτα που ωρίμαζαν, εύγευστα ρόδινα χρυσόμηλα και μέσπιλα, χωρίς  καν να ρωτήσουμε τον ιδιοκτήτη τους. Ένας πράσινος παράδεισος στην γη υπό σκιά.

Μετά τα φύλλα, τα πρόβατα, καθοδηγούμενα από τη συνήθεια, προχωρούσαν προς τις Περβόλες, να απλωθούν στα χωράφια με τις ποκαλάμες, πλευρικά στον Πούλλο, και να επιστρέψουν προς τη Χαβούζα. Η Χαβούζα ήταν μια μεγάλη δεξαμενή σε ύψωμα, με βάθος 2,5 μέτρα, η οποία γέμιζε με το νερό από τη φυσική βρύση που ανάβλυζε σε μεγάλο όγκο και πίεση στη ρίζα του Πούλλου και, μέσω τεχνητού αυλακιού, κατέληγε στα περβόλια, στα αμπέλια και στις χρυσομηλιές. Το πάνω μέρος της δεξαμενής, πλάτους ενός μέτρου, ήταν μονίμως ξεχυλισμένο, και  καλυμμένο με πράσινες γλιστερές άλγες.

Εκείνο το απόγευμα, ήμασταν όλα τα αγόρια σε εξόρμηση από τους Πλακωτούς προς την Απλάντα. Παιδιά του δημοτικού σχολείου που τα καλοκαίρια τα περνούσαμε συνεχώς ξυπόλυτα, είτε πίσω από τα πρόβατα είτε στο περβόλι. Ταυτόχρονα, βρίσκαμε πάντα χρόνο και τρόπο για παιχνίδι.

Τα πρόβατα έφτασαν μέχρι τη Χαβούζα και, στη σειρά, έσκυψαν στο αυλάκι που εκτεινόταν προς τα χωράφια, για να σβήσουν τη δίψα τους. Εμείς αρπάξαμε την ευκαιρία και ανεβήκαμε στη Χαβούζα, αρχίζοντας να τρέχουμε γύρω γύρω, στο χείλος της ξεχειλισμένης δεξαμενής. Η δροσιά που νιώθαμε κάτω από τα γυμνά μας πόδια και ο θόρυβος του τρεχούμενου νερού μάς συνεπήρε. Ξαφνικά, ο μικρός Δημήτρης γλιστρά και, σε κλάσμα δευτερολέπτου, πέφτει μέσα. Βρισκόμουν ακριβώς πίσω του και τα ’χασα. Τον βλέπω να βουλιάζει και να χάνεται σε έναν υγρό τάφο. Κανένας μας δεν ήξερε κολύμπι, κι ο πανικός μας κατέκλυσε. Ο αδελφός μας χανόταν μπροστά στα μάτια μας κι εμείς ανήμποροι να τον σώσουμε. Ο φόβος και η ενοχή με συνεπήραν. Ήμουν ο μεγαλύτερος και θα μου έριχναν όλη  την ευθύνη. Πέφτω αμέσως κάτω και, μόλις τη δεύτερη φορά ξεπροβάλλει το κεφάλι του από το νερό, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον τραβώ προς τα πάνω. Τον βοηθάμε να βγει στο δάπεδο και η καρδιά μας επανέρχεται σε κανονικούς ρυθμούς.

Ο Δημήτρης σήμερα κλείνει τα 60 του χρόνια — και δεν έγινε αγγελούδι στα 6 του.

Γιωργος Καραγιώργης

10 Απριλίου 2025

8 April 2025

Το λεωφορείο της Αναφωτίας 1960 - 1975

 

