ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

WELCOME AND EΝJOY

8 August 2025

Με αξιοπρέπεια



Να ’χεις φτερά να ’σαι αϊτός,

να ’σαι περήφανος θνητός,

πάνω στη γη καμάρι·

Κράτα το βλέμμα σου ψηλά,

ποτέ μην πέφτεις χαμηλά,

κι ας κουβαλάς  και βάρη.

 

Πάτα γερά πάνω στη γη,

το όνομά σου μην πληγεί,

σ’ ετούτη την πορεία·

Και με αξιοπρέπεια,

με ήθος και συνέπεια,

θα γράφει ιστορία.

 

Θουκής 9 Αυγούστου 2025

 

Long-legged Buzzard —  γερακίνα  (Buteo rufinus).

Βάλε στα όνειρα φτερά

 

Βάλε στα όνειρα φτερά,
τους στόχους κέντρο καθαρά,
και τράβα την πορεία.
Και στην Ιθάκη θα βρεθείς,
αν στα πελάγη αφεθείς,

μετά από την Τροία.

23 July 2025

Ο Χαρακτήρας

 




Δε με νοιάζει το χρώμα στο δέρμα,

ούτε γλώσσα, σημαία και αίμα.

Σημασία δεν έχει πατρίδα,

τον λύκο σε αρνάκι τον είδα.



Δε με νοιάζει ποιος είσαι στ’ αλήθεια,

δε κοιτώ την καδένα στα στήθια.

Δε μετράω τον πλούτο στο ρούχο,

κι αν σε λέν΄εκατομμυριούχο.



Δε με μέλει αν είσαι από τζάκι,

ούτε κι αν έχεις το γιοτ στην Ιθάκη.

Ένα μόνο μετράει για μένα:

το πιόν σου στης γης την αρένα.



Βασιλιάς, αρχηγός ή κλητήρας,

Στην αντίληψη έχω εκ πείρας

Μέτρο μονάχα ο χαρακτήρας.



Θουκής 23 Ιουλίου 2025

21 July 2025

Να ’μουν τζ̆ιαι ’γω ένα πουλλί

 


Να ’μουν τζ̆ιαι ΄γω ένα πουλλί, να πέτουν ως την Πύλα

Που ’ν’ μέσα στην ουδέτερη

Την ζώνη την συνέταιρη,

Μακρά που την σαπίλλα.

 

Να ’μουν τζ̆ιαι ’γω ένα πουλλί…

 

Να ζιώ μαζί με τον Ρωμιό, τον Τούρκο τζ̆ιαι τον ξένο,

Ν’ ακούω χότζ̆ια στην τζ̆αμήν,

Παπά να ψάλλει το αμήν,

Σε τόπο ενωμένο.

 

Να ’μουν τζ̆ιαι ’γω ένα πουλλί…

 

Να μεν ακούω «δεν ξεχνώ», το μίσος να μου φύει,

Να συγχωρήσω το κακό,

Να δω με καθαρό φακό

Το μέλλον να ροδίει.

 

Να ’μουν τζ̆ιαι ’γω ένα πουλλί…

 

Να ξυλιφτεί ο δεξιός, αριστερός τζιαι μέσος

Ταπέλλες κόμματα κανεί

Τζιουνούρκα μέρα να φανεί

στην Κύπρο μας αμέσως

 

Να ’μουν τζ̆ιαι ’γω ένα πουλλί…

 

Άσπρος, ξανθός, τζ̆ιαι μουζουρής, σκολαρικάς τζ̆ιαι αράπης,

Ούλλοι να ζήσουμε μαζί

Μες της ζωής το μαχαζί,

Με πλούτο της αγάπης.

 

Θουκής 21 Ιουλίου 2025

11 July 2025

Η Πέπα των Καμάρων



Ήντα μας φταίξαν τα κτηνά,

τζιαι με το τσας έτσι φτηνά

λαλούμεν τους ανθρώπους.

Τούτος εν τέλεια αλουπός,

ο άλλος γάρος, τζι’ άλλως πώς,

με ευγενικούς του τρόπους.

 

Ίσως τα ζώα, τα πουλιά,

αν τζιαι δεν έχουσιν  μιλιά,

να βκάλουν παρατσούκλια·

να λεν: «Πως τούτος εν Γιαννής,

Κωστής, Γιωρκής, Θεοφανής,

τζι’ ο Στάχης που τα Κούκλια».

 

Τζιαι τούτη η κυρά Ππινού,

Που κάχετε του πετεινού,

τζι’ έν Μαρικκού Λευκάρων.

Η άλλη ένει η Λαϊκκά,

που μ’ όποιον λάχει τα φακκά,

τζι’ η Πέπα των Καμάρων.

 

Θουκής 11 Ιουλίου 2025

30 June 2025

Τζιαν δυσπηρκά τζιαι η τζυρά

 


Γιατί να πας στο Τρόοδος να ’βρεις δροσιά των πεύκων,

Να κούσεις ήχο χαλαρό,

Μες σ’ αέρα καθαρό,

Κυπαρισσιών τζιαι λεύκων;

 

Τράβα Στροτζυλόπαμπολο αυκή για έναν δείλης,

Τζι’ αν στα Παλλούρκα δκιανευτείς,

Την φύσην ούλλην θα γευτείς

Τζιαι τίποτε ν’ οφείλεις.

 

Εμπήκεν ο Ιούλιος, τζι’ είναι φωθκιά καμίνιν,

δρόμαν  μας φέρνει η πυρά,

Τζιαν δυσπηρκά τζιαι η τζυρά —

Πάρ’ την μαζί τζι’ τζείνην.

28 June 2025

Αν σας ********, ήντα;

 


Πας το βουνό Ατόμουττη εβλάστησε σημαία,

τζ̆ι’ αν πας προς την Αλαμινό, φακκά σου στην κεραία.

Την ξέρουν ούλλοι οι λαοί, τζ̆ῐαι ούλλοι Ευρωπαίοι,

Τζιαι εις στους Ολυμπιακούς, σηκώννουν την οι νέοι.

Μα μοναχά ο Ερτογάν, τζ̆ῐαι κάποιοι ομοϊδεάτες

εν την αναγνωρίζουσιν — τζ̆ῐ΄ εν ήρωες ταχάτες.

Υπηρετούσιν τον Ταή, με πείσμα τζ̆ῐαι με ζήλο,

Τζιαι κουβαλούν του το νερό, τζ̆ῐαι γύρνουν του στον μύλο.

Τούτη εν η επίσημη του κράτους του εξήντα,

τζ̆ῐ΄ αν δεν το καταλάβατε, αν σας πουλήσουν, ήντα;

 

Θουκής 28 Ιουνίου 2025

Απὸν αντρέπεται, ὁ κόσμος ἐν δικός του

 


Κάμνει τα ούλλα, τζιαι γελά, τζιαι δεν χωρεί ομπρός του

Τζείνος που εν αντρέπεται, κόσμος ν δικός του.

 

Χάνει ντροπή την αντροπή τζιαι ψάχνει να την εύρει,

Αντράπου κόρη, αντροπή

 η φάτσα μου εν να κοπεί,

να πέσει μες τ’ αλεύρι.

 

Τζιαι τζιείνος που την έχασε, εδάγκασε τα σιείλη,

λαλεί της: “Κόρη, αντροπή

η φάτσα μου εν να κοπεί,

που μ’ έκαμες ρεζίλι.”

 

Τζιαι πολοάται τζιαι λαλεί: «Εις το δαχτύλιν χώστ’ του,

γιατί όποιος εν αντρέπεται,

όπως συμπεριφέρεται,

ο κόσμος εν δικός του.»

 

Κάμνει τα ούλλα, τζιαι γελά, τζιαι δεν χωρεί ομπρός του

Τζείνος που  εν αντρέπεται, κόσμος ν δικός του.