Το λεωφορείο του Σταυράκη ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Αυτή τη φορά, γεμάτο. Αλλά η εκκίνηση θα γινόταν έξω από το σπίτι του οδηγού, στην πάνω γειτονιά, και όχι από την πλατεία. Προορισμός: αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Όλοι μέσα: οι γείτονες, οι συγγενείς, η μάνα, ο πατέρας και τα οκτώ παιδιά. Όλοι είχαν βάλει τα καλά τους, σαν να ’ταν γιορτή.
Τους τελευταίους μήνες έγιναν όλα όσα έπρεπε να γίνουν. Μπήκαμε σε ένα εννιαθέσιο ταξί από τη Λάρνακα για το Βαρώσι, για πρώτη φορά, για να πάνε όλα τα παιδιά για εξέταση από γιατρό της πρεσβείας. Είδαμε για πρώτη φορά τον φακό της φωτογραφικής μηχανής για τις φωτογραφίες που θα συνόδευαν τα έγγραφα, και ο πατέρας μας μάς αγόρασε και παγωτό. Όλα έγιναν με πρόγραμμα και με καθοδήγηση από τον Τελεβάντο – αδελφό της θείας και, ως πρωτευουσιάνος, γνώστη των γραφειοκρατικών.
Δεν είμαι σίγουρος μέχρι σήμερα τι ώθησε τους γονείς μας να πάρουν αυτή την απόφαση. Ίσως οι πολλές επιστολές, που κάθε βδομάδα τους ικέτευαν, ότι δεν έχουν παιδιά και πως θα ήθελαν πολύ να στηρίξουν ένα κοριτσάκι από τα τέσσερα μας. Ίσως οι δυσκολίες να ανατραφεί η πολυμελής οικογένεια. Ίσως η μεσολάβηση τρίτων. Τελικά, με δισταγμό, πείστηκαν οι γονείς μας και ενέδωσαν σε μια βουτιά προς το λάθος.
Ο δρόμος προς τη Λευκωσία έμοιαζε πορεία προς το άγνωστο. Στο λεωφορείο επικρατούσε μια νεκρική σιωπή, που έσπαγε κάπου κάπου με κάποιο ανούσιο σχόλιο – και ξανά ησυχία. Έτσι φτάσαμε τελικά στο πολυτελές αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Κατεβήκαμε τριάντα άτομα και ένα κορίτσι με μια τεράστια βαλίτσα. Ο Τελεβάντος ήταν εκεί για να μας συνοδεύσει στον έλεγχο των διαβατηρίων. Ακολούθησαν αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα, και το κοριτσάκι μας προχώρησε στην αίθουσα των επιβατών. Εμείς ανεβήκαμε στον εξώστη, κι από ψηλά αντικρίσαμε ένα παιδάκι, μέσα σε πλήθος κόσμου, ολομόναχο, να μας κοιτάζει χαμένο και φοβισμένο.
Στα μάτια του είδαμε αυτό που μας κυνηγούσε για τα επόμενα 16 χρόνια — και στα μετέπειτα, κάπως πιο ελαφρά: ένα τεράστιο «γιατί». Γιατί προχωρήσαμε σε αυτή την πράξη;
Το κορίτσι, εννέα χρονών, προχώρησε προς την έξοδο για το αεροπλάνο και χάθηκε από τη ζωή μας για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Ούτε γράμμα, ούτε φωτογραφία, ούτε τηλεφώνημα.
Επιστρέψαμε στο χωριό. Δεν μιλούσαμε για ώρες. Θλίψη και σιωπή. Ο καθένας στη συνέχεια του και στο καθήκον του. Έπρεπε να πάω στα κατήφορα, να διώξω τα σπουργίτια από τη φυτεία με τα φασόλια για να μην τα φάνε. Η μόνη διέξοδος: το τεράστιο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς», που ανεβοκατεβαίναμε όλα τα παιδιά. Ανέβηκα στην κορυφή με ταχύτητα. Κάθισα πάνω σε γερό κλώνο και κοίταξα τον ορίζοντα, που είχε πάρει πορφυρό χρώμα προς τη δύση. Και έκλαψα πολύ — πάρα πολύ. Ένιωσα μόνος, χωρίς το άλλο μου μισό.
Αύγουστος 1970, στο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς».

Το λάστιχο στο κυπαρίσι της «Ττοππουζούς»

 




Ήτανε Ιανουάριος, ένας από εκείνους τους κρύους μήνες που αχνίζει η εκπνοή και τα χέρια ξεπαγώνουν. Είχαν περάσει έξι και κάτι χρόνια από τότε που η γέννηση του τέταρτου παιδιού στην εύφορη – και έμφορτη από αγάπη – οικογένεια, που επιτέλους έκανε τον γιο, μετά από τρία κορίτσια και που αμέσως μετά την εκφώνηση της μαμμούς ότι είναι παλικάρι, κεράστηκαν όλοι στην γειτονιά με γλυκό αμυγδάλου, με το ίδιο κουταλάκι,. Αυτό το αγόρι που έφερε περισσή χαρά ψυχή τε και σώματι ήμουν εγώ και κανένας άλλος.
Ο πατέρας που με είχε το καμάρι του χωρίς ποτέ να το διαλαλεί του άρεσε να με παίρνει μαζί του στο κοπάδι ίσως για συντροφιά, πιθανό και για να ξαλαφρώνει το σπίτι και την μάνα. Εκείνο τον χειμωνιάτικο μήνα οδηγούσαμε τα πρόβατα στον «φαρρά» που έτσι λέγαμε το φρέσκο χορτάρι σιτηρών που ήταν η ιδανική τροφή για να κατεβάζουνε περισσότερο γάλα οι προβαττίνες.
Μπροστά λοιπόν ο πατέρας με τον μαύρο σκύλο τον «καραπέτ» ακολούθως καμιά 60αρια πρόβατα και αρκετά μέτρα πιο πίσω ο κανακάρης του
Ξαφνικά βλέπω στο έδαφος ένα λάστιχο, δεμένο σε δερμάτινο γεμιστήρα - σαν αυτό που κρατούσαν τα άλλα αγόρια της ηλικίας μου και που εγώ δεν είχα γιατί απαγορευόταν αυστηρά στην οικογένεια.
Το παίρνω λοιπόν με μια ανείπωτη ικανοποίηση και βρίσκω μία μικρή πέτρα που ταίριαζε ακριβώς στη θήκη της λαστιχένιας σφεντόνας και φτάνω στο κυπαρίσι της «Ττοππουζούς», εκεί που ήδη τα πρόβατα είχαν απλωθεί στο χωράφι και βοσκούσαν.
Ο πατέρας, ξαπλωμένος πλάγια, απολάμβανε το δροσερό χορτάρι. Πάω αμέσως απέναντί του και του επιδεικνύω περήφανα το τεντωμένο στα δυο μου χέρια λάστιχο που μόλις απόκτησα. Μου φωνάζει να το πετάξω αλλά εγώ τον σημαδεύω και του λέω:
—Θα σε φτώσω!
Μου απαντά:
—Παρέτα.
Τον ξαναρωτάω, παίζοντας:
—Φτώνωσε;
Μου λέει πάλι, πιο αυστηρά:
—Παρέτα.
Τεντώνω περισσότερο το λάστιχο και τον απειλώ γελώντας:
—Θα σε φτώσω!
Μα το δερμάτινο μέρος ξεφεύγει από τα δάχτυλά μου και η πέτρα βρίσκει τον πατέρα ακριβώς στο μάτι.
Ο φόβος, βλέποντάς τον να γέρνει πίσω και να σπαράζει από τον πόνο, μου έβαλε φτερά στα πόδια. Σε λίγα λεπτά ήμουν πίσω στο σπίτι, σαν φοβισμένο σπουργίτι, έχοντας πετάξει στον δρόμο το "φονικό" όπλο.
Γιατί επέστρεψες με ρωτάει η μάνα και της αραδιάζω κάποιες φτηνές παιδικές δικαιολογίες.
Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και να σου ο πατέρας, σαν αφηνιασμένο θηρίο, μπαίνει στην πόρτα με μια βίτσα στο χέρι.
—Αυτή σε βλάπτει, αυτή σε ωφελεί!
Με έκανε «σημηθκιά» στο ξύλο.
Του ξέφυγα ευτυχώς για να παραμείνω ζωντανός. Και όντως, παραμένω μέχρι σήμερα, 60 χρόνια μετά.
Το βράδυ φοβόμουν να επιστρέψω στο σπίτι. Έκανε τσουχτερό κρύο. Πήγα στον στάβλο και κοιμήθηκα ανάμεσα στο «στρατούρι» του γαϊδουριού που είχαμε.
Κατά τα μεσάνυκτα ένοιωσα το μάγουλο μου να ακουμπά τον ζεστό ώμο του πατέρα μου. Προσποιήθηκα ότι κοιμόμουνα βαθιά καθώς με μετέφερε ήσυχα στο κρεβάτι μου.
Γιώργος Καραγιώργης
8 Απριλίου 2025