Θουκής 28 Ιουνίου 2025

24 June 2025

Στην έξοδο



Πάρε μαζί σου χρώματα που την αυκή τζιαι δύση,

Τη μυρωθκιά του κόνιζου, του θυμαρκού, του σσιήννου,

Του πεύκου τζιαι της καππαρκάς, του φκιώρου πον να αθθίση,

Στης μνήμης τες αποσκευές, πο΄ αιώνια εν σβήννουν. 

20 June 2025

Το Γιασουμίν στην πόρταν σου



 

Το γιασουμίν στην πόρταν σου, τη νύκτα φύρνει πλάσμα,

τζι’ ο έρωτας με σουξουλά, θέλει μητά σου πιάμα.

 

Το γιασουμίν στην πόρταν σου, τη νύκτα φύρνει πλάσμα,

απού την τόση μυρωδκιά,

μα άμαν μου δώσεις μια μμαδκιά,

φεύκει μου τζιαι το άσμα.

 

Κόρη, λαλεί το γιασουμίν, βάωστ’ το παραθύρι,

γιατί όποιος ρέξει που δαμαί,

οπρομουττίζεται χαμαί,

αν κάμνει παντηστήρι.

 

Σαν καθαρίζεις το λουβίν, που η μάνα σου σε βάλλει,

πέψε τζιαι μεν ένα φιλί,

τζι’ έβκην η πίεση ψηλή,

που τα δικά σου κάλλη.

 

Θα τραπιήσω του βραμού με κότσινη μοτόρα,

τζι’ αν είσαι τζιαι εσύ δεκτή,

πίσω να κάτσεις εκλεκτή,

τζιαι παίρνω σε στην χώρα.

 

Το γιασουμίν στην πόρταν σου, με τους ανθούς πον έξω,

τζι’ η γλυτζιά σου ομορφκιά,

βάλλουσιν της καρκιάς φωθκιά,

τζιαι θέλω να σε κλέψω.

 

Το γιασουμίν στην πόρταν σου, τη νύκτα φύρνει πλάσμα,

τζι’ ο έρωτας με σουξουλά, θέλει μητά σου πιάμα.

 

Θουκής 18 Ιουνίου 2025

16 June 2025

Η παραγκοπόλη



Πολλήναν τα κοντέϊνερς, τζιαι σπείραν τα στη φύση

Τζιαι μια μου σκέψη στο μυαλό εν λαλεί να μα ΄φήσει

 

Κοντέϊνερς στο πι στο φι, η άψε σβήσε λύση

Λαλούμε τα εξοχικό, Θέος να ελεήσει

 

Όσο για τα απόβλητα, πάρατζιει ένα λάκκο

Να πίνει ή γη που τα σκατά,  να εμφορίσει νάκκο

 

Τάχα τα υποστατικά, τους μαύρους οι  παράγκες

Στους καφενές κορτώνουμε, σαν μεγιστάνες μάγκες

 

Μέσα εν φούρνος πύρουλλος, εις την πυράν τ΄ Γιούλη

Ψήνεις αυκό χωρίς φωδκιά τζιαι τρων παρέαν ούλλοι

 

Τζιαι τα περτίτζια τζι λαοί, τζι  ούλη ζωή η άρκα

Για να σωθούν γυρεύκουσιν,  πάλε του Νώε βάρκα

 

Απου την μιά ο θόρυβος, τζι προβολείς που πρέπουν

Εκάμαν ούλλα τα πουλιά, απου μακρά να βλέπουν

 

Τζιαι οι  πογιές πον να σμνικτούν, με μια σκουρκά κινίνο

Να ξέρεις στο τραπέζι σου, θα τρώεις τον καρκίνο

 

Σίερο τζιαι  ψευτάργυρο, το μόλυβδο επίσης

Τζιαι την βαφή θα την γευτείς, στα τρόφιμα να ζήσεις

 

Αμαν πολλήνουν τα κουδκιά, στην φύση ρε Μανόλη

Οι κάμπος θα μετ΄ονομαστεί , σε  μια παραγκοπόλη

 

Θοουκής 16 Ιουνίου 2025

7 June 2025

Άμαν αθθίσει καππαρκά

 


Αντάν να΄θθίσει καππαρκά

Πάφο, Καρπάσι, Μεσαρκά

τζι’ ο ζύζιρος αρκέψει

Σ’ ούλλης της Κύπρου το νησί

που κάποιοι θέλουν την μισή

έσσιει καλοτζαιρέψει

 

Τζι΄ έρκετε πάλε η πυρά

πενήντα χρόνια στην σειρά

το νουν να πηλατέψει

Ήνταλως τζι΄ηταν δυνατό

μανα με φλέγων τον ατό

κόρην να σακκατέψει

 

 Τα εθνικά μας τα μυαλά

βολεύτηκαν ούλλα καλά

τζιαι χόνεψαν με πέψη

Τζι ο Τούρκος πας το μιναρέ

έσσιει στο νου εσένα ρε

μιαν μέρα να σπαστρέψει

 

Θουκής 7 Ιουνίου 2025

27 May 2025

Στην μέση να τους κόψουν

 


Χρυσόν ηλιοβασίλεμα, στην Κύπρο με τα πεύκα

Στην Πάφο, την Αμμόχωστο

Τζιαι στο νησί ολόσωστο

 Φικάρδου τζιαι  Χαλεύκα

 

Τζι΄ όσοι την θέλουσιν μισή στην μέση να τους κόψουν

Μισόν τον ήλιο να θωρούν

Μισή ζωή να την  χαρούν

Τζιαι δίχως να  προκόψουν

18 May 2025

Τζιαμαί που τρώς μεν σιέζεις



 

(Σατιρικό ποίημα σε κυπριακή ντοπιολαλιά)

 

Ο Νικολής που το χωρκό

Με το ψηλό καμπαναρκό

Τζιαι στα μιαλά του αέρα

Δεν ξέρει από σεβασμό

Ούτε να βκάλει τον σκασμό

Την γλώσσα πάει πέρα

 

Τα λόγια του εν σαν σκατά

Δίχα υπέρ δίχα κατά

Με πάθη τζιαι με μίση

Βκάλει τον λό του τον σαχλό

Βόθρο βρωμιά που το μυαλό

Τζι’ εθίστει στο χουμίση

 

Άκου καλά βρε Νικολή

Πρότου να βκάλεις την χολή

Μέτρα τζιαι ως το δέκα

Τζι’ άμα θα φκαίνεις στον ντουνιά

Με κονισμένη την κουνιά

Την γλώσσα σου πελέκα

 

Στο σπίτι σου που κατοικάς

Τζιαι τρώς σαν να΄σε τσιφλικάς

Να μεν το περιπέζεις

Κράτα το πάντα καθαρό

Τζιαι με κανόνα σοβαρό

Μέσα ποττέ μεν σιέζεις

 

Τα λόγια σου που ξαπολάς

Ταχα την μούρη σου πουλάς

Για άλλους εν φαρμάτζιν

Συνάκτου πιο τζιαι νακκουρίν

Τζιαι πιάσ’ τον νου που το νουρίν

Τζιαι δώστου με μαρζάτζιν

 

Θουκής 18 Μαΐου 2025

2 May 2025

Ελευθερίαν εις τον λόν



Θαυμάζω τον πολιτισμό, τη μόρφωση την πάω,
την τάξη τζιαι την ηθική,
τον σεβασμό, την κριτική —
τζι ας μεν έχω να φάω.

Την άποψη του κάθενου ακούω, τζιαι τιμώ τη·
την σέβομαι, την επαινώ,
τζι εν την ρίφκω στο κενό
του όποιου συνδημότη.