Η ασετυλίνη και η απώλεια

 


Η διαδικασία ήταν απλή. Αγοράζαμε ένα κομμάτι ασετυλίνης (πέτρα καρβιδίου), συνήθως την περίοδο του Πάσχα και ειδικά το βράδυ της Ανάστασης. Ο εκκωφαντικός κρότος ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς – αλλά και επικίνδυνους – τρόπους εορτασμού των παιδικών μας χρόνων. Ήταν ένα από εκείνα τα παλιά, παραδοσιακά παιχνίδια, που συνδύαζαν την εφευρετικότητα της παιδικής φαντασίας με τη χαλαρότητα της εποχής απέναντι στην ασφάλεια.

Αποτελούσε ένα άτυπο έθιμο της κυπριακής νεολαίας, που περνούσε από γενιά σε γενιά. Αν και σήμερα έχει εκλείψει, αφού αντικαταστάθηκε από εργοστασιακά – και συχνά πιο επικίνδυνα – σκευάσματα, εκείνο είχε τη δική του μαγεία.

Η τεχνική ήταν πάντα η ίδια. Τοποθετούσαμε την πέτρα μέσα σε μεταλλικό δοχείο – συνήθως ένα άδειο κουτί Νες Καφέ. Με μια σπόντα ανοίγαμε μια μικρή τρύπα στο πίσω μέρος. Ρίχναμε πάνω της λίγο σάλιο ή νερό, ξεκινώντας έτσι τη χημική αντίδραση: η πέτρα παρήγαγε ασετυλίνη, ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο αέριο που γέμιζε το εσωτερικό του κουτιού. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, ανάβαμε ένα σπίρτο στην τρύπα, και το καπάκι εκτοξευόταν με τρομακτικό θόρυβο, προκαλώντας συνάμα ενθουσιασμό και φόβο. Όσο πιο δυνατή η έκρηξη, τόσο πιο πετυχημένο το «μπαμ» της Ανάστασης. Αυτό ήταν  το δικό μας "παρών" στο «Χριστός Ανέστη».

Γύρω στο 1970, η οικογένειά μας είχε φυτέψει φασόλια – σε συνεταιρισμό με τον Παπαγιώργη – στο χωράφι δίπλα στο κυπαρίσσι της «Ττοππουζούς». Οι «στρούφοι» όμως, κατά χιλιάδες, καταστρέφανε την φυτεία. Στο Δημοτικό ακόμα τότε,  κατά της σχολικές διακοπές, ο πατέρας μας έστελνε εμένα και τ' αδέλφια μου να διώχνουμε τα πουλιά. Κρατούσαμε μεταλλικούς τενεκέδες και τους χτυπούσαμε δυνατά για να τα τρομάξουμε.

Γρήγορα επιστρατεύσαμε και τη μέθοδο  της ασετυλίνης,  που έδινε πιο δυνατούς και σταθερούς κρότους. Έτσι γινόταν πιο αποτελεσματική η αποστολή μας.

Ένα καυτό απόγευμα του Αυγούστου, ήρθε η σειρά μου για βάρδια. Κάτω από τη σκιά του τεράστιου κυπαρισσιού κάθισα πάνω σε μια πέτρα και άρχισα τη γνωστή διαδικασία: φτύσιμο στην πέτρα μέσα στο κουτί, καλό σφράγισμα με το καπάκι, το κουτί στο αυτί μέχρι να σταματήσει ο ήχος της αντίδρασης, τοποθέτηση στο έδαφος, πάτημα με το πόδι, άναμμα του σπίρτου, επαφή της φλόγας στην τρυπίτσα και… «μπουμ»! Ο κρότος ακουγόταν μέχρι το Σταυροβούνι. Ξανά και ξανά, χωρίς σταματημό.

Καθώς έπεφτε το απόγευμα, μου είχε μείνει μόνο ένα σπίρτο. Πώς θα συνέχιζα τον «πόλεμο» ενάντια στους στρούφους χωρίς πυρομαχικά; Η ανάγκη γέννησε... ευρηματικότητα  Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα: θα άναβα φωτιά, θα δημιουργούσα αναμμένα κάρβουνα, και θα πετούσα το κουτί πάνω– αντί για σπίρτο. Και πράγματι, λειτούργησε. Συνέχισα έτσι να ρίχνω το μεταλλικό δοχείο στη φωτιά, προκαλώντας εκρήξεις που τρόμαζαν τα πουλιά.

Κάποια στιγμή,  το έριξα με αρκετή δόση από σάλιο και η ατυχία χτύπησε. Το κουτί προσγειώθηκε σε κατεύθυνση στα μούτρα μου.  Το καπάκι εκτοξεύτηκε προς εμένα, κτυπώντας με απευθείας στο μάτι. Έπεσα ανάσκελα κρατώντας το πρόσωπό μου και ουρλιάζοντας από τον πόνο.

Εξήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε, και όμως εκείνη η παιδική αφέλεια μου στοίχισε – για πάντα. Το φως στο αριστερό μου μάτι χάθηκε.

 

Γιώργος Καραγιώργης

8 Απριλίου 2025


26 March 2025

Επιμνημόσυνο

 


Άδεια στην φύση  η φωλιά , κι η πέρδικα απούσα

Νεκρή σκηνή στον άνεμο και άλαλη η μούσα

Το έφαγες το ταίρι μου και τα αυγά επίσης

Μαύρη κατάρα να σε βρεί την σίκλα να κλωτσίσεις

Σε τί φταίξαμε  πέρδικες κι΄ όλοι  μας κυνηγάνε

Μέρα και νύκτα προσπαθούν  το γένος μας να φάνε

Χρόνο με χρόνο ύπαρξη στον πληθυσμό μας  μείον

Αρνητική καταγραφή στης ΘΗΡΑΣ το ταμείον

Τάση μη ανατρέψιμη  το πεπρωμένο τάχα

Θα μείνουμε ζωγραφιστές Σε πίνακες μονάχα

Θουκής 26/03/2025

13 March 2025

Τα Εικοσιθκυό Λόγια



Ένα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Ένας Θεός μας έπλασεν, τζιαι μιας ημέρας γέννα τζιαι μιας ημέρας βάφτισμαν, ήτουν Θεού γραμμένα.

Δύο του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δκυό μάθκια τ’άχεις λυερή, τζιαι τες καρκιές μαρένεις τζι’άδικα να με τυρανείς, τζιαι δεν με αποθαίνεις.

Τρία του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τρεις χάρες σού’δωσε ο Θεός, σαν την Αγιά Τριάδαν στα κάλλη τζιαι στην ομορκιάν, τζι’ούλλην την νοστιμάδαν.

Τέσσερα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τεσσαρακάντουνος σταυρός, κρέμεται στον λαιμόν σου τζι’ούλλοι φιλούσιν τον σταυρό, τζι’εγιώ το μάουλλο σου.

Πέντε του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Πέντε φορές λιώννουμαι, γιανί μου την ημέρα, δκυό το πρωί δκυό το βραδύ, τζιαι μιαν ντ’α γύρει μέρα.

Έξι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Έξι κομμάθκια να γινώ, που τον μισόν τζιαι κάτω αν βουληθώ τζιαι σ’αρνηστώ, μήλον μου μυρωδάτον.

Εφτά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζι΄στους εφτά επήαμεν, μαζί σ’ένα σκολείον σε μια τάξην εκάτσαμεν, στο ίδιο θρανίον.

Οκτώ του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζι΄στους οκτώ αγάπη μου, είχα σε στο πλευρόν μου τζιαι σου εθκιάβαζα συχνά, γιατ’είχα τον σκοπόν μου.

Εννιά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Εννιά μήνες σε βάσταχνε, η ακριβή σου μάνα σ’ανάγιωσε σ’ανάθρεψε, να ππέφτουμεν αντάμα.

Δέκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

 Δεκάτιζε τα λόγια σου, λάλε τα δέκα-δέκα μεν πάεις ως τα εκατόν τζιαι παίρνω σε γεναίκα.

Έντεκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Έντεκα ήρταν τζ’ήπαν σου, πολλύν κακόν για μένα τζι’εκρώστεις τους αγάπη μου, τζι’αρνήστηκες με μένα.

Δώδεκα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δώδεκα αηδόνια κελαηδούν, που κάτω στον λαιμόν σου κοίταξε κόρη τζι’έπαρε, τον αγαπητικόν σου.

Δεκατρία του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκατρία μερόνυχτα, γυρίζω ν’άβρω κλίμαν να μας ιστεφανώσουσιν να φκούμεν πό’να κρίμαν.

Δεκατέσσερα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκατεσσάρριν φράντζικον, σου στέλλω το χαπάριν τζι’αν είσαι ταίριν σπλαχνικόν άλλον πο’μέν μην πάρεις.

 Δεκαπέντε του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Στους δεκαπέντε λέω σου, έχεις την άδειαν μου για να σκεφτείς τζιαι να μου πεις, να σάσσω τον νοτάν μου.

Δεκαέξι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Η εληκία σου εν μικρή, λαλείς στους δεκάξι καμμιά δεν επαντρέφτηκε, που την δική σου τάξην.

Δεκαεφτά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Επάνω στους δεκαεφτά, να το ενζωγραφίσεις γιατ’ήρτεν πλέον ο τζαιρός, που θα με τυρανίσεις.

Δεκαοκτώ του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Δεκαοκτάραν αγαπώ, πον’άσπρο περιστέριν τζιαι μοιάζει της αγάπης μου, τζιαι να γινούμεν ταίριν.

Δεκαεννιά του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Επάνω στους δεκαεννιά, ζωή ψυσσιή τζιαι φως μου έλα να σμίξουμεν τα δκυο, πο’νει χαρά του κόσμου.