" Πάταξον μεν, άκουσον δε!", αν είσαι δημοκράτης·
ελευθερίαν εις τον λόν
Στον νούσιμο τζιαι στον πελλόν
Τζιαι προύχοντας τζι΄ αρκάτης

Έτσι τζιαι γιώ το απαιτώ, με κριτική τζιαι σκέψη
Τον φίλο τον παρακαλώ
Να ΄κούσει ήνταν που λαλώ
Τζι αν θέλει να πιστέψει

Θουκής 2 Μαΐου 2025

20 April 2025

Ο «Ρουβιττάς» και το «Ου... ου... ου»


Ο καβαλάρης τράβηξε απότομα και με δύναμη τα ρέτσινα του γαϊδουριού, σταματώντας μπροστά από το καφενείο του Αρτέμη, και έγνεψε στον καφετζή να βγει έξω. Εκείνος πρόβαλε στην πόρτα με σεβαστικό ύφος, λες κι έλεγε με το βλέμμα του: «Διατάξτε, αφέντη».

Ο πελάτης, χωρίς να ξεπεζέψει ή να χαιρετήσει, ανασήκωσε το χέρι και πρόβαλε δύο δάχτυλα — σε μια ανάποδη χειρονομία ειρήνης. Ο καφετζής, μαθημένος πια σ’ αυτή τη σιωπηλή παραγγελία, έβγαλε χωρίς χρονοτριβή το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του μαύρου του πουκαμίσου, τράβηξε δύο και τα πρόσφερε στον κύριο Σταυρή.

Εκείνος τα άρπαξε με το ένα χέρι και με το άλλο τού έδωσε το σελίνι που κρατούσε από ώρα σφιχτά στην παλάμη του, για να αποφύγει κάθε καθυστέρηση. Ήταν η καθιερωμένη του συνήθεια: δύο τσιγάρα δρόμος — ένα για τη διαδρομή προς το αμπέλι κι ένα για την επιστροφή.

Έβαλε το ένα στην τσέπη του χακί πουκαμίσου, το άλλο στο στόμα. Το άναψε σχεδόν μηχανικά, με μια κίνηση που πρόδιδε εμπειρία δεκαετιών, κι εξαφανίστηκε καβάλα στο ζώο του με προορισμό την «Αγκαθερή».

Ο κύριος Σταυρής, γνωστός στο χωριό με το παρατσούκλι «Ρουβιττάς» —αν και κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα ποιος και γιατί του το κόλλησε— εκτελούσε με θρησκευτική ευλάβεια τη διαδρομή της καθημερινής του ρουτίνας, καβάλα στο γαϊδούρι του, λες και επρόκειτο για ιερή αποστολή.

Κακές γλώσσες έλεγαν πως το «παρατσούκλι» προερχόταν από την... περιορισμένων διαστάσεων «περιουσία» του, μεγέθους ρεβιθιού. Ήταν όμως και γενικά ιδιόρρυθμος άνθρωπος — λιγομίλητος, μοναχικός και κλειστός, σαν χειμωνιάτικο παράθυρο που δεν λέει να ανοίξει. Τα βράδια τον έβλεπες στο καφενείο να κάθεται μόνος σε μιαν άκρη και να απολαμβάνει τον καφέ του σκέττο.

Την μέρα  εκείνη η Άνοιξη πρόσφερε μια ειδυλλιακή ανθισμένη φύση και τα πουλιά στον δρόμο του σε συγχορδική μελωδία διαλαλούσα το καλημέρα με τους δικούς τους ξεχωριστούς ήχους. Τον χαλάρωσε αυτή η σκηνή και σιγά σιγά τα ματιά του βάρεσαν, και αφού τα έκλεισε αποκοιμήθηκε.

Ο ύπνος τον συνεπήρε και ένας θεός ξέρει τί όνειρα τον ταξίδευαν σε κόσμου φανταστικούς καβάλα στο γαϊδούρι προς το χωράφι. Ίσως αμπέλια φορτωμένα σταφύλια ώριμα ή πιθανό μια αυλή γεμάτη από παιδιά.

Το μόνο βέβαιο ήταν ότι το ζώο έφτασε στον προορισμό τους, στο γνώριμο σημείο του κτήματος, και στάθηκε εκεί υπομονετικά, περιμένοντας να ξεπεζέψει το αφεντικό. Όμως ο επιβάτης ροχάλιζε ακόμα. Κι επειδή το γαϊδούρι δεν ήταν… ά-λογο, πήρε την απόφαση μόνο του: έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω.

Όταν ο κύριος Σταυρής ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε — προς έκπληξή του — την πόρτα του σπιτιού του. Και καθώς ήταν εκ φύσεως έξαπτος, άρχισε να βλασφημά και να ωρύεται ενάντια στο αθώο τετράποδο. Αφού ξεθύμανε, του έδωσε δύο δυνατά κτυπήματα με τα πόδια στην κοιλιά ως προσταγή να τον ξαναπάει πίσω στο χωράφι. Κι έτσι έγινε, χωρίς να αναρωτηθεί στιγμή για το δικό του μερίδιο ευθύνης.

Η μέρα κύλησε ήρεμα, με σκάλισμα, κλάδεμα και άλλες χειρωνακτικές δουλειές. Γύρω στις εννιά έκανε ένα λιτό «μπούκωμα», και το μεσημέρι γευμάτισε κάτω από τη σκιά μιας ελιάς. Καθώς ο ήλιος έγερνε, ξανακαβάλησε για το σπίτι και την καλή του Ελένη — που, ειρήσθω εν παρόδω, στόλιζε συχνά με κοσμητικά επίθετα.

Στο μέσο της διαδρομής ένα μαύρο φίδι διέσχισε αστραπιαία ανάμεσα στα πόδια της γαϊδούρας. Αυτή φοβισμένη αφηνιάστηκε και σηκώθηκε στα δύο με το τραγικό αποτέλεσμα ο επιβάτης της να σωριαστεί στο χώμα. Ευτυχώς που έπεσε στα πισινά του καπούλια γιατί αν η πτώση ήταν του κεφαλιού θα έμενε επι τόπου τέζα.

Αφού συνήλθε από το τράνταγμα ξεκίνησε να ουρλιάζει από τους αφόρητους πόνους

— Ου... ου... ου...

Δύο περαστικοί τον άκουσαν και έτρεξαν να βοηθήσουν. Εκείνος, ανήμπορος να μιλήσει, συνέχισε μόνο να σφαδάζει από πόνους:

— Ου... ου... ου...

Τον πήραν απ’ τις μασχάλες και τον μετέφεραν στον μόνο άνθρωπο του χωριού που ήξερε πρώτες βοήθειες — τον κύριο Μίκη. Ο αυτοδίδακτος νοσοκόμος τού ζήτησε να ξαπλώσει στο «κρεβάτι επειγόντων», που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ράντζο στο νοικιασμένο σπίτι της Τουρκάλας Μελεχά.

— Θα σε ψηλαφώ, κύριε Σταυρή, κι όπου πονάς, να μου λες, να κάμουμε διάγνωση, του είπε.

Άρχισε να τον εξετάζει από πάνω μέχρι κάτω, αλλά όπου κι αν τον άγγιζε, ο ασθενής συνέχιζε να αναστενάζει:

— Ου... ου... ου...

Του έδωσε δυο παυσίπονα, του έκανε εντριβές και τον συμβούλεψε να ξεκουραστεί για μερικές μέρες. Αν δεν υποχωρούσε ο πόνος, να ξαναπερνούσε μετά από είκοσι μέρες.

Το ίδιο βράδυ, ο κύριος Μίκης — λάτρης της νεολαίας και των ιστοριών — τους τα εξιστόρησε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Τα «Ου... ου... ου» του Ρουβιττά έγιναν το κύριο θέμα της βραδιάς.

Κι άλλο που δεν ήθελαν οι «σατανάδες» της εποχής! Το πρόσθεσαν και αυτό  στο οπλοστάσιο τους για να παρενοχλούν του γέρους χωρίς έλεος 

Την επόμενη κιόλας μέρα έστησαν σχέδιο. Ανέβασαν μια βαρέλα γεμάτη πέτρες πίσω από τον λόφο, την έσπρωξαν ξαφνικά προς τη γαϊδούρα που ξεκουραζόταν, κι αυτή τρόμαξε, έκοψε το σκοινί και έγινε άφαντη.

Τότε οι κρυμμένοι πίσω απ’ τους θάμνους άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά:

— Ου... ου... ου...

Κι ο καημένος ο Σταυρής, έξαλλος, τους απαντούσε:

— Τώρα, τώρα, ππουστούθκια! Εν να σας σάσω!

Από τότε, το «Ου... ου... ου» έγινε το αγαπημένο πείραγμα των νέων, που φρόντιζαν να το ξεστομίζουν πάντα κρυμμένοι πίσω από τοίχους και δέντρα, κάθε φορά που περνούσε ο κύριος Σταυρής.

Πενήντα χρόνια μετά, οι ίδιοι εκείνοι νεαροί βρίσκονται στο δειλινό της επίγειας παρουσίας τους και σιγά-σιγά θα ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι για τον παράδεισο — με άγνωστη σειρά αναχώρησης.

Θείε Σταυρή, όταν έρθει η ώρα να τους υποδεχτείς εκεί πάνω, συγχώρεσε τους για το «μπουλινγκ» που σου κάνανε τόσα χρόνια, με το ελαφρυντικό πως να πειράζουν τους ηλικιωμένους ήταν η μόνη δόση αδρεναλίνης που απολάμβανα τότε — χωρίς κινητά, φραπέδες και Facebook.

Γιώργος Καραγιώργης

18 Απριλίου 2025

15 April 2025

Ο «Σερταλής»

 

Οι δεκαετίες μέχρι το 1980, για όσους τις έζησαν, ήταν σκληρές. Η ζωή κύλησε μέσα από κακουχίες, επιδημίες, πολέμους, ανομβρίες, ανταρτοπόλεμο, δικοινοτικές διαμάχες, πραξικοπήματα, εισβολή και εκτοπισμούς. Όλα αυτά σε έναν τόπο με ανύπαρκτες υποδομές και φτωχικά σπίτια, που μέχρι τη δεκαετία του ’70 τα χωριά δεν διέθεταν ούτε τα βασικά: νερό, ρεύμα, ψυγείο, κουζίνα.

Το παράδοξο ήταν ότι, παρ’ όλες τις στερήσεις και την οικονομική ανέχεια, οι περισσότερες οικογένειες έκαναν πάρα πολλά παιδιά. Ο αριθμός εννέα θεωρούνταν η πληρότητα ενός ζευγαριού κατά την περίοδο της γονιμότητάς του – και κάποιοι ξεπερνούσαν και αυτό το «όριο». Ίσως ένας λόγος γι’ αυτήν την αντιφατική εικόνα να ήταν και το γεγονός ότι, χωρίς ηλεκτρικό φως, νύχτωνε νωρίς, και χωρίς τηλεόραση και «λαστιχένιες» μεθόδους, ερχόντουσαν τα παιδιά…

Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι κριτές, πρέπει να συγκρίνουμε όλες τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ώστε να κατανοήσουμε πραγματικά τις διαφορές σε σχέση με το σήμερα.

Στην  θεατρική σκηνή για του λόγου το αληθές θα επιχειρήσω με δύο οικογενειάρχες κομπάρσους και ένα πρωταγωνιστή σε αληθινή ιστορία που θα μας δώσει την δυνατότητα να κατανοήσουμε την επικρατούσα κατάσταση που αφορούσε όλο το νησί της Κύπρου την εν λόγω εποχή

Πρωταγωνιστής μας ο Αντρέας Ευσταθίου, ή αλλιώς ο «Σερταλής» – παρατσούκλι προερχόμενο από την τουρκική λέξη Sertan, που περιγράφει έναν σκληρό, τραχύ, ίσως και αυστηρό άντρα. Ο Αντρέας του Στάχη, όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, ήταν ένας γεροδεμένος, σχετικά ψηλός άντρας με αυθεντικό χαρακτήρα. Μονάχα που τα πόδια του τον πρόδιναν λιγάκι στο βάδισμα, μα η δυνατή, γυαλιστερή και καψαλισμένη του ματτσούκα από μοσφιλιά –«μαγκούρα» τη λένε οι Καλαμαράδες– κάπως ισορροπούσε την κατάσταση.

Φορούσε πάντα φαρδιά παντελόνια που, μέσα σε πέντε λεπτά, κατέβαιναν κάτω από τη μέση του, αποκαλύπτοντας τη φουσκωμένη του κοιλιά. Κι αν τύχαινε να σκύψει, το θέαμα από πίσω ήταν κάπως... απρεπές. Το δε πουκάμισό του διαμαρτυρόταν έπειτα από κάθε φαγοπότι, έτοιμο να εκσφενδονίσει τα κουμπιά. Ήταν, βλέπεις, και γερό ποτήρι στη ζιβανία.

Γραφική, παραδοσιακή φιγούρα, με έμφυτο χαμόγελο και «μελισσιά» ματιά, που έκρυβε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία, ειδικά όταν αστειευόταν. Την όλη του παρουσία συμπλήρωνε το καραφλό του κεφάλι, στολισμένο με μια γκριζαρισμένη, πατριωτική μουστάκα – διπλής μινιατούρας ανάποδης ουράς αλεπούς. Κατά βάθος, ήταν καλοσυνάτος, ευσεβής και τίμιος, ένας αυστηρός αλλά δίκαιος παραδοσιακός οικογενειάρχης.

Διατηρούσε κι αυτός κοπάδι με πρόβατα, κάπως μεγαλύτερο από των άλλων βοσκών. Ως απόγονος του προύχοντα Στάχη, κατείχε και σημαντική περιουσία – κυρίως στα «Κατσίματα» – όπου είχε διάτρηση πόσιμου νερού που χρησιμοποιούσε για να καλλιεργεί φθαρτά.

Μέρα-νύχτα, πατέρας και παιδιά δούλευαν στα περβόλια και στα «κτηνά». Για τη μετακίνηση από και προς τα κτήματα –τα οποία βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, τρία περίπου χιλιόμετρα ανώμαλου χωματόδρομου με ανηφοριές και κατηφοριές– χρησιμοποιούσαν αρχικά γαϊδούρι. Αργότερα, κατάφεραν και απόκτησαν τρακτέρ με καρότσα. Τα καλοκαίρια διανυκτέρευαν επιτόπου, κάτω από τις χαρουπιές –«τερατσιές»– ώστε να αυξήσουν τις ώρες εργασίας και να εξοικονομήσουν καύσιμα από τα πήγαινε-έλα. Η πιστή του σύντροφος, η Μαρία, φρόντιζε καθημερινά να φτάνει εκεί με το ζώο, για να τους βοηθήσει και να μαγειρέψει.

Τον συναντούσα αραιά – κι αυτό γιατί, πρέπει να ομολογήσω, τον απέφευγα όταν τον έβλεπα από μακριά. Όχι επειδή δεν τον συμπαθούσα· κάθε άλλο, τον εκτιμούσα βαθύτατα. Όμως, ήταν εκ φύσεως ακατάπαυστο πειρακτήρι. Ό,τι κι αν τον απασχολούσε, το έβαζε στην άκρη. Εκείνη την ώρα, προείχε το πώς θα περάσει ευχάριστα μαζί σου.