Είκοσι του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Τζ’η νέα πας τους είκοσι, πρέπει να παντρεμένη, για να χαρεί την παντρειάν, τζιαι ν’άναι ευτυχισμένη.

Εικοσιένα του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται...

Εικοσιένα μιναρέ, θα κτίσω αππεσωθκιό σου για να κοιτάζω να θωρώ, τον άσπρον τον λαιμόν σου.

Εικοσιδύο του λέει λυερή τζι’ο νέος πολοάται..

Σαν κοσιθκυό τραντάφυλλα, η νιότη σου μυρίζει τζιαι σκωτομένον να τον δω, που σε σφικταγκαλίζει.

Αυτούς τους στίχους τους έμαθα από την μακαριστή μητέρα μου

Βασιλική Παπαγεωργίου (1920-2007) το γένος Αντώνη Καραγιώργη από την Αναφωτία,

η οποία το έμαθε από την μητέρα της Ελένη Καραγιώργη (Κατωδρίτισσα)(1890-1965) το γένος Μιχαήλ Φράνκου από το Κάτωδρυ.

© Γεώργιος Παπαγεωργίου 2025

1 March 2025

Το τραγούδι του Κωνσταντά

 

Τζι ούλες οι χήρες χαίρουνται τζι΄ούλες χαρά δκιεβάζουν

τζι η άρκα σιήρα των χαρκών ποτέ χαρά δεν είσεν,

Προξένια τζι έν' που πέψασιν τζι΄από τον Βαβύλώναν

v' αρμάσουσιν την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα

- Τζ έλα, μανά, ν' αρμάσουμε την Αρετήν στα ξένα,

- N' αρμάσουμεν, γιε μου, την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα,

Τζι αν μου 'ρτει πλήξη γιά χαρά, ποιος έννα μου την φέρει;

Τζι έλα, μανά, v΄ αρμάσουμεν την Αρετήν στα ξένα

τζι αν σου 'ρτει πλήξη γιά χαρά, εγιώ 'ννά σου την φέρω!

Τζι αρμάσασιν την Αρετήν, την Αρετήν στα ξένα.

Που 'ρτεν ο χρόνος δίσεχτος τα 'ννιά παιδκιά πεχάναν

τζι ούλα τα μνήματα 'κλαιεν τζι ούλα 'κκληόιές τα 'χτίσεν.

Το μνήμαν του Κωσταντά χτίζει το μαναστήριν

τζι από το κλάμαν το πολλύν τον ανεστεναγμόν της,

γίνην ο τάφος άλογον τζι η στράτα χαλινάριν.

Τζι ανήφορα, κατήφορα τζι ο Κωσταντάς 'πό πάνω καβαλλάρης.

Άμε να πας επήασιν ως τζει στο Βαυλώναν

τζι έμπλασεν τζαι της Αρετής τζι επάαιννεν τον γάμον.

- Τζαι πέζα, πέζα, Αρετή, στην μάναν μας να πάμεν,

- Τζι είντα με χέλ' η μάνα μου τζι εμήνυσεν να πάω;

Τζι αν ένι χαρά της μάνας μου, να πάω ξαλλαμένη

τζι αν έν' πλήξη της μάνας μου, να πάω ζουρωμένη.

Πίσω καχίσκ' ο μαύρος του, πίσω του την καχίσκει,

άμε να πας, επήασιν ι-μνιαν καχέρκαν βρύσην,

να πάν να πιει ο μαύρος του τζαι να ποκαματίσει.

Τζι ο Κωσταντάς που 'τουν νεκρός γύρνει τζαι ποτζσιμάται,

στο γόνατόν της τον έβαλεν για να τον ι-φτερίσεί,

Τζειαμαί νεφάναν δκυο πουλιά που την Ανατολούλλα

τζι αρκέψασιν τζι ελέγασιν μ' αγγελικήν φωνούλλαν.

- Δοξάζω σε, καλέ Θεγέ, που 'σαι στα ψηλωμένα,

που τα γινώσκεις τα κρυφά με τα φανερωμένα,

που συντυχάννουν τα ζωντανά πκιον με τα ποθαμμένα.

-Τζι΄αδε πελλήν που σε κρατώ τζι΄αδε χαμένη που΄σαι

τζαι τα πουλιά που κελαδούν έπιασες τζαι χροικάς τους

- Θαμμάζουμαί το, Κωσταντά, στα λόγια που μου λέγεις

ως τζαι τα ρούχα που φορείς έν' ανεολλιασμένα.

- Γεναίτζες τζαι που πήραμεν έτσι τα κάμνουν τώρα.

- Θαμμάζουμαί το, Κωσταντά, στα λόγια που μου λέγεις,

ως τζαι τα ρούχα που χωρείς εδώσαν θανατία,

- Που τον τζαιρόν που τα χορώ τζι εκάμαν πιτυρία,

Πίσω καχίσκ' ο μαύρος του, πίσω του την καχίσκει

τζι άμε να πας επήασιν ως τζει στο μονοπάτιν.

Τζαι ηκιάσ' το τούτον το στράτιν, τούτον το μονοπάτιν,

το μονοπάτιν βκάλλει σε της μάνας μας το σπίτιν,

Που τον τζαιρόν που δεν ήρτα μα ξήχασα την στράταν.

- Τζαι πκιάο' το τούτον το στρατίν, τούτον το μονοπάτιν,

το μονοπάτιν βκάλλει σε της μάνας μας το σπίτι

τζι εγιώ χρωστώ τ' Αγιού Τζερκά, να πά' να του τα πάρω.

Τζαι ηκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν

Στην μάναν της τζαι πάει.