Αν η επαφή ήταν αναπόφευκτη, πάντα μου έλεγε τον ίδιο προβληματισμό – με μια δόση ειρωνείας και αρκετή δόση χιούμορ:

— Ρεεε Κόκο…

(σημείωση: δεν υπήρχε παπαγάλος τριγύρω – έτσι λένε τον Γιώργο στην Κύπρο)

«Ίνταλως να σας νεώσουμε; Εγώ, ο Πετρής τζι’ ο Πισσίας (εννοώντας τον πατέρα μου), εκάμαμεν 25 κοπελλούθκια. Τι να σας κάμουμεν;»

 Με τέτοιες ατάκες με πυροβολούσε πάντα, μετατοπίζοντας την ευθύνη πάνω μας – ότι τάχατες εμείς φταίμε που μας έκαναν! Δεν του ανταπαντούσα από σεβασμό. Μέσα μου, αυτό το πείραγμα είχε λειτουργήσει ως ένα είδος παιδικού ψυχολογικού «μπούλινγκ».

Τα επαναλάμβανε αυτά με το ίδιο στυλ, κι ύστερα ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Τα πρόβατά του σάστιζαν και ο σκύλος του άρχιζε να γαβγίζει προς εμένα.

Μια μέρα, σε μια απρόσμενη συνάντηση, πλησίασε κοντά μου. Έβγαλε νωχελικά –ως έμπειρος καπνιστής– το πακέτο Craven A από την τσέπη του πουκαμίσου. Το άνοιξε, έβγαλε ένα από τα είκοσι τσιγάρα, το κτύπησε ρυθμικά στο κουτί για να συμπιεστεί ο καπνός και το άναψε με σπίρτο. Ρούφηξε βαθιά, ώσπου το πυρακτωμένο κάρβουνο μεγάλωσε ένα εκατοστό, κι αφού ξεκάπνισε όλο του το πρόσωπο –ακόμα και η μύτη του–, με μια έκδηλη σοβαρότητα είπε:

— Ρεε… Κόκο, εσκέφτηκα τζι’ ήβρα τη λύση… Ο Πετρής εννιά κοπελλούθκια, ο Πισσίας άλλα εννιά, εγιώ εκοψα πίσω με εφτά. Να πάμε τζι’ οι τρεις πας τον «Στραχαλά» να χορέψουμε τον χορό του Ζαλόγκου. Πρώτος να δώκει ο Πετρής, πον μιτσής τζιαι σβέρτος… ταπισών ο Πισσίας, τζι’ άμαν δώκουν τζι’ δκυο κάτω,  εγιώ να σηκωστώ να φύω!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει και τα μάτια του τον πρόδωσαν – έλαμπαν από σκανταλιά, κι έσκασε στα γέλια. Ακόμα και τα μουστάκια του έμοιαζαν να γελούν.

Στο βάθος, όμως, των λόγων του υπήρχε μια δόση αλήθειας: η έγνοια για την ανατροφή τόσων παιδιών μέσα στη μιζερή φτώχεια. Ίσως αυτές οι πικρόγλυκες ατάκες να ήταν μια εσωτερική αναζήτηση λύτρωσης.

Στα αυτιά μου ηχεί ακόμη η φωνή του, κάθε φορά που τον φέρνω στη μνήμη:

— Ρεε… Κόκο…

Γιώργος Καραγιώργης

15 Απριλίου 2025

12 April 2025

Λεωφορεία, "πιπιριλιά" και αλετράκια του χτες


by George Karageorgis


Τα λεωφορεία για τα χωριά δυτικά της Επαρχίας Λάρνακας ξεκινούσαν για την επιστροφή γύρω στις 1:30 μετά το μεσημέρι από την πλατεία του Αγίου Λαζάρου το ένα μετά το άλλο. Για την Αναφωτία αναχωρούσαν δύο, του Σταυράκη και του Αντρέα του Πετρολαά που μετέφεραν τους μαθητές μαζί με τυχόν επιβάτες και ακόμα ένα πιο αργά, το λεωφορείο του Ανδρέα του Πούμπα για να μεταφέρει τους εργάτες κατά τις 7:00 αργά το απόγευμα.
Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα ολόκληρου του χωριού κατά το 1970 ήταν κάπως λιγότερα από όσα έχει σήμερα ένα σπίτι στον περίγυρο του. Οι μαθητές είχαν μόνο δύο επιλογές για την μεταφορά τους στο Γυμνάσιο ή Λύκειο. Η προτίμηση καθοριζόταν από πολλούς παράγοντες, όπως οι φιλικές και συγγενικές σχέσεις των γονιών, με τον ιδιοκτήτη οι κουμπαρικές υποχρεώσεις ή ανάλογα με τα «απλήρωτα αγώγια» των παιδιών τους που εκκρεμούσαν την προηγούμενη χρονιά.
Το λεωφορείο του Πετρολαά ήταν συνήθως παρκαρισμένο μέσα στη Στοά του Κλεόπα και του Σταυράκη στο παζάρι το Τούρκικο. Αν σχολάγαμε πεντάωρο περπατούσαμε από το Λύκειο και περιμέναμε μέσα στο παρκαρισμένο λεωφορείο για να μην μας βασανίζει η πείνα μας από τις μυρωδιές των τόσον εδεσμάτων εκτός αν σπάνια μας τύγχανε να είχαμε λεφτά για ένα σαντουϊτς από τον Μανώλη ή σουβλάκια από την Σοφκιαλίνα που βρισκόντουσαν απέναντι στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και στην καλύτερη περίπτωση σουβλάκια και πέρκολα μέσα στο Τουρκικό παζάρι. Σε περίπτωση που το λεωφορείο δεν έπαιρνε μπρος κατά την εκκίνηση που αυτό συνέβαινε τακτικά υπήρχε και η εναλλακτική λύση της μανιβέλας για να γυρίσει η μηχανή.
Στην πρώτη στάση που ήτανε μπροστά στο περίπτερο της Αναστασίας έπρεπε να φορτωθούν μάτσες από τριφύλλι για τα κουνέλια στην πίσω κρεμαστή πόρτα και παραλαμβάνονταν οι νέες εφημερίδες. Το ταχυδρομείο στην μπεζ χρώματος σακούλα με την κλειδαριά από πάνω φρόντιζε ο οδηγός από ώρας να το κρατά δίπλα του για να το παραδώσει στο Συνεργατικό Παντοπωλείο. Επίσης πάντοτε στην οροφή του λεωφορείου υπήρχαν στοιβαγμένες σακούλες με λιπάσματα, τροφές, σπόροι, μποτίλιες με γκάζι και άλλες αναγκαίες προμήθειες. Κάναμε ιδιαίτερη χαρά εγώ και ο κολλητός μου όταν βλέπαμε αυτό το φορτίο γιατί θα το ξεφορτώναμε και θα είχαμε χρήμα την επομένη. Μέσα οι επιβάτες μετέφεραν τσάντες με ψώνια της πόλης ακόμα και άσπρες ζωντανές κότες με τα πόδια δεμένα κάτω από τις μαξιλάρες,
Αφού επιβιβάζονταν οι μερικοί μαθητές που είχαν την τύχη να σχολάσουν πιο νωρίς και μερικοί επιβάτες το λεωφορείο ξεκινούσε με βαρεμένη ταχύτητα την διαδρομή του. Δεύτερο σταμάτημα έξω από τον φούρνο του Νεόφυτου να βάλει μέσα την σακούλα με τα ζεστά μαλακά ψωμιά του Συνεργατικού για όσους δεν ζύμωναν ή γι’ αυτούς που τους «έλειψαν». Μέχρι να φτάναμε στις καμάρες από χέρι σε χέρι και εκτός της οπτικής ακτίνας που έπιανε το καθρεφτάκι του οδηγού "εξαφανίζαμε" ένα ή δύο για να καλμάρει η πείνα μας που από τις 7 το πρωί γινότανε 2 και μισή για να την χορτάσουμε.
Επόμενη στάση το Παγκύπριο Λύκειο δίπλα στο νοσοκομείο. Εδώ επιβιβάζονταν και οι μαθητές της Αμερικανικής Ακαδημίας, φυσικά αν είχαν εφτάωρο θα τους περιμέναμε για λίγο. Μετά στο δέντρο της Μητρόπολης για να πιάσουμε όσους πήγαινα στην Τεχνική σχολή και ακολούθως στην Δροσιά για να επιβιβαστεί η κυρία Παναγιωτού μάνα του ήρωα Μιχαλάκη Παρίδη, ακριβώς στο σημείο που την κατεβάζαμε το πρωί βαρυφορτωμένη με τσάντες «κανίσια» για να επισκεφτεί την κόρη της. Στην συνέχεια προς το Γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου να μπουν και οι τελευταίοι μαθητές.
Μέσα στο λεωφορείο υπήρχε μια άτυπη αλλά σεβαστή εθιμοτυπία για τις θέσεις, Οι μαθήτριες πάντα εισέρχονταν από την πόρτα δίπλα στον συνοδηγό και καθόντουσαν η μια διπλά από την άλλη στις δύο μπροστινές παράλληλες μαξιλάρες που έφτανα από παράθυρο σε παράθυρο. Από την πίσω πόρτα στα αριστερά μπαίνανε οι άρρενες μαθητές με θέση στην πίσω μαξιλάρα, και στις δύο πλευρικές. Στις μονές που βρίσκονταν στο μέσο προτεραιότητα είχαν οι ενήλικες επιβάτες. Στριμωγμένοι σαν σαρδέλες σε κουτί με συρόμενα παράθυρα να μην κλείνουν ποτέ καλά. Δεν λέω ότι ζεσταινόμαστε τον χειμώνα χωρίς θέρμανση αλλά τα πόδια μας σίγουρα πάγωναν από τον κρύο αέρα που εισερχόταν από τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος.
Στις καμάρες κατεβάζαμε τις Σαρμαλλούες κόρες του Σαρμαλλή που χρησιμοποιούσαν το λεωφορείο μας για το σχολείο. Πέρναμε τον δρόμο προς του Κρασά και το γερασμένο πέτ-φορτ επιτέλους ανάπτυσσέ ταχύτητα προς την Αναφωτία μέσω Αλεθρικού. Στο Αλεθρικό επίσης κατεβάζαμε μαθητές που προτιμούσαν τα δικά μας λεωφορεία για δικούς τους λόγους.
Ένας από τους πιο σταθερούς ηλικιωμένους επιβάτες που είχαμε ανάμεσα μας ήταν ο Δημήτρης Αντωνίου, ο γνωστός σε όλους «Μήτσιος». Ο Μήτσιος ήταν ένας γραφικός άνθρωπος με γραμμικό μουστάκι και γκρίζα μαλιά, πολύ αγαπητός στους συγχωριανούς του και ιδιαίτερα στους νεαρούς. Ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «ο ανηψιός» πιθανό γιατί περίπου όλους τους αποκαλούσε έτσι. Παρόλο που η ζωή του πέρασε χίλια μύρια κύματα και φουρτούνες πάντα διατηρούσε το χιούμορ και το χαμόγελο του. Ταπεινός φιλικός και πάντοτε ευγενικός . Αν και είχε χάσει ένα γιό του σε δυστύχημα και έζησε δυσάρεστες καταστάσεις προσπαθούσε με αξιοπρέπεια δυναμικά στην βιοπάλη ως εργάτης, λαικός τεχνίτης και ποιητής. Για πολλά χρόνια έπαιρνε το πρώτο βραβείο στα «τσιαττίσματα» στην πανήγυρη του Κατακλυσμού. Ζούσε μόνος όταν τον γνώρισα σε ένα τεράστιο σπίτι μετά από τον χωρισμό του, αφού τα παιδιά του μεγάλωσαν και πήραν τον δρόμο τους
Με τον Μήτσιο καθημερινό σχεδόν συνταξιδιώτη από την Αναφωτία στην Λάρνακα και πίσω, εμείς οι τότε μαθητές τον απολαμβάναμε. Μας έδινε σημασία και εμείς ανταγωνιζόμασταν ποιος θα τον προσπεράσει σε αστεία και πειράγματα.
Το Λεωφορείο σταματούσε στην πλατεία του χωριού και αμέσως τρέχαμε να δώσουμε την πόστα στον Ευστάθιο που ήταν διαχειριστής του Συνεργατικού παντοπωλείου για να διαβάσει δυνατά τα ονόματα που αφορούσαν τον κάθε παραλήπτη. Εμείς συνεχίζαμε τα αστεία με τον Μήτσιο ακόμα και στον δρόμο. Μετά το διάβασμα όποτε βρίσκαμε χρόνο τον συντροφεύαμε στην βεράντα του σπιτιού και μύλου του θείου του, του Κουσκουτή που ήταν διπλά στο δικό του. Εδώ μ΄ ένα σκεπάρνι πελεκούσε τα ξύλα περισσεύματα κατασκευής επίπλων που μάζευε από τα πελεκανιά της Λάρνακας και τα μετέφερε καθημερινά σπίτι του. Άλλωστε η επίσκεψη του στην πόλη ήτανε αυτό που λέμε «με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια». Μέχρι το επόμενο πρωί με τα αποκόμματα των ξύλων έφτιαχνε μινιατούρες αλετράκια σκαλισμένα με λεπτομέρεια, δείγματα αυθεντικής λαϊκής τέχνης. και τα μετέφερνε στην πόλη για να τα πουλήσει. Ήτανε τόσο όμορφα και κομψά, σκέτη λαϊκή καλλιτεχνία που τα ξεπουλούσε με ευκολία και μετά ξαναγύριζε τους πελεκάνους να μαζέψει υλικό για την επόμενη δόση ανακύκλωσης που θα έφτιαχνε το απόγευμα.
Εκεί ακριβώς μπροστά του με τα χέρια στα μαγουλά και γουρλωτά τα μάτια μικροί και περίεργοι ρουφούσαμε όποια ιστορία μας ξεφούρνιζε και τον πιστεύαμε γιατί τον πιστώναμε για την αυθεντικότητα του.
Ο Μήτσιος για μας δεν ήταν απλά φίλος αλλά και προμηθευτής - «ππιριλιών». Για τα Δωδεκάχρονα και δεκατριάχρονα την εποχή μας το καλύτερο παιχνίδι ήταν τα «ππιριλιά» (οι βόλοι). Στις τσέπες μας μέσα πάντα κυκλοφορούσαμε με αυτά. Υπήρχε ένας ανταγωνισμός μεταξύ μας στο ποιος θα αποκτήσει τα περισσότερα τα πιο όμορφα και τα πιο σπάνια.. Όταν συναντιόμαστε όλο και κάποιο καινούργιο απόκτημα θα επιδεικνύαμε στον συνομήλικο μας, Ακόμη και μέσα στο ιερό της εκκλησίας που σφαζόμαστε ποιός θα μπει για να πιάσει τα εξαπτέρυγά αντί για Πάτερ ημών εμείς οι μικροί δείχναμε στον διπλανό τον πολύχρωμο φανταχτερό «κίττο» που μας πούλησε ο Μήτσιος
Το παιχνίδι των «ππιριλιών» (των βόλων) ήταν σκέτη μαγεία και πολύ ενδιαφέρον. Στήναμε τα «“ππιριλιά”» σε γραμμή κάτω στο χώμα. Ρίχναμε από απόσταση το κάπως μεγαλύτερο που ονομάζαμε «κίττο» και όταν τα κτυπούσε σκόρπιζαν πέρα δώθε. Στην συνέχεια γονατούσαμε και με δύο δάκτυλα κτυπούσαμε τον «κίττο» προς κάποιο βόλο. Αν τον «κουτσιούσαμε» (δηλαδή τον πετυχαίναμε) όπως λέγαμε που προήλθε ίσως από το αγγλικό good shot, τότε ο βόλος ήταν απόκτημα μας και ο άλλος παίκτης τον έχανε. Έτσι λοιπόν οι καλοί παίκτες είχαν πολλά «“ππιριλιά”». Οι αδέξιοι συνεχώς αγόραζαν από τον Μήτσιο.
Ο Μήτσιος όμως ακρίβωσε τα “ππιριλιά” του και μας δυσαρέστησε. Ψάχναμε να βρούμε ευκαιρία να του την φέρουμε δηλαδή να τον εκδικηθούμε
Μια μέρα λοιπόν που καθόμαστε γύρο του μας λέει ότι μια κυράτσα στην Λάρνακα του ζήτησε να της πουλήσει ωραία μεγάλα σύκα. Αμέσως ανταποκριθήκαμε να του τα φέρουμε και να μας πληρώσει με τόσα «“ππιριλιά”». Δέκτηκε και η συμφωνία έκλεισε.
Παίρνουμε το κατήφορο και πάμε στο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς» που βρισκόταν μια συκιά με μεγάλα μαύρα σύκα αλλά όχι αρκετά για να γεμίσει ένα κιβώτιο. Προσέξαμε δίπλα στο κυπαρίσσι ο Αντώνης Μιχαήλ (Ττάππος) ο οποίος έκανε κοντραμπάντα με γαιδάρους είχε μερικούς δεμένους στο διπλανό χωράφι. Και τότε μας ήρθε η έμπνευση. Πάμε κοντά τους και μαζεύουμε μεγάλα μαύρα απορρίμματα των γαϊδουριών αντί για σύκα και γεμίζουμε σχεδόν το κασόνι. Βάζουμε και το πάνω επίπεδο με τα πιο μεγάλα και όμορφα σύκα και πάμε στον φίλο μας. Αυτός τα βλέπει, εντυπωσιάζετε και μας δίνει τα “ππιριλιά” ως αντίτιμο.
Την άλλη μέρα, μέσα στο λεωφορείο, κουνώντας το χέρι και γελώντας όπως μόνο αυτός ήξερε, μας λέει:
«Τώρα, τώρα...» «Εννά σας σάσω...»
Δεν ξέρουμε αν τελικά το είπε σοβαρά ή για να μας τιμωρήσει με άλλη αύξηση στα "ππυριλιά". Ξέρουμε μόνο πως εκείνη τη μέρα που προβήκαμε σε αυτή την γελοία πράξη, εκτός από “ππιριλιά”, είχαμε αποκτήσει κι ένα μικρό μυστικό — απ’ αυτά που κρατάς για μια ζωή, γιατί μέσα τους χωράει ολόκληρη η παιδική αθώα σου ηλικία.
Πέρασαν 23 χρόνια και η πορεία μου από μετανάστης με έφερε ακριβώς απέναντι από την πρώτη στάση του λεωφορείου να φτιάχνω καφέδες. Όλα άλλαξαν ακόμα και το Λεωφορείο της Αναφωτίας έγινε πολυτελείας αλλά τώρα ‘έπαιρνε μόνο μαθητές και όχι π.χ. τριφύλλια και άλλα. Σχεδόν όλοι έχαν το δικό τους αυτοκίνητο. Ο Μήτσιος γέρος πια, σαν κουρδισμένο ρομπότ, ακόμα συνέχιζε αυτό που ήξερε να κάνει καλά για να έχει η ζωή του ουσία και η τσέπη του μερίδιο στο χρήμα. Αλλά τώρα η διαδρομή του άλλαξε και δεν ήταν από τον Άγιο Λάζαρο προς της Φοινικούδες αλλά από τον σταθμό των λεωφορείων της ανατολικής επαρχίας της Λάρνακας κατάληγε στου Αγίου Λαζάρου σχεδόν κάθε μέρα. Ο λόγος ήταν ότι παντρεύτηκε για τρίτη φορά στο Αυγόρου και ζούσε εκεί στην ίδια ρουτίνα. Έμπαινε στο καφέ με τα καλλιτεχνήματα του χαμογελαστός όπως πάντα, καθότανε να ξεκουραστεί για λίγο, να δει και κανένα συγχωριανό, να πουλήσει σε καμιάς τουρίστρια ένα αλετράκι και να τον κεράσω καφέ.
Πάντα μου θύμιζε γελώντας
«Ρε ανηψιές δεν ξεχνώ το τι μου κάνατε και θα σας ξεπληρώσω μια μέρα που θα μου πάτε;
«Και αυτή η συνεχιζόμενη υπενθύμιση ακουγότανε καλλιτεχνικά στα αυτιά μας. Όπως ένα αλετράκι του Μήτσιου.»
Γιωργος Καραγιώργης
12 Απριλίου 2025