Χροικά του τάφου π' άννοιξεν, του τάφου που σφαλίστην,

διπλόν στραππήδιν έδωκεν, στην μάναν της τζι επήεν.

Π΄αππέξω βάλλει της φωνήν, π' αππέσω πολοάται:

-Τζ αν ένι ο δκιάβος ας δκιαβεί, περά του τζε ας περάσει

Τζι΄αν έν' ο πικροχάροντας ας μπει 'οσω καβαλλάρης

Μα 'ν τζι έχω τζαι τον Κωσταντάν τζι ήρτεν να μου τον πάρει

έμεινέν μου η Αρετή τζι η Αρετή στα ξένα.

- Τζι΄άννοιξέ, μά', άννοιξε, μάνα μου, τζι είμαι η Αρετή σου

Τζι΄έφερέν με ο Κωσταντάς, το πρώτον μου αέρφιν.

Διπλόν στραππήδιν έδωκεν τζι επήεν τζι άννοιξεν της.

Τότε αγκαλιαστήκασιν τζι εξέβην η ψυόή τους.

Τζι΄ επκιάσαν τζαι τες βάλασιν τες δκυο έναν τζιούριν

η μια βλάστησεν λασμαρκά τζε η άλλη μαντζουράνα

τζι εγύρναν τζι εφιλούσασιν που 'τουν πεθυμισμένα!


Δημοτικό Κυπριακό τραγούδι

27 February 2025

Ο Πραματευτής

 

Πραματευτής κατέβαιννεν από τα κλεφτοβούνια,
είχεν μουλάργια δώδεκα,
είχεν μουλάργια δώδεκα, μούλες σαράντα πέντε.
Και μιαν μούλαν μικρήν, μικρήν μούλαν,
και μιαν μούλαν, μικρήν μούλαν, με μόσκον φορτωμένην.
Κ! από τον μόσκον τον, μωρέ, τον πολύν,
K! από τον μόσκον τον πολύν, πραματευτής κοιμήθην.
Κ! η μούλα παραστράτησεν
K! η μούλα παραστράτησεν και άλλον δρόμον παίρνει.
Παίρνει τον δρόμον των κλεφτών,
παίρνει τον δρόμον των κλεφτών πέρα στα Κλεφτοβούνια.
Πραματευτής εξύπνησεν,
πραματευτής εξύπνησεν, Τούτον Τον λόγον λέγει:
Εδώ σε τούτα τα βουνά,
εδώ σε τούτα τα βουνά κλέφτες δεν κατοικούνε.
Τον λόγον του δεν τέλειωσεν,
τον λόγον του δεν τέλειωσεν, κλέφτες τον απαντούνε!
Αλλοι του κόβουν τα σχοινιά,
άλλοι του κόβουν τα σχοινιά, τες μούλες
ΚΙ ο αδερφός του ο καρδιακός
κι ο αδερφός του ο καρδιακός μιαν μαχαιργιάν του δίνει.
Σταθείτε κάτι να σας πω,
σταθείτε κάτι να σας πω, κάτι να σας μιλήσω.
Είχα κι εγώ 'ναν αδερφόν,
Είχα κι εγώ 'ναν αδερφόν,κλέφτην στα κλεφτοβούνια
που η μοίρα του τον έριξεν,
που η μοίρα του τον έριξεν πα' στα βουνά να κλέφτει.
Ψέματα λες, μας λες, πραματευτή,
ψέματα λες, μας λες, πραματευτή, και ψεματάρης είσαι.
Πες μας σημάδγια του σπιδκιού,
πες μας σημάδγια του σπιδκιού, ίσως και σε πιστέψω.
Είχεν ελιάν στην πόρταν μας,
είχεν ελιάν στην πόρταν μας και κλήμαν στην αυλήν μας.
Κάμνει σταφύλι ροζακί,
κάμνει σταφύλι ροζακί και το κρασίν μοσχάτον.
ΚΙ όποιος το πιει δροσίζεται,
κι όποιος το πιει δροσίζεται και πάλ' αναζητά το.
ψέματα λες, μας λες, πραματευτή,
ψέματα λες, μας λες, πραματευτή και ψεματάρης είσαι.
Πες μας σημάδια των γονιών,
πες μας σημάδγια των γονιών, ίσως και σε γνωρίσω.
Είχα πατέραν απ' την Χιόν,
είχα πατέραν απ' την Χιόν, μητέραν απ' την Θράκην.
Ψέματα λες, μου λες, πραματευτή,
ψέματα λες, μου λες πραματευτή, και ψεματάρης είσαι.
Πες μου σημάδγια αδερφιών,
πες μου σημάδγια αδερφιών, ίσως και σε πιστέψω.
Είχα Ελένην αδελφήν,
είχα Ελένην αδελφήν, Γιώργον έναν αδέλφιν,
που η μοίρα του τον έριξεν,
που η μοίρα του τον έριξεν πα' στα βουνά να κλέφτει.
Ψέματα λες, μου λες, πραματευτή,
ψέματα λες, μου λες, πραματευτή, και ψεματάρης είσαι.
Πες μου σημάδια τ' αδερφού,
πες μου σημάδγια τ' αδερφού, ίσως Και σε γνωρίσω.
Είχεν ελιάν στο μάγουλον,
είχεν ελιάν στο μάγουλον, ελιάν εις την μασχάλην
και μιαν τρίχαν ολόχρυσην
και μιαν τρίχαν ολόχρυσην απάνω στο κεφάλιν,
Σαν τ' άκουσεν ο αδερφός,
σαν τ' άκουσεν ο αδερφός, τότες εκλαμουρίστην,
Τον παίρνει στες αγκάλες του,
τον παίρνει στες αγκάλες του και στον γιατρόν τον παίρνει,
- ΓΙάνε, γιατρέ, τ' αδέρφιν μου,
γιάνε, γιατρέ, τ' αδέρφιν μου κι αδρά θα σε πληρώσω.
- Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται,
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται, γιατ' η πληγή έν' μεγάλη.
Τον παίρνει στες αγκάλες του,
τον παίρνει στες αγκάλες του, σ' άλλον γιατρόν τον παίρνεις
- Γιάνε, γιατρέ, τ' αδέρφιν μου,
γιάνε, γιατρέ, τ' αδέρφιν μου, φλουργιά θα σε πληρώσω.
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται,
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται, γιατ' η πληγή έν' μεγάλη.
Και η πληγή που τ' άνοιξες
και η πληγή που τ' άνοιξες είν' κάτω στην μασχάλην.
Τάσσει φλουργιά στην Παναγιάν,
τάσσει φλουργιά στην Παναγιάν, ίσως και τον γιατρέψει.
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται,
Γιώργο μου, δεν γιατρεύεται, γιατ' η πληγή έν' μεγάλη
και η πληγή που T' άνοιξες
και η πληγή που τ' άνοιξες είν' κάτω στην μασχάλην.
Τον παίρνει στες αγκάλες του,
τον παίρνει στες αγκάλες του, στην εκκληόιάν να μπούσιν.
Εκεί να προσκυνήσουσιν,
εκεί να προσκυνήσουσιν, τες αμαρκιές να πούσιν
κι έναν μνήμαν να βγάλουσιν
κι έναν μνήμαν να βγάλουσιν κι΄οι δυο τους να ταφούσιν.