10 April 2025

Η Χαβούζα

 


Τα σπίτια ήταν όλα εντυπωσιακά στην Απλάντα, με πάρα πολλές κάμαρες, κατώγια και ανώγια, με μπαλκόνια που φανέρωναν πως, εδώ, σε αυτό το ερημωμένο χωριό, ζούσαν κάποτε πολύ ευκατάστατοι νοικοκυραίοι. Ήταν κτισμένα σε μεγάλη κυκλική απόσταση από τη φουντάνα, που βρισκόταν στο κέντρο μιας τεράστιας χωμάτινης πλατείας. Συχνά, όταν φυσούσε ο άνεμος, ένα σύννεφο σκόνης γύριζε πέρα δώθε, παρασύροντας μαζί του και κάποιο ξερό θάμνο. Κάποιο παράθυρο, ανοιχτό και αστήρικτο, θα χτυπούσε ρυθμικά, κι ο αντίλαλος στα άδεια δωμάτια ακουγόταν σαν σκηνή από έργο του Χάι Τσιάπαραλ, με τον Μανωλίτο καβάλα στο άλογο.

Εκεί, στο κέντρο του χωριού, μαζευόμασταν όλοι οι βοσκοί από το διπλανό χωριό γύρω στο μεσημέρι για να ποτίσουμε τα πρόβατα μας, στο λιοπύρι του καλοκαιριού,. Κάθε κοπάδι αποτραβιόταν μετά το νερό στη σκιά κάποιας κατοικίας ή στην εσωτερική αυλή των άδειων σπιτιών αναζητώντας λίγη δροσιά, Οι μικροί εξερευνητές βρίσκαμε τότε τον χρόνο να ανασκοπήσουμε λεπτομερώς τα νεκρά σπίτια, από κάμαρη σε κάμαρη, από λουτρό σε στάβλο και η σιωπή δεν διέφερε καθόλου από εκείνη του νεκροταφείου που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, περιφραγμένο με ευκαλύπτους και κυπαρίσσια. Στη σκέψη μας πλανιόταν η αφελής, παιδική απορία: γιατί τάχα εγκατέλειψαν οι κάτοικοι αυτά τα τόσο ωραία σπίτια; Και πού πήγαν; Δεν είχαμε ιδέα από πολιτικά γεγονότα στην αθώα μας ηλικία. Απλώς ακούγαμε τους μεγάλους να λένε: «Έφυγαν όλοι σε μια νύχτα».

Όταν τελείωνε η ανάπαυλα του μεσημεριού και δρόσιζε λίγο, μαζεύαμε στη βούρκα ό,τι είχε μείνει από το λιτό μας γεύμα, που ήταν συνήθως ελιές, χαλούμι, ψωμί και ντομάτα και, αφού γεμίζαμε το παγούρι μας με το κρύο νερό που έφερε η Αγγλοκρατία το 1953, κατηφορίζαμε μέσα σε σύννεφα σκόνης προς τις χρυσομηλιές που βρίσκονταν στη Λαξιά, μπροστά από τη Βίκλα, για να φάνε τα πρόβατα τα χρυσοπράσινα φύλλα που ο άνεμος τα είχε ρίξει στο έδαφος από τα πανύψηλα δέντρα. Εμείς απολαμβάναμε χαλαρά τα πρώτα φρούτα που ωρίμαζαν, εύγευστα ρόδινα χρυσόμηλα και μέσπιλα, χωρίς  καν να ρωτήσουμε τον ιδιοκτήτη τους. Ένας πράσινος παράδεισος στην γη υπό σκιά.

Μετά τα φύλλα, τα πρόβατα, καθοδηγούμενα από τη συνήθεια, προχωρούσαν προς τις Περβόλες, να απλωθούν στα χωράφια με τις ποκαλάμες, πλευρικά στον Πούλλο, και να επιστρέψουν προς τη Χαβούζα. Η Χαβούζα ήταν μια μεγάλη δεξαμενή σε ύψωμα, με βάθος 2,5 μέτρα, η οποία γέμιζε με το νερό από τη φυσική βρύση που ανάβλυζε σε μεγάλο όγκο και πίεση στη ρίζα του Πούλλου και, μέσω τεχνητού αυλακιού, κατέληγε στα περβόλια, στα αμπέλια και στις χρυσομηλιές. Το πάνω μέρος της δεξαμενής, πλάτους ενός μέτρου, ήταν μονίμως ξεχυλισμένο, και  καλυμμένο με πράσινες γλιστερές άλγες.

Εκείνο το απόγευμα, ήμασταν όλα τα αγόρια σε εξόρμηση από τους Πλακωτούς προς την Απλάντα. Παιδιά του δημοτικού σχολείου που τα καλοκαίρια τα περνούσαμε συνεχώς ξυπόλυτα, είτε πίσω από τα πρόβατα είτε στο περβόλι. Ταυτόχρονα, βρίσκαμε πάντα χρόνο και τρόπο για παιχνίδι.

Τα πρόβατα έφτασαν μέχρι τη Χαβούζα και, στη σειρά, έσκυψαν στο αυλάκι που εκτεινόταν προς τα χωράφια, για να σβήσουν τη δίψα τους. Εμείς αρπάξαμε την ευκαιρία και ανεβήκαμε στη Χαβούζα, αρχίζοντας να τρέχουμε γύρω γύρω, στο χείλος της ξεχειλισμένης δεξαμενής. Η δροσιά που νιώθαμε κάτω από τα γυμνά μας πόδια και ο θόρυβος του τρεχούμενου νερού μάς συνεπήρε. Ξαφνικά, ο μικρός Δημήτρης γλιστρά και, σε κλάσμα δευτερολέπτου, πέφτει μέσα. Βρισκόμουν ακριβώς πίσω του και τα ’χασα. Τον βλέπω να βουλιάζει και να χάνεται σε έναν υγρό τάφο. Κανένας μας δεν ήξερε κολύμπι, κι ο πανικός μας κατέκλυσε. Ο αδελφός μας χανόταν μπροστά στα μάτια μας κι εμείς ανήμποροι να τον σώσουμε. Ο φόβος και η ενοχή με συνεπήραν. Ήμουν ο μεγαλύτερος και θα μου έριχναν όλη  την ευθύνη. Πέφτω αμέσως κάτω και, μόλις τη δεύτερη φορά ξεπροβάλλει το κεφάλι του από το νερό, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον τραβώ προς τα πάνω. Τον βοηθάμε να βγει στο δάπεδο και η καρδιά μας επανέρχεται σε κανονικούς ρυθμούς.

Ο Δημήτρης σήμερα κλείνει τα 60 του χρόνια — και δεν έγινε αγγελούδι στα 6 του.

Γιωργος Καραγιώργης

10 Απριλίου 2025

8 April 2025

Το λεωφορείο της Αναφωτίας 1960 - 1975

 

Το λεωφορείο του Σταυράκη ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Αυτή τη φορά, γεμάτο. Αλλά η εκκίνηση θα γινόταν έξω από το σπίτι του οδηγού, στην πάνω γειτονιά, και όχι από την πλατεία. Προορισμός: αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Όλοι μέσα: οι γείτονες, οι συγγενείς, η μάνα, ο πατέρας και τα οκτώ παιδιά. Όλοι είχαν βάλει τα καλά τους, σαν να ’ταν γιορτή.
Τους τελευταίους μήνες έγιναν όλα όσα έπρεπε να γίνουν. Μπήκαμε σε ένα εννιαθέσιο ταξί από τη Λάρνακα για το Βαρώσι, για πρώτη φορά, για να πάνε όλα τα παιδιά για εξέταση από γιατρό της πρεσβείας. Είδαμε για πρώτη φορά τον φακό της φωτογραφικής μηχανής για τις φωτογραφίες που θα συνόδευαν τα έγγραφα, και ο πατέρας μας μάς αγόρασε και παγωτό. Όλα έγιναν με πρόγραμμα και με καθοδήγηση από τον Τελεβάντο – αδελφό της θείας και, ως πρωτευουσιάνος, γνώστη των γραφειοκρατικών.
Δεν είμαι σίγουρος μέχρι σήμερα τι ώθησε τους γονείς μας να πάρουν αυτή την απόφαση. Ίσως οι πολλές επιστολές, που κάθε βδομάδα τους ικέτευαν, ότι δεν έχουν παιδιά και πως θα ήθελαν πολύ να στηρίξουν ένα κοριτσάκι από τα τέσσερα μας. Ίσως οι δυσκολίες να ανατραφεί η πολυμελής οικογένεια. Ίσως η μεσολάβηση τρίτων. Τελικά, με δισταγμό, πείστηκαν οι γονείς μας και ενέδωσαν σε μια βουτιά προς το λάθος.
Ο δρόμος προς τη Λευκωσία έμοιαζε πορεία προς το άγνωστο. Στο λεωφορείο επικρατούσε μια νεκρική σιωπή, που έσπαγε κάπου κάπου με κάποιο ανούσιο σχόλιο – και ξανά ησυχία. Έτσι φτάσαμε τελικά στο πολυτελές αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Κατεβήκαμε τριάντα άτομα και ένα κορίτσι με μια τεράστια βαλίτσα. Ο Τελεβάντος ήταν εκεί για να μας συνοδεύσει στον έλεγχο των διαβατηρίων. Ακολούθησαν αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα, και το κοριτσάκι μας προχώρησε στην αίθουσα των επιβατών. Εμείς ανεβήκαμε στον εξώστη, κι από ψηλά αντικρίσαμε ένα παιδάκι, μέσα σε πλήθος κόσμου, ολομόναχο, να μας κοιτάζει χαμένο και φοβισμένο.
Στα μάτια του είδαμε αυτό που μας κυνηγούσε για τα επόμενα 16 χρόνια — και στα μετέπειτα, κάπως πιο ελαφρά: ένα τεράστιο «γιατί». Γιατί προχωρήσαμε σε αυτή την πράξη;
Το κορίτσι, εννέα χρονών, προχώρησε προς την έξοδο για το αεροπλάνο και χάθηκε από τη ζωή μας για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Ούτε γράμμα, ούτε φωτογραφία, ούτε τηλεφώνημα.
Επιστρέψαμε στο χωριό. Δεν μιλούσαμε για ώρες. Θλίψη και σιωπή. Ο καθένας στη συνέχεια του και στο καθήκον του. Έπρεπε να πάω στα κατήφορα, να διώξω τα σπουργίτια από τη φυτεία με τα φασόλια για να μην τα φάνε. Η μόνη διέξοδος: το τεράστιο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς», που ανεβοκατεβαίναμε όλα τα παιδιά. Ανέβηκα στην κορυφή με ταχύτητα. Κάθισα πάνω σε γερό κλώνο και κοίταξα τον ορίζοντα, που είχε πάρει πορφυρό χρώμα προς τη δύση. Και έκλαψα πολύ — πάρα πολύ. Ένιωσα μόνος, χωρίς το άλλο μου μισό.
Αύγουστος 1970, στο κυπαρίσσι της «Ττοπουζούς».