Δημοτικό Ελληνικό τραγούδι


Τραούδι του Ραάρη

 



Τζινούρκος νιος πραματευτής έρκετουν που την πόλην.

Τζινούρκος νέος πραματευτής έρκετουν που την πόλην.

τραβά μουλάρκα δώδεκα τζαι με την πραμαθκειάν του

τραβά μουλάρια δώδεκα τζαι με την πραμαθκειάν του

Τζαι ζώννετουν στην κόξαν του ολόγρυσον κολάνιν

Μια κόρη τον εσσιάστηκεν 'πο 'ναν παναθυράκιν

Μια κόρη τον εσσιάστηκεν που 'ναν παναθυράκιν.

Αμμά τζαι Θκειέ τζαι θκειούλλη μου, πουλείς μου το ζωνάρι;

Αμμά ται Θκειέ τζαι θκειούλλη μου, πουλείς μου το ζωνάρι;

Με τα ριάλια 'ν το διώ, με τα φιλιά διώ το. . .

Με τα ριάλια 'ν το πουλώ, με τά φιλιά διώ το.

Πκιάσ΄ τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν.

 Τζαι πκιάνω τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν.

 Τζαι τζείνον βκάλλει σε στης Λυερής παλάτι.

Τζαι τζείνον βκάλλει σε στης Λυερής παλάτι.

Δημοτικό Κυπριακό τραγούδι

26 February 2025

Του Κωνσταντά τζαι της Μαρουθκιάς

 



Ο Κωνσταντάς τζ΄ η Μαρουθκιά σαν ήταν ταιρκασμένοι
ετρώασιν τζι επίνναοιν τζι΄ οι θκυό σ΄ εναν τραπέζιν,

 Ετζέρναν του τζι΄ ετζέρναν της για να την ποτζοιμίσει

 τζείνη τον εποτζοίμισεν πάνω στα γόνατά της,

 

 Βάλλει του τάβλαν αρκυρήν τζαι μαουλούτζες πλούσιες

τζαι ντζίζει τζι εις τες πούντζες του τζι ΄έπκιασε τ΄αννοιχτάρκα

 τζαι επήεν τζαι εγύρισεν ούλλα του τα τζελλάρκα

 τζι΄ εφόρησεν τα ρούχα του τζι΄ εζώθην τα σπαθκιά του.

 τζι΄ επήεν  εις τον στάβλον του που είσεν τ' άλογά του.

 

Μήτε την μούλαν το'  πιασεν, μήτε την βονιτζήν του,

μόνον τον μαύρον το' έπιασεν που έξερεν τες στράτες.

 Τζι επολοήθην τζι΄ είπεν του με την ταπεινοσύνην:

 Μαύρε μου μαυρογόνατε, μαύρε  μ' ανεμοπόδα,

τζι΄αν τύσεις τζαι περάσεις με της Κύπρου στον λιμνιώναν.

Τζι΄ επολοήθην τζι΄ είπεν της με την ταπεινοσύνην:

«Τζαι βάρ’ μου χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα,

τζαι βάρ’ μου τζαι τα ρέτινα για να βαρώ, να τρέχω,

τζαι εσούνη για το γλήορον μεν βάλεις φτερνιστήριν.»

 

 Τζι ό,τι της είπεν έκαμεν τζι΄ ό,τι της παραντζέλλει,

 βαλλει του χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα

 τζαι τζείνη για το γλήορον βάλλει τζαι φτερνιστήριν.

 Φτερνιστηρκάν του έδωσεν, στους ουρανούς την φκάλλει

τζαι με τα νέφη παρπατεί, με τους ανέμους πάει.

 

Επολοήθην τζι΄ είπεν του με την ταπεινοσύνην:

Μαύρε μου μαυρογόνατε, μαύρε μ' ανεμοπόδα,

-Τζι΄ είσουν πουλάριν θκυο χρονών τζι΄ εκαβαλλίτζευκά σε,

 τώρα που γερομάρκασες εννά με φαραντζίσεις!

 Τζι΄ επολοήθην τζ είπεν της με την ταπεινοσύνην:

-Τζαι ποδεξιώθου τζι΄ έφκαλε τζείνον το φτερνιστήριν,

 τότες πατούν τα πόθκια μου στην γην την στερκωμένην

 

Τζι΄ ό,τι της είπεν έκαμεν τζι΄ ό,τι της παραντζέλλει

 τζι΄ εποταυρίστην τζι΄έφκαλεν τζείνον το φτερνιστήριν

 τζι΄ αμέσως την επέραοεν της Κύπρου στον λιμνιώναν.

 

 Τ' αππάριν εσσισσίνισεν τζι  η κορ' αγρώνισέν το.

 Στην στράταν εκατέβηκεν τζαι με το καπνιστήριν,

 στο 'ναν της σιέριν το ψηστρίν τζι εις τ' άλλον το κολάτζιν.

 

 Τζαι πάτησεν τα ρέτινα τζι΄ έβκην να την φιλήσει

 τζαι το μασαίριν έβκαλεν, την τζεφαλήν της κόβκει

τζαι δεν την ελυπήθηκεν, την πικρογεννημένην,

 οπού την έσ' η μάνα της στην γην τυρανισμένην.

 

Την τζεφαλήν της έκοψεν τζι΄ έκαμέν πίσω τζι΄ ήρτεν

 τζι΄ επήεν εις τον στάβλον του τζι΄έβαλεν τ' άλογό του,

 επήεν τζι εις την πούγγαν του τζι έβαλεν τ' ανοιχτάριν,

 τζι΄ έππεσεν μες στ' αγκάλια του πως δεν είσιεν χαπάριν.

 

Τζ΄ επολοήθην τζι΄ είπεν της:

 - Α ξύπνα, ξύπνα Μαρουθκιά, βαθύν όρομαν είδα,

ετζέρνουν σου τζι΄ ετζέρνας μου για vα σε ποτζοιμίσω

τζ΄εσού εν που με ποτζοίμισες πάνω στα γόνατα σου.

Βάλλεις  μου τάβλαν αρκυρήν τζαι μαουλούτζες πλούσιες,

τζι΄ έμπηξες τζι εις τες πούντζες μου τζι΄ έπκιασες τ΄ αννοικτάρκα

τζι΄ επήες τζαι εγύρισες ούλλα μου τα τζελλάρκα.

τζι΄ εφόρησες τα ρούχα μου τζι΄εζώθης τα σπαθκιά μου

τζι΄επήες εις τον στάβλο μου που έχω τ΄ αλογά μου.

Μήτε την μούλαν μο' πιασες μήτε τη βονιτζή μου,

μόνον τον μαύρον μο΄πιασες που έξερε τες οτράτες.

 

 Τζι΄ επολοήθης τζι΄ είπες του με την ταπεινοαύνην:

 - Αν τύσεις τζαι περάσεις με της Κύπρου στον λιμνώναν.

 

Τζαι επολοήθει τζι΄ είπεν σου με την ταπεινοούνην

«Τζαι βάρ’ μου χάσιες δώδεκα τζαι μπροστελλίνες δέκα,

τζαι βάρ’ μου τζαι τα ρέτινα για να βαρώ, να τρέχω,

τζαι εσούνη για το γλήορον μεν βάλεις φτερνιστήριν.»

 

 Φτερνιστηρκάν του έδωσες, στους ουρανούς σε φκάλλει

 Τζαι, με τα νέφη παρπατείς, με τους ανέμους πάεις,

 Τζι΄ επολοήθης τζι είπες του με την ταπεινοσύνην:

 Μαύρε μου μαυρογόνατε, μαύρε μ' ανεμοπόδα,

 Τζί΄ ήσουν πουλάριν θκυο χρονών τζι΄ εκαβαλλίτζευκά σου,

 τώρα που γερομάρκαοες, εννά με φαραντζίσεις!

Τζι΄ επολοήθην τζι΄ είπεν σου με την ταπεινοσύνην:

 Τζαι ποδεξιώθου τζι έφκαλε τζείνον το φτερνιστήριν,

 ξαπόλα τα ομπροστινά τζαι σφίξε τα οπίσω,

 τότες πατούν τα πόθκια μου στην γην την στερκωμένην.

 

 Τζι ό,τι σου είπεν έκαμες ό,τι σου παραντζέλλει,

 ξαπόλυσες τα μπροστινά τζι΄ έπιασες τα οπίσω

 

 Τζι΄αμέσως σε επέρασεν της Κύπρου στον λιμνιώναν,

 τ' αππάριν εσισσίνισεν τζι΄ η κόρ' αγρώνισέν το.

 Στην στράταν εκατέβηκεν τζαι με το καπνιστήριν,

 στο 'ναν της σέριν το ψηστρίν τζι΄ εις τ' άλλον το κολάτζιν

 τζι΄ από' το μικροδάχτυλον αφρούγιον ποξαμάτιν.

 

 Τ' αππάριν εκουτσούγλησεν τζι΄ η κόρη εφοήθην

 τζαι το μασαίριν έβκαλες, την κεφαλήν της κόβκεις

 τους σσύλλους την επέταξες τζι΄ έκαμες πίσω τζ΄ ήρτες.

 Τζαι δεν την ελυπήθηκες, την πικρογεννημένην,

 απού την έσ΄η μάνα  της στην γην τυραννισμένην

 

-Τζαι δεν την ελυπήθηκα, την πικρογεννημένην,

έχει τριάντα χρονιά ως τωρά που μ' έσσιει χωρισμένην.


Από τα Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου